Τα δρακόσπιτα της Εύβοιας

Σε δύσβατες και ορεινές περιοχές της Εύβοιας υπάρχουν κάποια περίεργα κτίσματα, για την ταυτότητα των οποίων όσο και των κτιστών τους έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις και θεωρίες.

Είναι τα περίφημα δρακόσπιτα – κατοικίες δράκων, κατά την παράδοση – τα οποία προξενούν κατάπληξη για την κατασκευή τους και ιδίως για την άριστη στατική τους, πράγμα το οποίο αποδεικνύει πασιφανέστατα ότι οι κατασκευαστές τους ήταν τελειότατοι και ικανότατοι αρχιτέκτονες με ανυπέρβλητες γνώσεις στατικής.

Τα δρακόσπιτα βρίσκονται στη χώρα των Δρυόπων, οι οποίοι προερχόμενοι από την ορεινή περιοχή την κειμένη μεταξύ Παρνασσού και Οίτης εγκαταστάθηκαν στην Νότια Εύβοια, αλλά και στην Πελοπόννησο και σε άλλες περιοχές, εκδιωχθέντες από τις εστίες τους (της Ανατ. Στερεάς) από τους Δωριείς και τους Μαλιείς (Ηροδότου Ιστορίαι, Θ’,43).

Του Κωνσταντίνου Ποταμιάνου
Ιστορικού συγγραφέα – ερευνητή

Ποιοι ήταν οι Δρυόπες

Οι Δρύοπες, οι οποίοι φέρονται ως δημιουργοί των δρακοσπίτων, ήταν Πελασγικός λαός, ο οποίος κατοικούσε στην προαναφερθείσα ορεινή περιοχή μεταξύ Οίτης και Παρνασσού.

Ο Δρύοψ (Δρύοπας), ο γενάρχης των Δρυόπων, ήταν γιός του ποτάμιου θεού Σπερχειού και της Δαναΐδας Πολυδώρας.

Κατ’ άλλη παράδοση θεωρείται γιός του Πηνειού. Ήταν πατέρας της Δρυόπης του Κραγαλέως και του Θειοδάμαντος.

Σύμφωνα με άλλη παράδοση ο Δρύοπας θεωρείται γιός του Λυκάονα και της Δίας ή του Απόλλωνα και της Δίας, θυγατέρας του Λυκάονα, η οποία απέκρυψε το νεογέννητο παιδί της σε κάποια δρύ.

Ο Ηρόδοτος στο Θ΄ (ένατο) βιβλίο των «ΙΣΤΟΡΙΩΝ» του αναφέρει για τους Ερμιονείς της Αργολίδας: «Οι δε Ερμιονέες εισί Δρύοπες, υπό Ηρακλέος τε και Μηλιέων έκτης νυν Δωρίδος καλεομένης χώρας εξαναστάντες», δηλαδή ότι είναι Δρύοπες οι οποίοι εκδιώχθηκαν από τη Δωρίδα από τον Ηρακλή και τους Μαλιείς.

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης στο Δ΄ βιβλίο της «ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ» αναφέρεται στην εκδίωξη των Δρυόπων από τον Ηρακλή και τους Μαλιείς, επειδή οι Δρύοπες φέρθηκαν ασεβώς προς το ιερό των Δελφών:

«Μετά δε ταύτα Φύλαντος του Δρυόπων βασιλέως δόξαντος εις το εν Δελφοίς ιερόν παρανενομηκέναι, στρατεύσας μετά Μηλιέων τον τε βασιλέα των Δρυόπων ανείλε και τους άλλους εκ της χώρας εξαναστήσας Μηλιεύσι παρέδωκε την χώραν» (Δ΄ βιβλίον «ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ» 37, εκδόσεις Γεωργιάδη).

Δηλαδή: «Ύστερα απ’ αυτά, ο Φύλας, ο βασιλιάς των Δρυόπων, μπροστά στα μάτια των ανθρώπων ασέβησε στο ιερό των Δελφών, ο Ηρακλής εξεστράτευσε με τους Μηλιείς (Μαλιείς) και φόνευσε τον βασιλιά των Δρυόπων, εξετόπισε τους κατοίκους από την χώρα και την παρέδωσε στους Μηλιείς (Μαλιείς)”.

Και συνεχίζει ο Διόδωρος (απόδοση από τον γράφοντα): «Από τους Δρύοπες, που εκπατρίστηκαν, άλλοι έφτασαν στην Εύβοια και έκτισαν την πόλη Κάρυστο, άλλοι ταξίδεψαν στην Κύπρο, όπου ενώθηκαν με τους ντόπιους κι εγκαταστάθηκαν εκεί, κι οι υπόλοιποι, που κατέφυγαν στον Ευρυσθέα, βοηθήθηκαν απ’ αυτόν εξ’ αιτίας της έχθρας που έτρεφε προς τον Ηρακλή. Και με την βοήθειά του ίδρυσαν τρεις πόλεις στην Πελοπόννησο, την Ασίνη και την Ερμιόνη, καθώς και την Ηιόνα» (Διοδώρου Σικελιώτου «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», Βιβλίον Δ΄, 37, 2).

Οι Δρύοπες, που εκπατρίστηκαν, κατέφυγαν όχι μόνο στην Εύβοια, στην Κύπρο και στην Πελοπόννησο, όπως αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, αλλά και στις Κυκλάδες (Κύθνος, Κέα).

Μάλιστα στην Κέα (κοινώς Τζιά) υπάρχει χωριό με το όνομα Δρυοπίς. Επίσης οι Δρύοπες εγκαταστάθηκαν και στην Ήπειρο και στην Μικρά Ασία, με το όνομα δε Δρύοψ αναφέρεται από τον Όμηρο ένας γιός του Πριάμου, τον οποίον φόνευσε ο Αχιλλέας (Ομήρου Ιλιάς Υ, 455).

Ο Παυσανίας στα «ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ» αναφερόμενος στην Ασίνη, που ταυτίζεται με την σημερινή Κορώνη, γράφει: «Οι Ασιναίοι αρχικά ζούσαν περί τον Παρνασσό, γείτονες των Λυκορειτών, και είχαν από τον οικιστή τους το όνομα Δρύοπες που το διατήρησαν και στην Πελοπόννησο. Κατά την Τρίτη γενεά μετά τον οικιστή τους, όταν βασιλιάς τους ήταν ο Φύλας, οι Δρύοπες είχαν νικηθεί σε μάχη από τον Ηρακλή και οδηγήθηκαν στους Δελφούς ως ανάθημα για τον Απόλλωνα, έπειτα πέρασαν στην Πελοπόννησο κατόπιν χρησμού που ο θεός έδωσε στον Ηρακλή, και εγκαταστάθηκαν πρώτα στην παρά την Ερμιόνη Ασίνη από εκεί διώχτηκαν από τους Αργείους, και οι Λακεδαιμόνιοι τους επέτρεψαν να κατοικήσουν στην Μεσσηνία. Όταν έπειτα από χρόνια επανήλθαν οι Μεσσήνιοι, άφησαν τους Ασιναίους στην πόλη τους και δεν τους ξεσπίτωσαν. Οι ίδιοι οι Ασιναίοι λένε τα εξής για τον εαυτό τους: παραδέχονται πως νικήθηκαν σε μάχη από τον Ηρακλή και πως κυριεύτηκε η πόλη τους στον Παρνασσό, δεν παραδέχονται όμως πως αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στον Απόλλωνα, αλλά μόλις αρχίσει να κυριεύει το τείχος ο Ηρακλής, αυτοί εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν στις κορυφές του Παρνασσού. Κατόπιν πέρασαν με πλοία στην Πελοπόννησο και έγιναν ικέτες του Ευρυσθέα, ο οποίος, ως εχθρός του Ηρακλή, τους παραχώρησε την Ασίνη της Αργολίδας. Από όλο το γένος των Δρυόπων μόνο οι Ασιναίοι εξακολουθούν μέχρι των ημερών μας να είναι υπερήφανοι για το όνομά τους, αντίθετα με τους Ευβοείς των Στύρων, γιατί και οι Στυρείς κατάγονται από τους Δρύοπες, εκείνους που δεν είχαν λάβει μέρος στην μάχη κατά του Ηρακλή, γιατί κατοικούσαν σε κάποια απόσταση από την πόλη, οι Στυρείς όμως δεν καταδέχονται να ονομάζονται Δρύοπες, όπως και οι κάτοικοι των Δελφών αποφεύγουν να ονομάζονται Φωκείς. Οι Ασιναίοι όμως ιδιαίτερα χαίρουν να ονομάζονται Δρύοπες και τα πιο σεβαστά ιερά τους είναι φανερό πως τα έχουν στον Παρνασσό. Έχουν ένα ναό του Απόλλωνα και ένα ιερό του Δρύοπα με άγαλμα αρχαίο….» (Παυσανίου «ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ» Κεφ. 34, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ).

Οι ερευνητές των δρακοσπίτων

Με το λίαν ενδιαφέρον θέμα των δρακοσπίτων έχουν ασχοληθεί πολλοί ξένοι ερευνητές, αλλά και Έλληνες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ο Θεόδωρος Σκούρας και ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μουτσόπουλος.

Ο πρώτος που ανακάλυψε το δράκοσπιτο της Όχης, στις 11 Σεπτεμβρίου 1797, ήταν ο M. P. Hawkins.

Ένας μεταγενέστερος ερευνητής ο Em. Ultichs, θεώρησε το δρακόσπιτο της Όχης ναό του Δία και της Ήρας και την σχετική μελέτη του εδημοσίευσε για πρώτη φορά στο Annali dell’ Istituto di Cotris Pondenza Archeologica το 1842 και ανεδημοσιεύτηκε, εν συνεχεία, η μελέτη αυτή τον Ιανουάριο του 1843 στο περιοδικό «Αποθήκη των ωφελίμων γνώσεων» της Σμύρνης.

Ένας άλλος ερευνητής ο Aug. Baumeister, επισκέφτηκε τα δρακόσπιτα των Στύρων και της Όχης και έκανε αξιόλογες μετρήσεις σε διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη των κτισμάτων καθώς και οικοδομικές περιγραφές.

Με την μελέτη των περιέργων αυτών κτισμάτων ασχολήθηκαν και άλλοι ξένοι ερευνητές ο Franklin P. Johnson, ο Dan Boyd, o Hugh Plommer, ο Jean D. Carpenter και ο C. Butsian, ο οποίος μάλιστα θεωρεί τα τρία δρακόσπιτα των Στύρων, δηλαδή το «Πάλλη λάκκα δραγκό», ναό της Δήμητρας και της Κόρης.

Από τους Έλληνες ερευνητές ξεχωρίζει κατά πρώτον ο αρχιτέκτονας – αρχαιολόγος και καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικόλαος Μουτσόπουλος με την εξαίρετη μελέτη του με τον τίτλο «Τα Δρακόσπιτα της ΝΔ. Εύβοιας. Συμβολή στην Αρχιτεκτονική, την τυπολογία και την μορφολογία τους» (Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής, τ. 8, Θες/νίκη 1982).

Κατά δεύτερον, έχουμε τον Θεόδωρο Σκούρα, ο οποίος, παρ’ όλο που δεν υπήρξε «ειδικός», η αγάπη του για την Εύβοια τον ώθησε στη μελέτη των παράδοξων αυτών κτισμάτων και στη συγγραφή ενός βιβλίου για τα δρακόσπιτα.

(Τα στοιχεία για τους ερευνητές καθώς και άλλα στοιχεία για τα δρακόσπιτα, που ακολουθούν κατόπιν, έχουν ληφθή από το 42ο τεύχος του αξιόλογου αρχαιολογικού περιοδικού «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», Μάρτιος 1992, και ειδικότερα από το λίαν ενδιαφέρον άρθρο του Νικολάου Μουτσοπούλου).

Κατασκευή και χαρακτηριστικά των δρακόσπιτων

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι όλα τα δρακόσπιτα βρίσκονται σε κορυφές ορέων ή σε μέρη τελείως απομακρυσμένα και τα οποία είναι δύσκολο να τα προσεγγίσει και να τα επισκεφθεί ο οποιοσδήποτε.

Είναι όλα θεμελιωμένα επί φυσικών βράχων και είναι κατασκευασμένα από εγχώριους λίθους και πουθενά , σε κανένα σημείο – δεν βρίσκονται ίχνη μεταφοράς των λίθων.

Δίπλα ακριβώς από πολλά δρακόσπιτα υπάρχουν λατομεία και οι αφαιρετικές εργασίες καταδεικνύουν ότι επί τόπου γινόταν η εξόρυξη και η επεξεργασία των σχιστόλιθων, από τους οποίους είναι κατασκευασμένα τα περισσότερα δρακόσπιτα.

Άξιο επισημάνσεως είναι το ότι οι εσωτερικοί λίθοι είναι περισσότερο λαξευμένοι από τους εξωτερικούς, τις δε καλύτερα λαξευμένες πέτρες, όταν δεν είναι σχιστόλιθος, τις βρίσκουμε στον Πύργο του Νιμποριού και στο Α δρακόσπιτο από τα δύο που υπάρχουν στη θέση Κούρθεα.

Βασικό χαρακτηριστικό των δρακόσπιτων είναι το ότι στους λίθους από τους οποίους είναι κατασκευασμένα δεν υπάρχει συνδετικό υλικό ούτε συνδετικοί μεταξύ τους γόμφοι.

Πολλοί απ’ αυτούς τους λίθους είναι τεράστιοι, με μήκος 4μ. και πλάτος μεγαλύτερο των 2 μ., ενώ μικροί λίθοι έχουν χρησιμοποιηθεί ως σφήνες σε όλους τους τοίχους των δρακόσπιτων.

Ο Νικόλαος Μουτσόπουλος επισημαίνει τα εξής: «Η τοιχοποιϊα αποτελεί έναν άθλο… Και η ισορροπία επιτυγχάνεται και διατηρείται μόνον από τα υποκείμενα και υπερκείμενα βάρη. Η ανυπαρξία θεμελίωσε, όπως πιθανολογούμε, σε συνδυασμό με την μέχρι σήμερα διατήρησή τους δεν δείχνει παρά τις απίθανες κατασκευαστικές ικανότητες των τεχνικών αυτού του λαού που τα οικοδόμησε. Μόνον τις καιρικές συνθήκες, που επικρατούν στην Όχη, στα 1.404 μ. ύψος, αν σκεφθούμε, με το πολύ χιόνι και τον αέρα, στις οποίες αντιστέκεται ένα οικοδόμημα με ξερολιθιά, με τεράστιες και πολύ βαριές πέτρες, αποδεικνύουν τις θαυμαστές τεχνικές της εποχής εκείνης».

Η αρχιτεκτονική των δρακόσπιτων εντυπωσιάζει και δεικνύει τη μεγάλη γνώση της τεχνικής απ’ αυτούς που τα κατασκεύασαν και με τα σημερινά δεδομένα η αρχιτεκτονική αυτή αποτελεί κάτι το πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο.

Οι ικανότατοι αυτοί τεχνίτες είχαν μελετήσει, ευθύς εξ αρχής, κάθε λεπτομέρεια και η εφαρμογή των αποτελεσμάτων της μελέτης τους γίνεται από τον πρώτο λίθο που ακουμπούσαν στο έδαφος.

Οι ορθογωνισμένοι λίθοι, με τους οποίους είναι κτισμένα τα δρακόσπιτα, είναι τεράστιοι και τελείως ταιριασμένοι.

Ένα από τα δύο σημαντικότερα κοινά χαρακτηριστικά των δρακόσπιτων είναι οι πύλες τους – δηλ. οι πόρτες – οι οποίες βρίσκονται πάντοτε στις μακρές πλευρές των δρακόσπιτων και ποτέ στις στενές.

Δυο τεράστιες πλάκες, οι ονομαζόμενες ορθοστάτες, αποτελούν το πλαίσιο, ενώ πάνω μία τρίτη, με ελαφρά κλίση, αποτελεί το υπέρθυρο.

Το δεύτερο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η στέγη τους, που είναι κατασκευασμένη κατά το λεγόμενο εκφορικό ή εμφορικό σύστημα.

Ασφαλώς για την κατασκευή μιας τέτοιας στέγης απαιτούνται πολύ καλοί υπολογισμοί, μεγάλη επιδεξιότητα και κυρίως άριστες γνώσεις στατικής.

Επί του τοίχου τοποθετείται αρχικώς μια μεγάλη πλάκα, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξέχει προς το εσωτερικό του δρακοσπίτου.

Επί της πρώτης πλάκας τοποθετείται μία δεύτερη, η οποία εξέχει περισσότερο από την πρώτη. Με τον ίδιο τρόπο τοποθετείται και η τρίτη μέχρις ότου οι τελευταίες πλάκες συναντήσουν τις άλλες του απέναντι τοίχου.

Γινόταν, βεβαίως ορθός υπολογισμός του βάρους όλων των πλακών, σε αντίθετη, ασφαλώς, περίπτωση κατέρρεε ολόκληρη η στέγη.

Σε όλα τα δρακόσπιτα, τετράγωνης ή κυκλικής καλύψεως, τοποθετούσαν άλλες πέτρες επί της στέγης για αντίβαρα αλλά και για τέλεια κάλυψη.

Εξαίρεση στον τρόπο στέγασης των δρακόσπιτων αποτελούν δυο μικρά δρακόσπιτα, το Ντάρτζα δραγκό και το δρακόσπιτι του Στενού.

Η στέγη τους αποτελείται από μεγάλους μονόλιθους τοποθετημένους οριζοντίως, ο ένας πλάι στον άλλο.

Ένα άλλο ιδιόμορφο χαρακτηριστικό των δρακόσπιτων είναι ότι, όπως φαίνεται, αυτά τα κτίσματα δεν πρέπει να έχουν θεμέλια σε όλο το μήκος των τοίχων.

Τα δυσπρόσιτα μέρη, όπου αυτά βρίσκονται, η σημερινή κατάστασή τους, ως και η έλλειψη ανασκαφικής έρευνας, δεν μας επιτρέπουν να δούμε αν υπάρχουν θεμέλια και μέχρι ποιου βάθους.

Φαίνεται σαν να είναι «ακουμπισμένα» επί βράχου. Δεν είναι γνωστό επίσης αν είχαν στρωμένο δάπεδο τα δρακόσπιτα ή αν το δάπεδο αποτελούσε το ίδιο το έδαφος επί του οποίου έχουν κτιστεί.

Οι ερευνητές του δρακόσπιτου της Όχης έχουν διαπιστώσει ότι αυτό διέθετε δάπεδο. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των δρακόσπιτων, πλην αυτού της Όχης, είναι ότι έχουν πλάτος περίπου 4 μ., ενώ της Όχης, έχει πλάτος 4,60 μ., τα μήκη όμως των δρακόσπιτων είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους.

Τους ερευνητές αλλά και τους επισκέπτες των δρακόσπιτων προβληματίζει ο τρόπος ανύψωσης των σχιστόλιθων από τους οποίους είναι κατασκευασμένα τα δρακόσπιτα, επειδή δεν είναι εύκολη η λάξευση σε λεπτομέρειες στον σχιστόλιθο, διότι, όπως διαχωρίζεται σε πλάκες, δεν είναι δυνατόν να λαξευτούν αγκώνες ή να γίνουν οπές.

Εξ’ άλλου, στους λίθους των δρακόσπιτων δεν υπάρχει κανένα ίχνος το οποίο να μας οδηγεί στην πιθανότητα χρησιμοποίησης μηχανημάτων για την ανύψωση και την τοποθέτηση των λίθων στη θέση τους.

Όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί μυστήριο και αίνιγμα η μέθοδος της ανύψωσης και ορθής τοποθέτησης των λίθων των τοίχων και της στέγης των δρακόσπιτων.

Το δρακόσπιτο της Όχης

Το πιο εντυπωσιακό δρακόσπιτο είναι εκείνο της Όχης. Είναι κτισμένο μεταξύ δυο κορυφών του όρους και ίσταται μεγαλοπρεπές, χωρίς να έχει έστω και μία καμπύλη γραμμή.

Ο δρόμος που οδηγεί προς το μέρος αυτό, διέρχεται από την περιοχή των Μύλων, όπου πλησίον αυτών, στη θέση Κύλινδροι, σε απόσταση 4 χλμ. από την Κάρυστο υπάρχουν αρχαία λατομεία πρασινόφαιου μαρμάρου και εκεί διατηρούνται μονολιθικοί κίονες μήκους 12 μ. και διαμέτρου 1,5 μ. Αντίστοιχα λατομεία υπάρχουν και στην περιοχή των Στύρων.

Ο Νικόλαος Μουτσόπουλος στο προαναφερόμενο άρθρο του στην «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ» (τεύχος 42) γράφει μεταξύ άλλων και τα εξής για το δρακόσπιτο της Όχης: «Λίγο πιο κάτω από την κορυφή που οι ντόπιοι ονομάζουν Νεράιδα, σε υψόμετρο 1.404 μ., σφηνωμένο ανάμεσα σε τεράστιους μονολιθικούς βράχους, για να προφυλάσσεται κάπως από το ρεύμα, βρίσκεται το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, κατά τον βοριά, σχηματίζεται ένα μικρό πλάτωμα στην κορυφή, που προφυλάσσεται από Β και Ν από μεγάλα βράχια. Στη ΒΔ γωνία του μικρού επιπέδου έχει θεμελιωθεί το αρχαίο πλατυμέτωπο κτίσμα, που είναι γνωστό με το όνομα Σπίτι του δράκου… Η κάτοψη του κτίσματος είναι ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με διαστάσεις 4,85×9,80 μ. Το πάχος της τοιχοποιϊας στη μεσημβρινή πλευρά είναι 1,40 μ., όπου στην μέση της βρίσκεται και η είσοδος με πλάι της δύο μικρά και στενά ανοίγματα. Τρεις ορθογωνισμένοι μονόλιθοι δημιουργούν το πλαίσιο της θύρας. Το σημείο όμως που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και την ιδιομορφία σ’ όλη την κατασκευή είναι το σύστημα της στέγασης, αυτό που συνήθως ονομάζουμε εκφορικό ή εμφορικό σύστημα… Το κτίσμα είναι αρχαιότερο από τα αγγεία και τα άλλα ευρήματα που ήταν προφυλαγμένα κάτω από τις αναποδογυρισμένες πλάκες στη ΝΔ εσωτερική του γωνία. Τα ευρήματα είναι ένα μεγάλο πλήθος ακέραιων αγγείων, άλλα θραύσματα μελανόμορφων, πλήθος οστράκων αγγείων, άλλα θραύσματα μελανόμορφων, πλήθος οστράκων αγγείων, ορισμένα από τα οποία ενεπίγραφα λυχνάρια κ.α. Αναμφισβήτητα το δρακόσπιτο της Όχης, κρίνοντας και μόνον από τα ευρήματα, τα αφιερώματα αλλά και από τα ενεπίγραφα όστρακα, θα πρέπει, κατά την γνώμη μου, να ήταν ένα ιερό, ένας ναός…».

Το ύψος της πύλης (πόρτας) του δρακόσπιτου της Όχης ανέρχεται στα 2 μ., το πλάτος της περί το 1,40 μ. ενώ το βάρος μόνο του ενός ορθοστάτη είναι πάνω από τους 2 τόνους!

Το υπέρθυρο έχει πλάτος 2,5 μ., μήκος 4 μ. και βάρος μεγαλύτερο των 10 τόνων. Οι εσωτερικές διαστάσεις του κτίσματος είναι σχεδόν 5×10 μ.

Τα δρακόσπιτα των Στύρων

Το καλοκαίρι του 2009 ο γράφων επεσκέφτηκε με τον πολύ αγαπητό του φίλο και λάτρη της αρχαιότητος Μάριο Θωμαϊδη τα δρακόσπιτα των Στύρων, γνωστά ως Πάλλη Λάκκα Δραγκό.

Πρόκειται για τρία κτίσματα στην πλαγιά του όρους Κλιόση, σε μια δασώδη, δύσβατη αλλά πανέμορφη περιοχή, πάνω από τα παλαιά Στύρα, σε μια θέση από την οποία ο επισκέπτης έχει μια υπέροχη και μοναδική θέα.

Ο όλος χώρος καλυπτόμενος από πυκνή βλάστηση στα περισσότερα σημεία χαρακτηρίζεται από την άγρια μεγαλοπρέπεια του ορεινού τοπίου.

Στο μέρος όπου υπάρχουν τα δρακόσπιτα οδηγεί ένας ανηφορικός με πέτρες και βράχους δρόμος, πέριξ του οποίου εκτείνεται βλάστηση (πουρνάρια, αγριόχορτα κ.α.).

Το όλο μέρος δημιουργεί ένα αίσθημα γοητείας, κυριεύει την ψυχή και τον νου και τον στρέφει σε πολύ μακρινές εποχές, σε αναζήτηση του απωτάτου και ενδόξου παρελθόντος, κατά το οποίο έζησαν οι θαυμαστοί αρχιτέκτονες και κατασκευαστές των δρακόσπιτων.

Τα δρακόσπιτα αυτά σχηματίζουν ένα Πι. Τα δυο σκέλη του Πι σχηματίζονται τα δύο αντιμέτωπα πλατυμέτωπα κτίσματα και στην κορυφή υπάρχει ένα άλλο δρακόσπιτο που στεγάζεται με εκφορική θόλο (έχει καταπέσει το μεγαλύτερο τμήμα της).

Μεταξύ των τριών δρακόσπιτων που είναι αντιμέτωπα, ευρίσκονται ακριβώς στην ίδια ευθεία! Εντύπωση επίσης προξενεί ο τρόπος με τον οποίον ίστανται οι πλάκες της στέγης των δρακόσπιτων, όσες βεβαίως υπάρχουν στη θέση τους.

Η εμπειρία από την επίσκεψη στα δρακόσπιτα των Στύρων είναι μοναδική και εκπληκτική. Τα παράξενα αυτά και περίεργα κτίσματα σε συνδυασμό με το άγριο και μεγαλοπρεπές ορεινό τοπίο σε κατακτούν, κατά κυριολεξία.

Ποιοι και πότε έκτισαν τα δρακόσπιτα;

Το πότε και από ποιους κτίστηκαν τα δρακόσπιτα είναι ένα καίριο και σημαντικό ερώτημα, στο οποίο θα δοθεί απάντηση μόνον επιστημονικώς και με την μέθοδο με την οποία διαπιστώθηκε η ηλικία των πυραμίδων της Αργολίδας.

Στην ιστοσελίδα του Δήμου Στυρέων αναφέρεται ότι «μερικοί χρονολογούν την ύπαρξή τους από τον 12ο π.Χ. αιώνα, ενώ άλλοι κάνουν λόγο για τον 6ο π.Χ. αιώνα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι είχαν φτιαχτεί πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Ένας μάλιστα ισχυρίστηκε ότι είναι από τα αρχαιότερα κτίσματα της Ευρώπης».

Στην ίδια ιστοσελίδα επισημαίνεται ότι παραμένει μυστηριώδης η ταυτότητα των κατασκευαστών των δρακόσπιτων και γίνεται λόγος για τους Κάρες της Μ. Ασίας και για τους Δρύοπες της Καρυστίας.

Άλλοι υποθέτουν ότι τα δρακόσπιτα ήταν κατοικίες βοσκών, ή δε χρονολόγησή τους ξεκινά από τους παναρχαίους χρόνους και φτάνει ως τους ελληνιστικούς.

Τόση λοιπόν μεγάλη διαφορά απόψεων υπάρχει γύρω από την χρονολόγηση και την ηλικία των παράδοξων αυτών κτισμάτων.

Ο γράφοντας, κατά την προσωπική του γνώμη, πιστεύει ότι αυτά τα κτίσματα είναι πανάρχαια και είναι δημιουργήματα των Δρυόπων.

Ό,τι πάντως και να ισχύει, εκείνο που προέχει αυτήν την στιγμή είναι η ανάδειξη των δρακόσπιτων και η προβολή των παραδόξων αυτών κτισμάτων του πανάρχαιου παρελθόντος μας.

Πηγές που χρησιμοποιήθηκαν
  • Ιστοσελίδες στο διαδίκτυο περί των δρακοσπίτων
  • Περιοδικό «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», τεύχος 42
  • Παυανίου «ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
  • Ηροδότου «ΙΣΤΟΡΙΑΙ», Εκδόσεις Γεωργιάδη
  • Διοδώρου Σικελιώτου «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» Εκδόσεις Γεωργιάδη
  • Ομήρου Ιλιάδα
  • Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία «ΠΥΡΣΟΣ»

Πηγή
epathlo.gr

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...