Όριο Αντοχής

Κείμενο: Γιάννης Παπαϊωάννου

Η πρώτη ορειβατική αποστολή στα Ιμαλάια διοργανώθηκε από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύλλογο Αθήνας το 1985. Ένα εγχείρημα που δυστυχώς σημαδεύτηκε από το θάνατο δύο εκ των κορυφαίων ορειβατών της ομάδας, του Δημήτρη Μπουντόλα και του Κλήμη Τσατσαράγκου. Ο Λουκάς Γιαννακούλης, ένα από τα δέκα μέλη εκείνης της πρώτης αποστολής, διηγείται στο Homme τις λεπτομέρειες μιας τραγικής περιπέτειας στην κορυφή Annapurna South.

Όταν η προσοχή των ορειβατών στράφηκε για πρώτη φορά στα Ιμαλάια, μαγεύτηκαν από την ηρεμία της περιοχής και των ανθρώπων που ζούσαν εκεί για αιώνες. Οι πρώτοι ορειβάτες έδειξαν σεβασμό στο μέρος, στους κατοίκους αλλά και στους θρύλους τους, μερικές φορές σταματώντας λίγα μέτρα χαμηλότερα από κορυφές που οι ντόπιοι πίστευαν ότι κατοικούνται από θεότητες. Η πρώτη ελληνική αποστολή που θα επιχειρούσε επισήμως να ανέβει σε κορυφή των Ιμαλαΐων διοργανώθηκε από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύλλογο Αθηνών το 1985. Η παρθενική αυτή προσπάθεια ξεκινούσε στην ουσία από το μηδέν (εφόσον –εκτός κάποιων μεμονωμένων περιπτώσεων ορειβατών που από μόνοι τους είχαν βρεθεί εκεί, χωρίς όμως να έχουν καταφέρει κάτι σημαντικό– δεν υπήρχε κανένα ίχνος οδηγίας ή εμπειρίας μέχρι εκείνη τη στιγμή) και θα άνοιγε το δρόμο σε παρόμοιες μελλοντικές αποστολές. Ο κύριος στόχος, λοιπόν, της ομάδας που συστάθηκε ήταν να κατακτήσει μια κορυφή όχι πολύ ψηλή, όχι δηλαδή μία από εκείνες που βρίσκονται πάνω από τα 8.000 μέτρα. Ο Ε.Ο.Σ. Αθηνών αποφάσισε να επιλέξει μια κορυφή χαμηλότερου επιπέδου, δηλαδή πάνω από τα 7.000 μέτρα, η οποία όμως, όπως έδειξε η Ιστορία, θα έβριθε τεχνικών δυσκολιών. Το επιθυμητό ήταν να ισορροπηθεί η κυρίαρχη δυσκολία του μεγάλου υψομέτρου (το οποίο αφορά περισσότερο τη φυσική κατάσταση των ορειβατών) μέσω της στελέχωσης μιας ομάδας με τους κορυφαίους ορειβάτες στην Ελλάδα εκείνη την εποχή? ανθρώπους με εμπειρία, που στο παρελθόν είχαν αντιμετωπίσει τεχνικά δύσκολες αναβάσεις σε άλλες κορυφές. Έτσι, στην πρώτη αυτή ελληνική αποστολή στα Ιμαλάια πήραν μέρος επτά μέλη του Ε.Ο.Σ. Αθηνών (Μιχάλης Τσουκιάς/αρχηγός, Πάνος Χλωροκώστας/γιατρός, Δημήτρης Καραγιάννης, Γιάννης Κατριβάνος, Χρήστος Λάμπρης, Νίκος Μπρόκος, Κλήμης Τσατσαράγκος), δύο μέλη του Ε.Ο.Σ. Θεσσαλονίκης (Δημήτρης Μπουντόλας και Λουκάς Γιαννακούλης) και ένα μέλος του Ε.Ο.Σ. Καβάλας (Αλέκος Τσιλογεώργης).

Οκτώβριος 1985: Μετά την τραγική περιπέτεια στα Ιμαλάια, ο Χρήστος Λάμπρης επιστρέφει στο Αεροδρόμιου Ελληνικού

Η πρόκληση της Annapurna South
Με εκατοντάδες αναρριχητικές διαδρομές στο ενεργητικό του μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Λουκάς Γιαννακούλης, μέλος τότε του Ε.Ο.Σ. Θεσσαλονίκης και το πιο νέο μέλος της ομάδας που τελικά συστάθηκε, θυμάται πώς ξεκίνησε η οργάνωση αυτής της πρώτης αποστολής στα Ιμαλάια: «Το πιο δύσκολο ήταν η επιλογή της κορυφής. Αρχικά, θα έπρεπε να έχει ένα βαθμό δυσκολίας, αλλά δεν θα έπρεπε να είναι τρομακτικά δύσκολη η διαδρομή της. Επίσης, θα έπρεπε να είναι ελεύθερη για να πάρουμε την άδεια από το Νεπάλ, αφού τα πράγματα τότε ήταν γραφειοκρατικά πιο δυσκίνητα. Εμείς επιλέξαμε τρεις κορυφές που πιστεύαμε ότι ήταν στα μέτρα μας, αλλά τελικά πήραμε άδεια για την Annapurna South, η οποία δεν ήταν η πρώτη μας επιλογή γιατί ήταν η πιο δύσκολη από όλες και είχε πολλούς αντικειμενικούς κινδύνους, δηλαδή χιονοστιβάδες. Χωρίς να μας αρέσει ιδιαίτερα η επιλογή της, κατάφερε να μπει μέσα μας η ιδέα της κατάκτησής της. Όχι μόνον επειδή ήμασταν αποφασισμένοι, αλλά επειδή φέραμε ένα καθήκον και μια υποχρέωση να τοποθετήσουμε την ελληνική σημαία στην κορυφή, οπότε υποταχθήκαμε στην πρόταση που μας προσφέρθηκε». Η ομάδα της αποστολής επιλέχθηκε από μια επιτροπή που συστάθηκε από διάφορους ορειβατικούς συλλόγους και από προτάσεις που έγιναν για το ποιος θα μπορούσε να συμμετέχει. Αυτά τα δέκα άτομα που επιλέχθηκαν έπρεπε να γνωριστούν και να δεθούν μεταξύ τους σε ένα διάστημα τεσσάρων μηνών και να δουλέψουν σε ένα σύστημα προετοιμασίας, το οποίο επιτεύχθηκε μέσα από κοινές προπονήσεις και αναβάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

Η αποστολή έφτασε στο Νεπάλ στις 8 Σεπτεμβρίου. «Κάποια στιγμή βρεθήκαμε στο Κατμαντού, όλοι γεμάτοι αυτοπεποίθηση και πολύ δυνατοί. Ετοιμοι να αποδείξουμε τις δυνάμεις μας, αλλά γνωρίζοντας κιόλας ότι τίποτα δεν ήταν δεδομένο, γιατί –όπως λένε και εκεί– το βουνό κάνει τα δικά του. Υπήρχε, βέβαια, και το πλάνο μας, αλλά συνέβησαν και αρκετά τυχαία περιστατικά που στην πορεία θα άλλαζαν τη ροή των γεγονότων», αφηγείται ο Λουκάς Γιαννακούλης και συνεχίζει: «Κάναμε διακόσια χιλιόμετρα σε ένα διώροφο λεωφορείο μέχρι την Μποκάρα, σε ένα δρόμο που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να καταρρεύσει και να βρεθούμε στο κενό. Από εκεί θα ξεκινούσε η πεζοπορία μας για να φτάσουμε στην κατασκήνωση βάσης. Το περπάτημα αυτό διήρκεσε έξι μέρες, περίπου εκατόν τριάντα χιλιόμετρα, με συνεχόμενες ανηφόρες και κατηφόρες γιατί έπρεπε να διασχίσουμε τις κοιλάδες. Μαζί μας και ενενήντα porters, που κουβαλούσαν τα υλικά μας, τα οποία πρέπει να ζύγιζαν γύρω στους τρεις τόνους. Ήδη από τα πρώτα σαράντα χιλιόμετρα που μας έβγαλαν από τον πολιτισμό, ήταν σαν να μπήκαμε σε μια μηχανή του χρόνου η οποία μας γύρισε δυο τρεις αιώνες πίσω. Πολλοί από τους porters δεν είχαν δει ξανά Ευρωπαίο, και από τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν μέχρι τον τρόπο που μαγείρευαν δεν έβλεπες καμία επαφή με τον πολιτισμό. Υπήρχαν και κάποιες στιγμές που έβγαζε ήλιο, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της η πεζοπορία έγινε μέσα στη βροχή, πράγμα που μας ταλαιπώρησε πολύ. Το πρώτο ατυχές γεγονός που έδειξε ότι η ιστορία μας θα πηγαίνε στραβά ήταν όταν ένα από τα μέλη της ομάδας γλίστρησε μέσα στην καταρρακτώδη βροχή γιατί θόλωσαν τα γυαλιά του και έπεσε μέσα σε έναν γκρεμό».

Επάνω αριστερά: Ένας πρόχειρος χάρτης που είχε σχεδιάσει ο Λουκάς Γιαννακούλης ο οποίος απεικονίζει τα μονοπάτια προς την κορυφή. Επάνω δεξιά: Ο Αλέκος Τσιλογεώργης μαζί με τον Νεπαλέζο μάγειρα της αποστολής και το βοηθό του στην κατασκήνωση βάσης. Κάτω: Άποψη στην οποία ξεχωρίζει η κορυφή Annapurna South, στα 7.219 μ.

Λευκή απειλή
Όσο μαγικό και ελκυστικό μπορεί να φαίνεται το τοπίο των Ιμαλαΐων, αρκεί να θυμηθεί κανείς τα πλάνα από την ταινία Ιμαλάια του Ερίκ Βαλί για να καταλάβει γιατί αυτός ο παράδεισος δεν κατακτήθηκε ποτέ από τον πολιτισμό. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι τα μονοπάτια των Ιμαλαΐων απαιτούν όχι μόνον πολλά κότσια και μυαλό, αλλά και μια διαρκή επαγρύπνηση για να μην χαθείς στο δαιδαλώδες δίκτυό τους. «Ο Δημήτρης στάθηκε πολύ τυχερός γιατί κάποιοι θάμνοι και δέντρα ανέκοψαν την πτώση του, αλλά τελικά τραυματίστηκε αρκετά σοβαρά, σπάζοντας το ένα χέρι του και χτυπώντας σε διάφορα σημεία στο σώμα του. Αναγκαστήκαμε να στείλουμε τον mail runner πίσω να ειδοποιήσει να έρθει κάποιο ελικόπτερο για να τον παραλάβει και να τον μεταφέρει σε ένα νοσοκομείο στο Κατμαντού. Όσο κι αν η απώλεια μίας μονάδας –ενός από τους πιο νεαρούς και γυμνασμένους της αποστολής– μας στοίχισε, δεν μας επηρέασε ιδιαίτερα, οπότε εμείς συνεχίσαμε για να φτάσουμε στην κατασκήνωση βάσης. Εκεί βρεθήκαμε σύντομα. Εγκατασταθήκαμε, φτιάξαμε τις σκηνές, τις κουζίνες μας και οργανωθήκαμε για να σχεδιάσουμε την ιδανική διαδρομή. Ταυτόχρονα, έπρεπε να εγκαταστήσουμε και μια προωθημένη βάση, την Κατασκήνωση ΙΙ, γύρω στα δύο χιλιόμετρα μακριά, η οποία θα λειτουργούσε ως βοηθητικό ορμητήριο στην ανάβασή μας. Αυτή η κατασκήνωση στήθηκε στο μέσον ενός παγετώνα, σε ένα γιγαντιαίο βράχο, και αμέσως αρχίσαμε να σχεδιάζουμε τη δράση μας. Ωστόσο, μια δεύτερη σύμπτωση αλλάζει το σκηνικό του τοπίου: Ήταν, θυμάμαι, γύρω στις 20 Σεπτεμβρίου όταν δύο μεγάλοι κυκλώνες συναντήθηκαν πάνω από τα Ιμαλάια με αποτέλεσμα να επέλθει η χειρότερη κακοκαιρία των τελευταίων 70 χρόνων σε εκείνο το σημείο. Ένα ακραίο και τελείως απροσδόκητο φαινόμενο, που κανείς δεν μπορούσε να το προβλέψει, με αποτέλεσμα να χιονίζει κάθε μέρα επί δέκα μέρες συνέχεια», θυμάται ο Λουκάς Γιαννακούλης.

Τις επόμενες μέρες, η κακοκαιρία που ακολούθησε ήταν κάτι που συγκλόνισε την ομάδα. Ήταν τόσο απρόσμενη αλλά και πέρα από κάθε εμπειρία που μπορεί να είχαν τα μέλη της ή από αυτό που μπορεί να είχαν φανταστεί ότι θα συνέβαινε. Το πολύ χιόνι έλιωσε και τελικά έθαψε τα αντίσκηνα της δεύτερης προωθημένης βάσης και εξαφάνισε τα ίχνη που έδειχναν το μονοπάτι προς αυτήν, ενώ στην κεντρική κατασκήνωση έπρεπε να ξεστήνουν τις σκηνές και να τις ξαναστήνουν από την αρχή για να αποφεύγουν έτσι το χιόνι που συσσωρευόταν. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτού του πολύ κακού καιρού και της συσσώρευσης τόσου χιονιού ήταν η δημιουργία χιονοστιβάδων», μας επισημαίνει και εξηγεί: «Όταν μιλάμε για χιονοστιβάδες, δεν εννοούμε κάτι σαν αυτό που βλέπουμε στα έργα με τον Τζέιμς Μποντ, όπου κάτι τον ακολουθεί από πίσω. Μιλάμε βασικά για μικρούς σεισμούς. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι το ωστικό κύμα που δημιουργείται μπορεί να φτάσει και τα 600 χιλιόμετρα, ενώ ο θόρυβος είναι κάτι πολύ τρομακτικό. Μία από αυτές τις χιονοστιβάδες, που ξεκίνησε τρία χιλιόμετρα μακριά, παρέσυρε μαζί της τεράστιους όγκους πάγου, συσσωρεύτηκε σε μια τεράστια μάζα που έφτασε στη βάση του παγετώνα και μετέφερε εκείνο τον τεράστιο βράχο όπου είχαμε στήσει την προωθημένη βάση μας περίπου ένα χιλιόμετρο πιο κάτω. Όλα τα πράγματα αυτής της Κατασκήνωσης ΙΙ είχαν χαθεί».

Επάνω αριστερά: Νεπαλέζικος καπνός, ιδανικός για μεγάλα υψόμετρα. Επάνω δεξιά: ανεβαίνοντας μέσα από τον παγετώνα προς την Κατασκήνωση II. Kάτω: Μετά το ατύχημα που στοίχισε τη ζωή τεσσάρων ορειβατών, το ελικόπτερο της διάσωσης είναι έτοιμο να μεταφέρει τον Χρήστο Λάμπρη πίσω σε νοσοκομείο στο Κατμαντού.

Εκτός των άσχημων καιρικών συνθηκών, ένα ακόμα ατυχές γεγονός συμβαίνει στην ομάδα, και αυτήν τη φορά στον αφηγητή της ιστορίας: «Ανεβαίνοντας από την κατασκήνωση με την ομάδα, λόγω του ότι είχε πέσει χιόνι πολύ που είχε σκεπάσει τα πάντα, είχαν χαθεί τα σημάδια της διαδρομής. Σε ένα σημείο, σε μια απότομη πλαγιά, το χιόνι είχε βγει πολύ έξω, με συνέπεια να πατήσω στην ουσία στο κενό, να τρυπήσω δηλαδή το χιόνι και να πέσω κάτω στην πλαγιά. Το αποτέλεσμα ήταν να κατέβω γύρω στα 40 μέτρα γλιστρώντας και να σκάσω πάνω σε ένα βράχο. Ευτυχώς, έσκασα με την πλάτη, και επειδή είχα το σακίδιο με τον υπνόσακο και κάτι ρούχα, αυτό αποσόβησε κατά πολύ τις συνέπειες της πτώσης. Βέβαια, η πτώση δεν σταμάτησε εκεί. Συνέχισα να πέφτω, με αποτέλεσμα τελικά να πέσω πάνω σε ένα βράχο με το στήθος. Έσπασα μερικά πλευρά και έμεινα για περίπου μία ώρα αναίσθητος. Δύο ώρες αργότερα, με βρήκε η ομάδα και με μετέφερε πίσω, ενώ όταν είδε την εικόνα μου ο γιατρός, μέσα στα αίματα αλλά και με μια τεράστια μελανιά στο στήθος, τρόμαξε. Πρότεινε να μου δώσει πεθιδίνη, ένα ισχυρό παυσίπονο, αλλά του είπα ότι θα το αντέξω μόνος μου. Βέβαια, με το παραμικρό τράβηγμα έπεφτα αναίσθητος, γι’ αυτό μάλιστα τους είχα πει ότι απαγορεύονται τα ανέκδοτα αφού δεν μπορούσα ούτε να γελάσω. Ο Λάκπα, ο αρχηγός της κουζίνας, πήρε ένα τηγάνι, έβαλε μέσα βούτυρο από γιακ, έριξε και μια τεράστια ποσότητα τσίλι μαζί με σιτάρι και με έβαλε να φάω αυτό το μείγμα. Αυτό δημιούργησε μια τρομερή υπεραιμία, με έβαλε να περπατάω και με δύο πέτρες στα χέρια σε μια κοντινή λιμνούλα ξυπόλυτος, και σε τέσσερις μέρες πέρασε η θλάση. Ήταν τρομερό το πόσο γρήγορα ανάρρωσα και έπειτα από λίγες μέρες μπόρεσα να επιστρέψω στην αποστολή».

Μοιραίο χτύπημα
Πολλοi ορειβάτες πραγματικά ξεπέρασαν τον εαυτό τους στα Ιμαλάια. Βέβαια, ένα πράγμα που συμβαίνει όχι μόνον εκεί, αλλά γενικά σε όποια κορυφή κι αν σκαρφαλώνουν, είναι ότι οι περισσότεροι εστιάζουν όλη τους την ενέργεια και τον ενθουσιασμό στην επίτευξη της κατάκτησης της κορυφής. Έπειτα από ένα σημείο περνούν σε άλλη διάσταση, εκεί όπου δεν υπάρχει παρά μόνον η φύση, η οποία ή θα κατακτηθεί ή θα παραμείνει αήττητη. Ο Λουκάς Γιαννακούλης συνεχίζει την αφήγησή του εξηγώντας το φαινόμενο αυτής της υπερβατικής κατάστασης: «Επειδή ο καθένας είχε περάσει τα δικά του πάνω στο βουνό, όλοι σιγά σιγά είχαμε βρεθεί σε μια άλλη διάσταση, στην οποία όλοι ήμασταν σαν υπνωτισμένοι, σαν μαγεμένοι από αυτό που θέλαμε να καταφέρουμε. Σαν να μπήκαμε όλοι μαζί σε μια κοινή πνευματικότητα. Αυτή κινούσε όλο το σύστημά μας. Ακόμα πιο δεμένοι ήμασταν –μία ομάδα οι δυο μας– με τον Δημήτρη Μπουντόλα, φίλοι άλλωστε από τη Θεσσαλονίκη. Φύγαμε από τη βάση, έχουμε φτάσει στην Κατασκήνωση Ι, μετά στην Κατασκήνωση ΙΙ και από εκεί εξοπλίζουμε με σταθερά σχοινιά το κομμάτι από εκεί και πάνω, μέχρι εκεί που θα στηνόταν η Κατασκήνωση ΙΙΙ –η οποία θα ήταν και η τελευταία πριν από την κορυφή. Ανεβαίναμε και κατεβαίναμε μέσα στο χιόνι? είχαμε ξεφύγει τελείως. Μείναμε στην κατασκήνωση ΙΙ για να συνεχίσουμε την επομένη, αλλά ήρθε πάλι το χιόνι και μας καθήλωσε εκεί για τέσσερις ημέρες. Ένας από τους δυο έμενε πάντα ξύπνιος για να βγαίνει έξω και να τινάζει το χιόνι από το αντίσκηνο. Σε κάποια φάση, όταν πια το χιόνι είχε γίνει πάρα πολύ και δεν μπορούσαμε να το στείλουμε κάπου, βγαίναμε έξω, ξεστήναμε το αντίσκηνο και το ξαναστήναμε πάνω από το χιόνι! Τέσσερις μέρες, κάναμε αυτό το πράγμα συνέχεια. Είχαμε επαφή με τους κάτω με τον ασύρματο, οι οποίοι προσπαθούσαν να ανέβουν, είχαν φτάσει μέχρι την Κατασκήνωση Ι, αλλά από εκεί δεν μπορούσαν να ανέβουν στην Κατασκήνωση ΙΙ, όπου ήμασταν εμείς. Κάποια στιγμή, αποφασίσαμε να κάνουμε εμείς τη μεγάλη έξοδο αφού οι άλλοι δεν μπορούσαν να ανέβουν. Θυμάμαι ότι βυθιζόμουν τόσο βαθιά μέσα στο χιόνι σαν να κολυμπούσα, και από πίσω δημιουργούσα μικρές χιονοστιβάδες, οπότε πήγαινα δεξιά αριστερά για να τις αποφύγω».

Ο Λουκάς Γιαννακούλης μελετάει διαδρομές του βουνού μέσα στο αντίσκηνό του στην Κατασκήνωση ΙΙ

Κάποια κρυοπαγήματα στα πόδια του Λουκά Γιαννακούλη τον καθήλωσαν στη βάση. Ο καλός καιρός των επόμενων ημερών επέτρεψε στους άλλους να ανέβουν πιο ψηλά, και κατάφεραν τελικά να στήσουν και την Κατασκήνωση ΙΙΙ. Μαζί με τους τέσσερις Έλληνες που ανεβαίνουν, έχουν ενσωματωθεί ήδη και δύο Γερμανοί από μια άλλη αποστολή, που έχει έρθει για να εγκατασταθεί στην ελληνική βάση. Οι Ελληνες που προηγούνται μαζί με τους δυο Γερμανούς έχουν στήσει τα αντίσκηνά τους και ενώ κάθονται το μεσημέρι με πολύ καλό καιρό σε μια πλαγιά, ξεκολλάει μια τεράστια πλάκα πάγου –μήκους εκατό και πλέον μέτρων– γύρω στα διακόσια μέτρα από πάνω τους, η οποία είχε μάλλον φορτωθεί πολύ από τις προηγούμενες χιονοπτώσεις, και περνάει πάνω από τα αντίσκηνά τους. Οι συνέπειες αυτής της πτώσης ήταν πια θανατηφόρες.

Οι δύο Γερμανοί που είχαν ενσωματωθεί στην ελληνική ομάδα και ο Κλήμης Τσατσαράγκος σκοτώθηκαν επιτόπου. Ο Μιχάλης Τσουκιάς, που ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τους υπολοίπους, άρχισε να αναζητά τους άλλους δύο επιζώντες. Ανήμποροι να μετακινηθούν, οι τρεις τραυματίες έμειναν εκεί να περάσουν το βράδυ. «Δυστυχώς, όμως, το βράδυ έπεσε κι άλλη χιονοστιβάδα», συνεχίζει ο Λουκάς Γιαννακούλης, «η οποία σκότωσε τον Δημήτρη Μπουντόλα, τραυμάτισε ακόμα περισσότερο τον Χρήστο Λάμπρη στο πρόσωπο και μόνον ο Μιχάλης Τσουκιάς κατάφερε να βγει ακέραιος. Όταν οι υπόλοιποι στη βάση κατάλαβαν τι είχε συμβεί πάνω στα 6.900 μέτρα, οργανώθηκε μια προσπάθεια να σωθούν όσοι βρίσκονταν πάνω. Βέβαια, επειδή είχε “χαλάσει” άλλη μία αποστολή, είχαν έρθει και κάποιοι Ισπανοί στη βάση και όλοι μαζί, γύρω στα δέκα άτομα, ξεκίνησαν για τη διάσωση των δύο Ελλήνων, τους οποίους συνάντησαν μία μέρα αργότερα και κατάφεραν να τους κατεβάσουν σώους κάτω».

Μετά τα απανωτά, μοιραία χτυπήματα των χιονοστιβάδων, η ομάδα διάσωσης καταφέρνει και φτάνει στο σημείο όπου εντοπίστηκε ο τραυματίας Χρήστος Λάμπρης. Από εκεί έπρεπε να τον μεταφέρουν στη βάση, όπου τον περίμενε το ελικόπτερο για τη διακομιδή του στο νοσοκομείο.

Για το φαινόμενο της πρόβλεψης των χιονοστιβάδων έχουν γραφτεί πολλά βιβλία. Ωστόσο, όλοι φαίνεται να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι σχεδόν ανέφικτη. Η πρώτη ελληνική αποστολή στην κορυφή Annapurna South δεν είναι η μοναδική που ηττήθηκε από το τρομερό αυτό φαινόμενο της φύσης. Ενα ποσοστό 10%-20% των ορειβατών που πηγαίνουν κάθε χρόνο στα Ιμαλάια θα χτυπηθεί από μια χιονοστιβάδα. Άλλοι θα χαθούν, άλλοι θα τραυματιστούν. Στη δική μας ιστορία, τα απανωτά χτυπήματα των χιονοστιβάδων και των αποκολλήσεων τεράστιων κομματιών πάγου κρίθηκαν μοιραία. Συνολικά τέσσερις ορειβάτες, δύο Ελληνες και δύο Γερμανοί, έχασαν τη ζωή τους λίγα μέτρα πριν από την κατάκτηση του στόχου τους. Η μαρτυρία του Χρήστου Λάμπρη για τις στιγμές που πέρασε μετά την τραγική επίθεση της χιονοστιβάδας, έτσι όπως έχει αποτυπωθεί στις σελίδες του βιβλίου Ορειβατικά Ατυχήματα, είναι κάτι παραπάνω από ένας αποκαλυπτικός επίλογος που επισφραγίζει την περιπέτεια της πρώτης ελληνικής αποστολής που περπάτησε στη σκιά των γιγάντων.

Μαρτυρία ζωής
«[…] Μένω μόνος. Η ώρα περνάει με τη σκέψη μου απασχολημένη σε ένα πανοραμικό flashback όλης της αποστολής. Μνήμες ανακατεμένες, πότε από την Ελλάδα με σκηνές αποχαιρετισμών και ευχών και πότε με την πορεία μας στο βουνό, μέσα από καταπληκτικά τοπία. Κάθε τόσο, σαν από τούνελ, τα λόγια του Μιχάλη έρχονται και ξανάρχονται: “Τον Κλήμη δεν τον είδα πουθενά”.

Η θρυλική ομάδα της πρώτης ελληνικής ορειβατικής αποστολής στα Ιμαλάια, σε μια συνάντηση επανένωσης πριν από λίγες μέρες στον Παρνασσό. Από αριστερά διακρίνονται οι Γιάννης Κατριβάνος, Χρήστος Λάμπρης, Αλέκος Τσιλογεώργης, Γιώργος Μπουγιούκος (καθιστός), Μιχάλης Τσουκιάς, Πάνος Χλωροκώστας, Mauro Garazeni, Δημήτρης Καραγιάννης και ο Λουκάς Γιαννακούλης.

Αν και ξέρω τι σημαίνει αυτό για μένα, δεν μπορώ να στεναχωρηθώ, να κλάψω. Χωρίς να το επιδιώκω συνειδητά, δεν αφήνομαι σε συναισθηματικές φορτίσεις, που τις στιγμές αυτές θα μπορούσε να είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Προσπαθώ να αλλάξω τις σκέψεις μου ψάχνοντας στη μνήμη μου για πιο ευχάριστες περιόδους της ζωής μου.
Νύχτωσε. Η ώρα είναι περίπου οχτώ. Τρώω τη μία από τις γκοφρέτες και ένα παυσίπονο. Ξαφνικά, θόρυβος από κατολίσθηση πάγων φτάνει στ’ αυτιά μου. Πλησιάζουν. Ενστικτωδώς φέρνω τα χέρια στο κεφάλι μου και μαζεύομαι προς την πλαγιά, προσπαθώντας να αφήσω εκτεθειμένα τα λιγότερο επικίνδυνα σημεία του σώματός μου. Ευτυχώς, οι πάγοι περνούν δίπλα μου χωρίς να με αγγίξουν. Σιγά, σιγά ο θόρυβος σβήνει. Ενας καινούριος κίνδυνος που δεν τον είχα υπολογίσει. Η νύχτα δεν φαίνεται να έρχεται ήσυχη. Σε μια στιγμή, ακούω θόρυβο χιονοστιβάδας που όλο και δυναμώνει. Προσπαθώ να προσδιορίσω από πού έρχεται. Έρχεται προς το μέρος μου; Δεν μπορώ να καταλάβω. Συνεχίζει για λίγο και σιγά σιγά σβήνει.
Οι πτώσεις πάγων συνεχίζουν. Μου φαίνεται περίεργο που άρχισαν να πέφτουν όταν νύχτωσε. Έχει, βέβαια, κάποια σχέση με το κρύο της νύχτας, αλλά δεν προσπαθώ να σκεφτώ το μηχανισμό.
Απορροφημένος από τις σκέψεις μου, επιστρέφω στην πραγματικότητα με κάθε πτώση πάγων. Κάποια κομμάτια χτυπάνε στο αντίσκηνο. Πρόχειρα όπως είναι στημένο, δεν αντέχει. Πέφτει στο πρόσωπό μου. Οι υδρατμοί της αναπνοής μου παγώνουν επάνω του. Ενα άλλο κομμάτι με χτυπάει στο δεξί μου χέρι, ευτυχώς όχι σοβαρά. Είναι τόσο συχνές οι πτώσεις που άρχισε να με κυριεύει μια απάθεια αφύσικη. Ακολουθούν κάποιες απανωτές πτώσεις πάγων και δεν αντέχω.
Συλλαμβάνω τον εαυτό μου να φωνάζει: “Ε, όχι πάλι…”.

Την επόμενη φορά, δεν αντιδρώ όπως τις προηγούμενες. Περιμένω να βεβαιωθώ ότι οι πάγοι έρχονται σίγουρα πάνω μου και μετά να κινηθώ. Και ναι, έρχονται. Μόλις ένα δευτερόλεπτο πριν με χτυπήσει, γυρίζω το κεφάλι μου, φέρνοντας το χέρι μου για να το προστατεύσω. Αν αργούσα ελάχιστα ακόμη, το κομμάτι πάγου θα με χτυπούσε στον κρόταφο.

Το χτύπημα που ακολουθεί στο μέτωπο νιώθω να με τραντάζει. Μου δίνει την εντύπωση ότι κομματιάζεται το κεφάλι μου και σκορπάει. Ευτυχώς, όμως, αυτό που σκορπάει είναι μόνον οι παγωμένοι υδρατμοί εσωτερικά στο αντίσκηνο. Φέρνω τα δάχτυλά μου στο σημείο όπου έγινε η πληγή για να ψηλαφίσω το μέγεθός της. Είναι αρκετά μεγάλη ώστε να χωράνε μέσα οι άκρες δύο δαχτύλων. Το αίμα που τρέχει δεν είναι και λίγο. Γεμίζει το πρόσωπό μου, τα μαλλιά μου. Δεν έχω κάτι να το δέσω. Πιέζω την πληγή με την παλάμη μου για να σταματήσει η αιμορραγία.
Φτάνει το πρωί. Η ώρα είναι περίπου πέντε. Για άλλη μία φορά ακούω ήχο χιονοστιβάδας. Όλο και δυναμώνει. Δεν είναι σαν τις άλλες φορές. Αυτή ακούγεται πλέον κοντά. Προσπαθώ να κολλήσω όσο περισσότερο μπορώ στην πλαγιά.

Το μέτωπο του αέρα που προηγείται αρχίζει να ταρακουνάει το αντίσκηνο. Αμέσως μετά, ο θόρυβος από το γλίστρημα του χιονιού πάνω μου. Προσπαθώ να “γαντζωθώ” με τα χέρια μου από το χιόνι, αλλά δεν με αφήνει ο μουσαμάς του αντίσκηνου. Προσπαθώ να ρίξω το βάρος μου στους αγκώνες μου για να βουλιάξουν στο χιόνι μαζί με το μουσαμά του αντίσκηνου και έτσι να φρενάρω. Το σώμα μου δεν μετακινείται πολύ. Μόνον τα πόδια, που καθώς είναι πιο ελαφρά, δεν αντέχουν άλλο στο αργό, αλλά σταθερό τράβηγμα της χιονοστιβάδας. Χαζό, ίσως, αλλά το μόνο που σκέφτομαι είναι πως και να με παρασύρει τελικά η χιονοστιβάδα, τουλάχιστον δεν θα κρυώνω αφού τώρα είμαι μέσα σε υπνόσακο […]».

Δημοσιεύτηκε στο HOMME, τεύχος 83 – Νοέμβριος 2010

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...