Amir Mehdi: Ξεχασμένος από την ιστορία και τους ανθρώπους
Ο Amir Mehdi ήθελε να είναι ο πρώτος Πακιστανός που θα ανέβαινε στην υψηλότερη κορυφή της χώρας του, το εμβληματικό K2, και ως ένας από τους ικανότερους ορειβάτες της πρώτης αποστολής που κατέκτησε την κορυφή, πριν από 66 χρόνια, είχε όλες τις προϋποθέσεις να το καταφέρει.
Αντ’ αυτού προδόθηκε από τους Ιταλούς συντρόφους του, αφέθηκε να περάσει μια νύχτα στην ζώνη του θανάτου σε θερμοκρασίες πολικές και ήταν τυχερός που επέζησε.
Στη γραφική κοιλάδα Hunza, δίπλα στον αυτοκινητόδρομο Karakoram που συνδέει το βόρειο Πακιστάν με την κινεζική επαρχία Xinjiang, βρίσκεται το χωριό Hasanabad.
Αυτό το απομακρυσμένο μέρος ήταν το σπίτι ενός από τους πρωτοπόρους αχθοφόρους μεγάλου υψομέτρου του Πακιστάν, του Amir Mehdi – επίσης γνωστού ως Hunza Mehdi.
Οι αχθοφόροι Hunza, που ισοδυναμούν με τους Sherpa στο Νεπάλ, εξακολουθούν να έχουν μεγάλη ζήτηση για αποστολές στις υψηλότερες κορυφές του Πακιστάν, όπως το K2, το Nanga Parbat, το Broad Peak και το Gasherbrum I και II – 5 από τα 14 βουνά του κόσμου με υψόμετρο άνω των 8.000 μέτρων.
Αλλά ο Amir Mehdi, μέλος της ιταλικής αποστολής που κατέκτησε το K2 το 1954, είναι σήμερα ένας ξεχασμένος άνθρωπος.
«Ο πατέρας μου ήθελε να είναι ο πρώτος Πακιστανός που θ’ ανέβαζε τη σημαία της χώρας του στην κορυφή του K2», λέει ο γιος του Amir Mehdi, Sultan Ali, σε ηλικία 62 ετών. «Αλλά το 1954 απογοητεύτηκε από τους ανθρώπους που προσπαθούσε να βοηθήσει».
Ένα χρόνο νωρίτερα, το 1953, ο Mehdi είχε αποδείξει τις ικανότητές του στο Nanga Parbat (8.126 μέτρα) βοηθώντας τον Αυστριακό ορειβάτη, Hermann Buhl.
Ο Buhl, ο πρώτος άνθρωπος που ανέβηκε στην κορυφή, κατά την κατάβαση αναγκάστηκε να περάσει μια νύχτα μόνος σε μια στενή προεξοχή ενός βράχου και αργότερα χρειάστηκε βοήθεια για να φτάσει στην κατασκήνωση βάσης. Ο Mehdi και ένας άλλος ντόπιος αχθοφόρος τον κατέβασαν κουβαλώντας τον στην πλάτη τους.
Έτσι, όταν οι Ιταλοί πλησίασαν τον Εμίρη της Hunza, τον Jamal Khan, ζητώντας βοηθητικό προσωπικό για την ανάβαση στο K2, ο Mehdi ήταν από τους πρώτους που επιλέχθηκαν ανάμεσα σε εκατοντάδες υποψήφιους που κατέκλυσαν τη βασιλική αυλή.
Ο Mehdi συνέβαλε αποφασιστικά στην επιτυχία της αποστολής, η οποία μετέτρεψε δύο ορειβάτες – τον Achille Compagnoni και τον Lino Lacedelli – σε εθνικούς ήρωες στην Ιταλία.
Μια ημέρα πριν από την «ημέρα κορυφής», ο Mehdi πείστηκε να βοηθήσει έναν ανερχόμενο Ιταλό ορειβάτη, τον Walter Bonatti, να μεταφέρει φιάλες οξυγόνου σε υψόμετρο περίπου 8.000 μέτρων, όπου επρόκειτο να συναντήσουν τον Compagnoni και τον Lacedelli.
«Άλλοι αχθοφόροι μεγάλου υψομέτρου αρνήθηκαν. Ο πατέρας μου συμφώνησε επειδή του δόθηκε η ευκαιρία να φτάσει στην κορυφή», λέει ο γιος του Sultan Ali.
Όταν, όμως, έφτασαν στο καθορισμένο σημείο, αργά το απόγευμα, η σκηνή δεν ήταν πουθενά.
Τελικά, καθώς έψαχναν για τους Compagnoni και Lacedelli, συνεχίζοντας ν’ ανεβαίνουν, μια από τις κραυγές του Bonatti απαντήθηκε.
Η κατασκήνωση είχε μετακινηθεί σε σημείο που πλέον δεν μπορούσαν να φτάσουν. Μια φωνή τους πρόσταξε να αφήσουν το οξυγόνο και να επιστρέψουν, αλλά κάτι τέτοιο πλέον ήταν αδύνατο, μιας και το σκοτάδι είχε πέσει πια βαθύ.
Ο Mehdi και ο Bonatti αναγκάστηκαν να κάνουν ένα μπιβουάκ σε θερμοκρασίες -50 °C. Και οι δύο ήταν έτοιμοι να πεθάνουν, αλλά με κάποιον τρόπο μαγικό επέζησαν.
Το μπιβουάκ αυτό ήταν, εκείνη τη στιγμή, το ψηλότερο που είχε πραγματοποιηθεί ποτέ, σε υψόμετρο περίπου 8.100 μέτρων.
Αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι ο Compagnoni μετακίνησε σκόπιμα την κατασκήνωση επειδή ήθελε να αποτρέψει τον Bonatti και τον Mehdi από το να συμμετάσχουν στην ανάβαση για την κορυφή.
Ο Compagnoni φοβόταν προφανώς ότι ο Bonatti, ο οποίος ήταν νεότερος και πιο δυνατός, θα έκλεβε την παράσταση.
Το επόμενο πρωί, αφήνοντας τις φιάλες οξυγόνου εκεί, οι Mehdi και Bonatti κατέβηκαν. Ο Compagnoni με τον Lacedelli πήραν το οξυγόνο και ξεκίνησαν την πορεία προς την κορυφή.
Σε αντίθεση με τους Ιταλούς ορειβάτες, ο Mehdi δεν είχε κατάλληλα χειμερινά άρβυλα μεγάλου υψομέτρου.
Φορούσε απλές στρατιωτικές μπότες – σύμφωνα μάλιστα με ορισμένες αναφορές, ήταν δύο νούμερα πιο μικρές.
Αναπόφευκτα, υπέφερε από σοβαρά κρυοπαγήματα, και όταν έφτασε στην κατασκήνωση βάσης δεν μπορούσε να περπατήσει.
Έπρεπε να μεταφερθεί με φορείο σε νοσοκομείο της πόλης Skardu, όπου του δόθηκαν οι πρώτες βοήθειες και από εκεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο στο Rawalpindi.
Οι γιατροί δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ακρωτηριάσουν όλα τα δάχτυλά του για να αποτρέψουν τη διάδοση της γάγγραινας. Έμεινε στο νοσοκομείο γύρω στους οκτώ μήνες.
Όταν επέστρεψε τελικά στο χωριό του στην Hunza, ο Mehdi πέταξε το πιολέ του και είπε στην οικογένειά του ότι δεν ήθελε να το δει ποτέ ξανά.
«Του υπενθύμιζε τα δεινά που πέρασε και πώς αφέθηκε έξω στο κρύο για να πεθάνει», θυμάται ο γιος του.
Ενώ οι Ιταλοί ορειβάτες εκείνης της αποστολής συνέχισαν να χτίζουν καριέρα, να γράφουν βιβλία και να βγάζουν χρήματα, ο Mehdi δεν ανέβηκε ποτέ ξανά σε βουνό.
Τα κρυοπαγήματα του Mehdi ήταν μια διπλωματική αμηχανία – τόσο για την Ιταλία, όσο και για το Πακιστάν, όταν ο Τύπος δημοσίευσε τα γεγονότα.
Οι Ιταλοί κατηγορήθηκαν ότι εξαπάτησαν τον Mehdi και τον άφησαν ακρωτηριασμένο. Αξιωματούχοι από τις δύο κυβερνήσεις κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειας για να σταματήσουν τη διαμάχη.
Εκείνη την εποχή, οι Ιταλοί ήθελαν πάση θυσία να προστατέψουν την υστεροφημία του Compagnoni.
Για να το πετύχουν αυτό έπρεπε άμεσα να βρουν ένα εξιλαστήριο θύμα, να του φορτώσουν όλη την ευθύνη.
Και το βρήκαν στο πρόσωπο του Bonatti, τον οποίο κατηγόρησαν για απερίσκεπτη και επικίνδυνη συμπεριφορά, η οποία είχε ως αφετηρία τον διακαή του πόθο να κλέψει τη δόξα της κορυφής από τους Compagnoni και Lacedelli.
Ζητήθηκε από τον Mehdi να δώσει την επίσημη μαρτυρία του για τα γεγονότα. Υποχρεώθηκε να ταξιδέψει στην πόλη Gilgit, όπου πέρασε τρεις μέρες αφηγούμενος την περιπέτειά του ενώπιον ενός Πακιστανού αξιωματούχου.
Ο Sultan Ali λέει ότι ο πατέρας του υποστήριξε ευρέως την εκδοχή του Bonatti για τα γεγονότα, ότι δηλαδή και οι δύο τους εξαπατήθηκαν στο K2.
Προσθέτει, όμως, ότι δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν οι Πακιστανοί αξιωματούχοι αλλοίωσαν τα αποδεικτικά στοιχεία του πατέρα του ή τον έκαναν να υπογράψει ψευδείς μαρτυρίες, για να κατηγορήσει εσφαλμένα τον Bonatti για τα δεινά του – όπως οι περισσότεροι άνθρωποι ερμήνευσαν την μαρτυρία του.
«Ο πατέρας μου ήταν ένας απλός άνθρωπος. Ήξερε πώς ν’ ανέβει στα βουνά, αλλά δεν ήξερε πώς να διαβάζει ή να γράφει. Είναι πιθανό, η μαρτυρία του να χρησιμοποιήθηκε για να δυσφημίσει τον Bonatti», λέει ο Sultan Ali.
Η δοκιμασία αυτή στιγμάτισε τη ζωή του Amir Mehdi. Για μερικά χρόνια, δεν μπορούσε να κινηθεί ή να βρει δουλειά, προσπαθώντας με πολύ κόπο να ταΐσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Σταδιακά, έμαθε να περπατά με τα ακρωτηριασμένα από ακροδάχτυλα πόδια.
Η Ιταλική κυβέρνησε του έστειλε ταχυδρομικώς ένα πιστοποιητικό, ενημερώνοντας τον ότι ο Πρόεδρος του είχε απονείμει τον βαθμό του cavaliere (ιππότης).
Κατά καιρούς, λάβαινε επιστολές και βιβλία από την Ιταλία. Αλλά ο Mehdi δεν μπορούσε να τα διαβάσει και δεν βοηθούσαν στην αντιμετώπιση των οικονομικών δυσκολιών του.
Περιστασιακά, ξένοι ορειβάτες που είχαν ακούσει για το μπιβουάκ του στα 8.100 μέτρα έρχονταν να τον συναντήσουν.
«Μερικές φορές, τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα», θυμάται ο γιος του που βοηθούσε στη μετάφραση των συνομιλιών. «Θα τους έλεγε ότι είχε διακινδυνεύσει τη ζωή του για την τιμή της χώρας του, αλλά αντιμετωπίστηκε άδικα». Ως επί το πλείστον, όμως, ο Mehdi κράτησε τον πόνο μέσα του.
Το 1994, συναντήθηκε με τους Compagnoni και Lacedelli στο Ισλαμαμπάντ για να γιορτάσουν τους εορτασμούς για τα 40 χρόνια από την πρώτη ανάβαση.
Ο Sultan, ο οποίος συνόδευσε τον πατέρα του στην εκδήλωση, θυμάται ότι ήταν μια πολύ συναισθηματική συνάντηση. «Δεν κατάλαβαν ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Αλλά κι οι τρεις τους έκλαιγαν σαν μωρά όταν αγκαλιάστηκαν».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησης, ο Mehdi δεν απαίτησε από κανέναν να του ζητήσει συγνώμη. Αλλά και δεν προσφέρθηκε από κανέναν.
Η επίσημη ιταλική αφήγηση, η οποία έκρυψε αποτελεσματικά την αλήθεια για την αποστολή, παρέμεινε αμετάβλητη για δεκαετίες – αν και ο Bonatti έκανε ότι μπορούσε για να την αμφισβητήσει.
Μόνο η δημοσίευση των απομνημονευμάτων του Lacedelli το 2004 οδήγησε σε έρευνα, η οποία το 2007 κατέληξε στην επίσημη αναγνώριση από το Italian Alpine Club (Ιταλική Ομοσπονδία Αλπινισμού) του ουσιαστικού ρόλου που έπαιξαν οι Mehdi και Bonatti στην κατάκτηση του K2.
Ήταν, όμως, πολύ αργά για τον Mehdi. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1999 σε ηλικία 86 ετών.
Έπρεπε να περάσουν 23 χρόνια μετά την ιταλική αποστολή για να γνωρίσει το βουνό μια ακόμη επιτυχημένη ανάβαση, αυτή τη φορά από μια ιαπωνική αποστολή.
Ένα μέλος αυτής της αποστολής ήταν ο Πακιστανός ορειβάτης Ashraf Amman, επίσης από την Hunza, ο οποίος κατέκτησε τον τίτλο που τόσο λαχταρούσε ο Mehdi, αυτόν του πρώτου Πακιστανού που θα πατούσε το πόδι του στο ψηλότερο βουνό της πατρίδας του και δεύτερο ψηλότερο του κόσμου.
Αλλά χρειάστηκε πολύ περισσότερος χρόνος για μια αμιγώς πακιστανική αποστολή στο K2. Αυτό συνέβη τελικά στις 26 Ιουλίου του 2014, λίγες μέρες πριν από την 60η επέτειο της παγωμένης νύχτας του Amir Mehdi στα 8.100 μέτρα.
Μέσα σε όλους αυτούς τους εορτασμούς, το όνομα του Amir Mehdi σπάνια ακούστηκε, είτε στο Πακιστάν είτε οπουδήποτε αλλού. Κι αυτό δεν είναι αποδεκτό.