Για τον Ταΰγετο
του Άγγελου Σικελιανού
(αποσπάσματα από τον “Ύμνο στην όρθια Αρτέμιδα”)
Ο Ταΰγετε
χαλκό βουνό,
ως με δέχτης τέλος ασκητή!
Ω σκισμένα όρη,
όταν εκλείσατε από πίσω μου,
αφήνοντας με ολόμονο
όπως, σαν ένα κριάρι κατεβεί
απ’ ορτή πλαγιά σ’ ένα πετρόλακο
και ξαφνικά γυρίζοντας να φύγει,
νιώθει πως δεν είναι δυνατό
γιατί οι ίδιοι βράχοι
που το βοήθησαν να κατεβεί
τώρα γλιστράνε στο ανηφόρι,
απάτητοι,
παντού!
Ολόμονο με κλείσατε
μεσ’ την ακρότατη ερημιά,
μονάχα να σαλεύω ολόγυρα στη φτέρνα μου
να σε κυτάζω, κάστρο ατέλιωτο χαλκό!
Ούτε μπροστά, ούτε πίσω!
αλλά κει, στον ίδιο τόπο απάνου,
δίχως σπιθαμή τριγύρα ν’ ακουμπήσω ή ν’ απλωθώ,
αλλά και, στον ίδιο πάντα τόπο,
ορτός!
Ω πυροδότη των ανθρώπων,
δεν άκουσα ν’ ανεβαίνει κάτουθε,
από τον τραχύ γκρεμό,
η παρηγοριά των Ωκεανίδων!
αλλ’ απ’ ολούθε ο βράχος,
η καρδιά της γης,
το χώμα που καθ’ ώρα ανάδινε
μια μυρουδιά ψηλότερη από πελαγίσια τρικυμιά,
βουλιάζοντας και παίζοντας στα κύματα της
άπλερο ένα σκάφος,
τη μικρή μου αναπνοή!
Κι’ όλο μου το αίμα ήταν βοή στ’ αυτιά μου,
και στα μάτια μου μια ανάβρα σπίθες,
όπως η πρωτάναφτη φωτιά μεσ’ το καμίνι,
εμπρός στο φυσερό!
Αλλ’ όταν απιθώθηκε η ψυχή μου
στην αδάμαστη σου, Ταΰγετε, ευωδιά
Ω νέες πνοές
που εθρέψατε τη δύναμη μου αδάμαστη και σιωπηλή,
πέπλα της βοής στις πέντε σου βουνοκορφές
που σιγολιώνανε τα χιόνια,
ανάεροι καταρράχτες
της μουμπουκιασμένης ροδοδάφνης
στα γκρεμνά,
ανατολή του Δώριου Απόλλωνα
στα μάτια μου μπροστά,
η όψη σκληρή και σκαλιστή
στον κόκκινον αμάλαγο χαλκό!
Ω μάτια μου, θρεμμένα τέλος σαν του λιονταριού
μες στο άπαρτο σκοτάδι του βουνού
σιωπή βαθιά,
που δεν εσάλευε μια πνοή,
και τα ίδια χέρια μου ήταν άφαντα
στην πίσσα της βουβής βραδιάς,
ω στοχασμοί!
σα νυχτερίδες κυκλοφέρνονται στη σκιά,
σαν άξαφνα απ’ τη Σπάρτη επρόβαλε κατάνακρα,
ορθία Αρτέμιδα
Τα πρώτα βέλη Σου
άρχισαν δονώντας τη σιγή!
Γύρω απ’ τ’ αυτιά μου εσούριζαν,
ανάρια σταφνισμένα,
ως σε σημάδι μες στα σκότη
όπου Συ μόνον έβλεπες ψηλά!
Λαμπρίζαν χαμηλά στρωμένατα
πλεχτά καλάμια
απ’ τη δροσιά του Ευρώτα.
Στην κόκκινη πεδιάδα
ούρλιασαν τότε οι Λάκαινες οι σκύλες…
Δεν έσκυψες να οργώσεις με γεν τη γην
αλλά εμαστίγωνες ως το αίμα
τους εφήβους σιωπηλή,
κι’ απάνω τους σκυμμένη η παρθενιά Σου,
που ιδρωμένη εμυροβόλα
πιότερο απ’ του δασού τη καρδιά,
τους κέντριζε
ως με τη στερνήν ανάπνοια
στην ανηφοριά,
στο στεγνωμένο τους λαρύγγι τάζονται,
πηγή μονάχη,
την κορφή!
Πηγή
eoskavalas.gr