Ορειβασία στον Όλυμπο

Το άρθρο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα ΦΩΣ της Θεσσαλονίκης, στις 10/8/1928.

Συντάκτης του είναι ο Γεώργιος Μόδης (1888-1975), Μακεδονομάχος, συγγραφέας και πολιτικός.

Την 3/8/1928 πραγματοποιήθηκε στον Όλυμπο η πρώτη οργανωμένη ανάβαση συλλόγων και ανεξάρτητων (σύνολο 21 άτομα) στον Μύτικα (από το Λούκι) και στο Στεφάνι.

Η ανάβασις εις τας τρεις κορυφάς
Xιόνια και κρύα νερά
Εις τα δώματα των θεών – Το χιονόλουτρο
Στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου

Όλυμπος – Ιερουσαλήμ – Μέκκα! Όλυμπε με τες εξήντα δυό βρυσούλες σου και χίλιες σου σπηλιές, πόσους δεν κάνεις να σε λαχταρούν αλλά και πόσους άλλους να σε καταριώνται.

Όταν αντίκρυσα τον Όλυμπο από το Λιτόχωρο το πρωί της Πέμπτης είπα: Αστείο! Θ’ ανέβω αμέσως. Τίποτα δεν είνε.

Οι κορυφές του ψηλά μούμοιαζαν μικρά πετράδια που μ’ ένα πήδημα θα τας περνούσα.

Η λαχτάρα κατόπιν να προσκυνήσω εμπρός στον θείο θρόνο του Δία μου αναπτέρωνε κάθε μου πεποίθησι εις την νίκην.

Ο πόθος που θα φανή κι’ αυτός μαλακός, καλός στους ταπεινούς του προσκυνητάδες μούδινε την εντύπωσι ότι τα ξένιά του θάναι τα ίδια των παλαιών του χρόνων.

Η οργή του ήταν για μας άγνωστη μια που θα ερχόμαστε ταπεινοί του να σκορπίσουμε τα δώρα, τον θαυμασμό μας στα υψηλά του δώματα.

Είκοσι ένας. Από τας Αθήνας, την Πάτρα, την Λάρισα, Φλώρινα, Αικατερίνη και Θεσσαλονίκη.

Ετέθημεν υπό την υγείαν του οδηγού Χρήστου Κάκαλου του πιστού αυτού θεράπονος των Θεών και ξεκινήσαμεν από το Λιτόχωρο.

Ευθύς ο ανήφορος αρχίζει. Ημίγυμνοι όλοι προχωρούμεν κατ’ άτομον. Στην αρχή η ζέστη μας κουράζει υπερβολικά.

Η ιδέα όμως ότι σε λίγες ώρες θα αντικρύσουμε τα απάτητα μέρη, τα παρθένα μέρη των Θεών, μας τονώνει και δεν μας αφήνει να απογοητευθούμε από τον ίδρωτα ο οποίος ποτάμι έτρεχε.

Στο υδραγωγείο που έρχεται από το Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου κάμνομε σταθμό, δροσιζόμαστε και ξεκινάμε πάλι για να φθάσουμε ύστερα από τέσσαρες ώρας στο Σταυρό όπου υπάρχει άφθονο και υπέροχο νερό.

Εδώ μας επερίμεναν και οι αγωγιάτες με τα τρόφιμα. Στο διάστημα αυτό κάμνουμε 7.200 βήματα.

Ξεκουραζόμαστε επί μίαν ώραν και αρχίζουμε τώρα έναν πραγματικό Γολγοθά. Ανήφορο. Δάση ανεβοκατεβαίνομε. Περνάμε χαράδρες, κρεμνούς. Η κούρασις είνε καταφανής. Ουδείς όμως διαμαρτύρεται.

Περπατούμε γιατί φαίνεται πως κάποια θεία δύναμις μας τονώνει. Ίσως και οι γύρω ομορφιές, οι πόκρημνοι βράχοι πάνω στους οποίους που και που αντικρύζουμε και κανένα έλατο, οι βαθειές χαράδρες.

Φθάνουμε στα Σκούρτα στας 5.15 και στην πηγή των η οποία λέγεται Στράγκο… μ’ ένα δεύτερο συνθετικό το οποίο προσετέθη ακριβώς λόγω του ότι τρέχει πολύ λεπτά: Μέχρις εδώ κάμνομεν 21.400 βήματα.

Γίνεται αυτού συγκέντρωσις και προχωρούμε για την καλύβα όπου ήταν ο σταθμός της ημέρας. Αυτού θα εγίνετο και διανυκτέρευσις.

Στις 8 ¼ οδηγούμεθα πλέον από την φωτιά την οποίαν οι αγωγιάτες μας άναψαν στην καλύβα. Στήνομεν τ’ αντίσκηνα και κατόπιν γύρω από την φωτιά όλοι κάμνομεν τον δείπνο μας. Ευρισκόμεθα εις ύψος 1950 μέτρα.

Τα σκοτάδια πυκνά γύρω εφωτίζοντο από τις δυο φωτιές μας, όπου οι σκιές μας κουρασμένες έδιναν την εικόνα ληστοσυμμοριτών.

Ίσως αυτά να επροφύλαξαν από τα αδιάκριτα μάτια των συντρόφων μας και το φαγί που έκαμε φίλος και συμπαθής δικηγόρος εκ Θεσσαλονίκης. Μιάμισυ ώρα φαγί! Του έλειπε ακόμα μόνον ο Μάληριμ για να χορτάση!

Μετά ανάπαυσιν 3 ωρών ξεκινά η πρώτη αποστολή για τις τέσσαρες και υψηλότερες κορφές του Ολύμπου, με την βοήθεια του φεγγαριού. Το πρωί και η δευτέρα αποστολή τίθεται επί τα ίχνη της πρώτης.

Ο τρόμος, ο κίνδυνος, ο ίλιγγος τώρα προβάλλει. Απ’ εδώ αρχίζει η ανάβασις ή καλλίτερα η αναρρίχησις. Ο Όλυμπος εις όλην την επιβλητικότητα.

Το Πάνθεον, Μύτικα, Στεφάνι, Θρόνος είνε οι πλέον απόκρημνοι βράχοι, αλλά και οι πλέον αφιλόξενοι.

Ο Θρόνος Διός λες θέλει να ξεχωρήσει την μυθολογία από την πραγματικότητα. Είνε θρόνος που πρέπει ο προσκυνητής να ξεχάση κάθε τι το προσφιλές ή καλλίτερα που πρέπει να κάμη την διαθήκην του. Κέρβεροι οι κορυφές του Μύτικα απειλούν και τρομάζουν κάθε δειλόν προσκυνητήν.

Ο Όλυμπος εδώ εις όλον του το μεγαλείο, εις όλην την αγριάδα του. Αυτού υψηλά νιώθει κανείς πως όλη η μυθολογία δεν ήταν ένα μονάχα παραμύθι, αλλά πως κάτι υπήρξε και γύρω από αυτό επλάσθησαν, η Ήρα, Αφροδίτη, Άρτεμις, Άρης, Ήφαιστος κ.λ.π.

Το χάος, η απέραντος και αχανής αυτή κόλασις σε κάνει να πιστεύσης ότι όλα, όλα ήσαν αλήθεια, ότι τα μέρη εκείνα ήταν θεία, μέρη όπου ήσαν τα μόνα ενδεδειγμένα για τους Ολύμπιους Θεούς.

Όλυμπε! Όλυμπε γέρο ξεκουτιάρη ότι κι’ αν γραφτή για σένα θάναι τίποτα, τίποτα, μηδέν.

Τώρα επίστεψα, ετρόμαξα την δύναμί σου, το μεγαλείο σου που είνε τόσο καταστρεπτικό για πολλούς που δεν θέλουν να σε υπολογίσουν. Είσαι το δέος, η δύναμις του παντός.

Πόσο μικροί είμαστε για να αντικρύζομε το άγριο, αλλά και πόσο όμορφο και μεγαλόπρεπο ανάστημά σου.

Νάνοι! Γελοίοι! Αναρριχόμαστε στα τέσσαρα, ώρες με κίνδυνο της ζωής μας με την απειλή των Τιτάνων σου, οι οποίοι κάθε τόσο εξαποστέλλουν τα μάρμαρα στους αναβάτες σου που δεν σε προσέχουν.

Προχωρούμε όμως γιατί έτσι ελπίζουμε να σε φθάσουμε, να εξαγνιστούμε από το αμάρτημα, την πλάνην του ότι δεν ήσουν εσύ ο φιλόξενος των δώδεκα.

Η αναρρίχησις εξακολουθεί. Εννοείται πολλοί απεχώρησαν και εγκατέλειπαν την απόφασιν να ανέλθωσι μέχρι της υψηλοτέρας κορυφής. Εκ των εικοσιένα μόνον εξ ανέβηκαν.

Όλοι εσκέφθησαν τα παιδιά των, την γυναίκα των, την ζωήν των και ετράβηξαν για την κορυφή Σκολειό 2910 μέτρα την μάλλον ομαλή. Μακρυά η κορυφή Μύτικα 2918 μέτρα. Ο Προφήτης Ηλίας 2787 μέτρα, μας φέρνουν.

Το βράδυ γίνεται πάλι η διανυκτέρευσις στο ορμητήριο την καλύβα. Κοιμόμαστε πάλιν γύρω από την φωτιά. Νικηταί, προσκυνηταί.

Και την επομένην ξεκινάμε με ικανοποιημένην την συνείδησί μας. Στα χιόνια τα οποία επί τριήμερον μας προσέφεραν το νερό των ένας νεαρός εξήκοντα χειμώνων αποχαιρετίζει τον Όλυμπο με ένα χιονόλουτρο! Το μικρό! Με παιδική χαρά κυλιέται στα παγωμένα του Ολύμπου χιόνια.

Και ο πρωτότυπος αυτός νέος εξακολουθεί να μας εκπλήττει μόλις εφθάσαμε στα Πριόνια, από τους βράχους των οποίων αναβλύζει ολοκάθαρο και παγωμένο νερό, παίρνει το μπάνιο του!

Σημειωτέον ότι από το κρύο δεν εκρατούντο τα δάκτυλα στο νερό πέραν των δυό λεπτών.

Μετά ανάπαυσιν μιας ώρας ξεκινάμε για το Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου όπου και διανυκτερεύσαμεν τυχόντες θερμοτάτης υποδοχής των επιβλητικών κορέων των καλογήρων.

Στο Μοναστήρι λίγο πέρα είδαμε και την μεγάλη σπηλιά του Αγίου όπου είχε κτήσει την εκκλησιούλα του και το κελί του.

Την επομένην ερχόμαστε στο όμορφο Λιτόχωρο όπου ο συμπαθής γραμματικός του Ορειβατικού Αθηνών κ. Ι. Μεταξάς μας εχάρησε όμορφες στιγμές με το δροσερό του πνεύμα.

Πηγή
Σωτήριος Δ. Μασταγκάς, “Χρονικά Λιτοχώρου”, τόμος Α΄, Λιτόχωρο 2009, (κείμενο της Νίνας Κοκκαλίδου-Ναχμία, 7-2-1976), σελ. 221-222. Ολόκληρο το βιβλίο είναι διαθέσιμο για κατέβασμα στο Διαδίκτυο (pdf).

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...