Ίσκα (Fomes fomentarius)
Η Ίσκα είναι ένας μύκητας των δέντρων που μοιάζει με μανιτάρι και βγαίνει στους κορμούς τους, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται ως ξυλομανίταρο.
Έχει μορφή οπλής αλόγου, μεγέθους 10-40 εκατοστά σε φάρδος και έως 20 εκατοστά σε πλάτος.
Η επάνω επιφάνεια είναι λεία, σκληρή, με ομόκεντρους κυματοειδείς κύκλους χρώματος από ανοικτό γκρι έως σκούρο καφέ.
Η κάτω επιφάνεια με σωλήνες και μικρούς στρογγυλούς πόρους, αρχικά κρεμ, ανοικτό καφέ στην ωριμότητα.
Η σάρκα του είναι καφέ, σκληρή και φελλώδης, με ευχάριστη οσμή και πικρή γεύση.
Επιστημονική ονομασία: Fomes fomentarius (L.) Fr. 1849
Ελληνική ονομασία: Έναυσμα το εναυσματικό
Κοινές ονομασίες: Ίσκα, Πολύπορο
Για πολλά χρόνια χρησιμοποιούνταν για το άναμα και την διατήρηση της φωτιάς, κυρίως από ανθρώπους που ζούσαν στα βουνά ή σε απομακρυσμένα χωριά.
Είναι εύφλεκτο υλικό και τα παλιότερα χρόνια, με τη κατάλληλη επεξεργασία έπαιζε το ρόλο του φυτιλιού στο άναμμα της φωτιάς και των τσιγάρων.
Έτσι όταν έβρισκαν την ίσκα, την αφαιρούσαν από το δέντρο και στη συνέχεια την έβραζαν ή την τοποθετούσαν για μέρες σε σταχτόνερο (αλισίβα).
Κατά διαστήματα την έβγαζαν από εκεί και τη χτύπαγαν ώστε να μαλακώσει. Με το που τελείωνε το βράσιμό της, την έπαιρναν από το νερό και την άφηναν να στεγνώσει. Στη συνέχεια την τεμάχιζαν σε μικρά κομμάτια και πλέον ήταν έτοιμη για χρήση.
Όταν χρειαζόταν να ανάψουν την φωτιά χτύπαγαν τη στουρναρόπετρα με το «πριόβολο» ή «μανάρι», ένα μικρό ορειχάλκινο κομμάτι που συνήθως το είχαν δεμένο στα ζωνάρια ή στις τσέπες τους.
Ο σπινθήρας που έβγαινε μεταδιδόταν στην ίσκα και με αυτή άναβαν το τσιγάρο ή την φωτιά που ήθελαν.
Η ίσκα είναι γνωστή από την αρχαιότητα για τις φαρμακευτικές της ιδιότητες. Ο Ιπποκράτης την χρησιμοποιούσε για το καυτηριασμό πληγών, ως αιμοστατικό, ενώ οι Ινδιάνοι για την καταπολέμηση της αρθρίτιδας.
Το τρίχωμά της είναι σηπτικό και αιμοστατικό, το υδατικό εκχύλισμα της σάρκας της περιέχει ισχυρούς αντιμικροβιακούς παράγοντες που ενδυναμώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα.