Η «Πολωνική Γραμμή» στη νότια όψη του Κ2
Μια ιστορία θριάμβου και τραγωδίας στην επονομαζόμενη «Polish Line», στην απάτητη νότια όψη του «Savage Mountain».
Ο θρυλικός Jerzy Kukuczka αφηγείται το ορειβατικό του αριστούργημα στο K2, όταν στις 8 Ιουλίου 1986 ανέβηκε στην κορυφή των 8.611 μέτρων -μέσω της απάτητης νότιας όψης- μαζί με τον Tadeusz Piotrowski, ο οποίος σκοτώθηκε κατά την κατάβαση στο Abruzzi Spur.
«Μαζί με τον Tadeusz Piotrowski, βρέθηκα κάτω από το K2 ως μέλος μιας μεγάλης διεθνούς αποστολής, που οργανώθηκε από τον Γερμανό Karl Maria Herrligkoffer. Η πρόσκληση να συμμετάσχω σε αυτή την αποστολή με γέμισε με απόλυτη χαρά.
Όχι μόνο είχα τη δυνατότητα να αναρριχηθώ στη δεύτερη υψηλότερη κορυφή του κόσμου, αλλά ήμουν επίσης αποφορτισμένος από το δύσκολο έργο της οργάνωσης της αποστολής. Είχαμε άδεια να αναρριχηθούμε στη νότια πλευρά του K2 και στο γειτονικό Broad Peak.
Δυστυχώς, τα περισσότερα από τα μέλη της αποστολής δεν έδειξαν ιδιαίτερη προθυμία να προσπαθήσουν ούτε καν την κλασική διαδρομή στο K2, πόσο μάλλον κάτι καινούργιο.
Δεν μπορούσα να το πιστέψω αυτό, καθώς στις Πολωνικές αποστολές πάντα προσπαθούμε να επιχειρούμε κάτι διαφορετικό.
Χωριστήκαμε σε δύο ομάδες, με δύο ξεχωριστές κατασκηνώσεις βάσης. Η μία ήταν για το Broad Peak.
Η δική μας, για το K2, στήθηκε στις 7 Ιουνίου στα 5.070 μέτρα. Όταν φτάσαμε, βρήκαμε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, καθώς στο βουνό επιχειρούσαν ταυτόχρονα Ιταλοί, Γάλλοι, Αμερικανοί, Άγγλοι, Πολωνοί, Αυστριακοί και Κορεάτες.
Αποφασίσαμε να επιτεθούμε στο κέντρο της νότιας πλευράς. Το πρώτο μέρος της διαδρομής αυτής το ήξερα ήδη από μια προηγούμενη προσπάθεια το 1982 με τον Wojciech Kurtyka, όταν την είχαμε προσπαθήσει με αλπικό στυλ.
Φέτος υπήρχαν τρεις Ελβετοί και ο Γερμανός Toni Freudig, που θα σκαρφάλωναν με τον Tadeusz Piotrowski κι εμένα. Ήθελαν να ανέβουν από το Abruzzi Spur, αλλά μη έχοντας άδεια, ο Δρ. Herrligkoffer το απαγόρευσε.
Έτσι, στις 9 Ιουνίου ξεκινήσαμε στη νότια πλευρά και φτάσαμε στα 6.000 μέτρα, όπου στήσαμε το Camp I. Από εκεί και πέρα, ξεκίνησαν τα πραγματικά προβλήματα.
Δύο Ελβετοί αναρριχητές, οι Beda Fuster και Rolf Zemp, αποσύρθηκαν. Την επόμενη μέρα, οι υπόλοιποι τέσσερις φιξάραμε λίγο σχοινί στη λεπτή, χιονισμένη κόψη και αποθηκεύσαμε εξοπλισμό στα 6.200 μέτρα. Σε αυτό το σημείο, ο τρίτος Ελβετός, Diego Wellig, αποχώρησε επίσης.
Στις 19 Ιουνίου, οι υπόλοιποι τρεις που είχαμε απομείνει ξεκινήσαμε από την Κατασκήνωση Βάσης, κουβαλώντας ο καθένας από 25 κιλά.
Φτάσαμε στη θέση του Camp II, κάτω από τον πρώτο σεράκ στα 6.400 μέτρα και την επόμενη μέρα μεταφέραμε σχοινιά και τρόφιμα. Είδαμε ότι μπορούσαμε να αναρριχηθούμε γύρω από το σεράκ σε μια απότομη ράχη δίπλα του.
Στις 21 Ιουνίου φιξάραμε 500 μέτρα σχοινιού στη ράχη. Δυστυχώς, σε αυτό το σημείο και ο Toni Freudig εγκατέλειψε. Πλέον ήμασταν μόνο δύο.
Στις 22 Ιουνίου, κουβαλώντας τρόφιμα για δύο μέρες και εξοπλισμό για μπιβουάκ, ξεκινήσαμε ν’ ανηφορίζουμε στα φιξαρισμένα σχοινιά.
Μέχρι το μεσημέρι είχαμε φτάσει στα απότομα, χιονισμένα πεδία πάγου. Η αναρρίχηση ήταν πραγματικό μαρτύριο.
Κάναμε ένα μπιβουάκ στα 6.950 μέτρα και την επόμενη μέρα φτάσαμε στα 7.400 μέτρα, όπου διανυκτερεύσαμε ξανά.
Στις 24 Ιουνίου, ο εξαιρετικός καιρός άρχισε να επιδεινώνεται και μαύρα σύννεφα συγκεντρώθηκαν.
Το μεσημέρι κρεμάσαμε τον εξοπλισμό μας σε καρφιά και κατεβήκαμε στην Κατασκήνωση Βάσης εν μέσω μιας λυσσασμένης χιονοθύελλας.
Ο κακός καιρός μας κράτησε μια εβδομάδα στην Κατασκήνωση Βάσης. Ήμασταν, όμως, αποφασισμένοι ότι στην επόμενη προσπάθεια θα φτάναμε στην κορυφή.
Όταν βγήκε ο ήλιος στις 3 Ιουλίου, ξεκινήσαμε ξανά. Φτάσαμε στο Camp II χωρίς δυσκολία και την επόμενη μέρα φτάσαμε στη θέση στα 7.400 μέτρα όπου είχαμε αποθηκεύσει τον εξοπλισμό μας. Η ανάβαση των 1.000 μέτρων σε αυτό το υψόμετρο μας εξάντλησε κυριολεκτικά.
Στις 5 Ιουλίου βρισκόμασταν στα χιονισμένα πεδία πάγου που οδηγούσαν σε ένα τεράστιο λούκι. Λόγω του σχήματός του, το ονομάσαμε «The Hockey Stick».
Μετά από ένα μπιβουάκ στα 7.800 μέτρα, σκαρφαλώσαμε το λούκι και μπροστά μας εμφανίστηκε ένας απότομος τοίχος, που δεν ήταν ορατός από κάτω.
Στήσαμε το επόμενο μπιβουάκ στα 8.200 μέτρα, ελπίζοντας να βρούμε μια διαδρομή πάνω σ’ αυτό το εμπόδιο.
Το σημείο που ο τοίχος υψωνόταν περίπου 100 μέτρα, φαινόταν η πιο λογική γραμμή ανάβασης. Τα πρώτα 30 μέτρα ήταν τα πιο εξαντλητικά.
Στις 7 Ιουλίου ξεκινήσαμε την αναρρίχηση με την ιδέα ότι θα ξεπερνούσαμε αυτό το δύσκολο εμπόδιο και θα φτάναμε στην κορυφή την ίδια μέρα. Οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν γρήγορα.
Αξιολογήσαμε εκείνο το τμήμα ως βαθμού δυσκολίας V+. Αν αυτό απαιτεί μέγιστη δύναμη και συγκέντρωση στα Πολωνικά Όρη Τάτρα, φανταστείτε τι απαιτεί στα 8.000 μέτρα!
Επιπλέον, για να εξοικονομήσουμε βάρος, είχαμε πάρει μαζί μας μόνο τέσσερα καρφιά και ένα σχοινί 30 μέτρων.
Μου πήρε όλη την ημέρα μόνο για να σκαρφαλώσω αυτό το μήκος σχοινιού. Αντί να φτάσουμε στην κορυφή, έπρεπε να διανυκτερεύσουμε για δεύτερη φορά στα 8.200 μέτρα.
Εκείνο το βράδυ μας τελείωσε το γκάζι για να λιώσουμε νερό. Λίγες ώρες πριν, ένα γκαζάκι μας είχε πέσει από αμέλεια.
Το επόμενο πρωί έπρεπε να βολευτούμε καθένας με ένα μικρό φλιτζάνι νερό λιωμένο με κερί!
Με όλα αυτά τα προβλήματα, προφανώς δεν μπορούσαμε να φτάσουμε στην κορυφή, κουβαλώντας στα σακίδια όλο τον εξοπλισμό μας.
Έτσι αφήσαμε πίσω στη σκηνή, τους υπνόσακους, τα υποστρώματα, το φαγητό, τα πάντα όλα. Κουβαλώντας μόνο τα bivi-sacks και κάμερες, ξεκινήσαμε προς τα πάνω.
Δεδομένου ότι η συνέχεια περιλάμβανε 40 μέτρα ευκολότερης αναρρίχησης, το μεσημέρι φτάσαμε στην κόψη Abruzzi στα 8.300 μέτρα, στο σημείο όπου η Wanda Rutkiewicz και οι Γάλλοι σύντροφοί της είχαν διανυκτερεύσει τον Ιούνιο.
Η διαδρομή ήταν πλέον ευκολότερη, ωστόσο ήταν καλυμμένη με μαλακό χιόνι, καθυστερώντας την πρόοδό μας.
Περίπου στις έξι το απόγευμα αναρωτιόμουν αν θα φτάναμε ποτέ στην κορυφή. Ήταν τώρα ή ποτέ.
Ο καιρός άρχιζε να αλλάζει και η ομίχλη έκρυβε τα πάντα. Κάτω από έναν σεράκ βρήκαμε κάποια σκουπίδια, συμπεριλαμβανομένων άδειων πακέτων Γαλλικής σούπας. Άραγε ήταν υπολείμματα από την κατασκήνωσή τους;
Καθώς κινήθηκα γύρω από το σεράκ, είδα το έδαφος να ισιώνει. Στις 6:25 τελικά έφτασα στην κορυφή!
Πήρα από το σακίδιο δύο μικρά μαντήλια που μου είχαν δώσει οι γιοι μου και τα κρέμασα στο πιολέ μαζί με τη σημαία της Πολωνίας.
Έβγαλα μερικές φωτογραφίες. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο Tadeusz. Συγχαρήκαμε ο ένας τον άλλο και βγάλαμε μερικές ακόμη φωτογραφίες.
Ήμασταν και οι δύο εκστασιασμένοι, εγώ γιατί το όνειρό μου να αναρριχηθώ στη νότια πλευρά του K2 είχε γίνει πραγματικότητα, και ο Tadeusz, γιατί είχε αναρριχηθεί σε μια οκτάρα κορυφή, μια από τις ψηλότερες και πιο δύσκολες στον κόσμο.
Το σούρουπο μας βρήκε στα 8.300 μέτρα. Έβγαλα τον φακό μου και συνεχίσαμε. Ξαφνικά, το λαμπάκι κάηκε και βυθιστήκαμε στο σκοτάδι.
Σκάψαμε μια τρύπα στο χιόνι και διανυκτερεύσαμε στους υπνόσακούς μας, τρέμοντας από το κρύο μέχρι το πρωί.
Με το πρώτο φως ξεκινήσαμε την κατάβαση. Το βαρύ χιόνι έπεφτε με μικρές χιονοστιβάδες.
Συχνά, μην μπορώντας να εντοπίσουμε το δρόμο μας, πέφταμε σε πολύ δύσκολο τερέν όπου έπρεπε να κάνουμε ραπέλ.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας καταφέραμε να κατεβούμε μόνο 400 μέτρα. Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, φτάσαμε σε ευκολότερο τερέν.
Η διανυκτέρευσή μας ήταν ακόμη χειρότερη από το προηγούμενο βράδυ. Για δύο μέρες δεν είχαμε ούτε μια σταγόνα νερό και οι υπνόσακοί μας ήταν φθαρμένοι και γεμάτοι τρύπες.
Η νύχτα ήταν απόλυτο μαρτύριο καθώς τρέμαμε από το κρύο και το χιόνι διείσδυε παντού. Κοιμηθήκαμε μόνο αποσπασματικά.
Το πρωί ο καιρός είχε καθαρίσει λίγο και μπορέσαμε να δούμε μια διαδρομή προς τα κάτω.
Ανησυχώντας μήπως η βελτίωση του καιρού ήταν μόνο προσωρινή, ετοιμάστηκα γρήγορα και ξεκίνησα, αλλά ο Tadeusz καθυστερούσε.
Σε λίγο κατάφερα να δω ότι ήμασταν πάνω στη διαδρομή. Διέκρινα τις Κορεάτικες σκηνές κάτω, στα 7.300 μέτρα.
Περίμενα τον Tadeusz και τελικά με έφτασε. Ήταν περίπου δέκα και μισή. Ακριβώς κάτω από εμάς ήταν μια πολύ απότομη πλαγιά. Αυτό ήταν το σημείο όπου το 1953 πέθανε ο Art Gilkey.
Όταν ζήτησα από τον Tadeusz το σχοινί, ανακάλυψα ότι το είχε ξεχάσει στο σημείο της διανυκτέρευσης.
Ξεκίνησα να κατεβαίνω πρώτος, με τον Tadeusz πίσω μου. Ο πάγος ήταν πιο σκληρός από το συνηθισμένο.
Προειδοποίησα τον Tadeusz να πάει λίγο αριστερά μου, αλλά λίγο αργότερα είδα ένα από τα κραμπόν του να γλιστράει.
Όταν προσπάθησε να χτυπήσει το άλλο πόδι του στον πάγο, το κραμπόν εκτοξεύθηκε από τη μπότα του. Ήμουν ακριβώς από κάτω του.
Έπεσε πάνω μου με όλη του τη δύναμη. Προσπάθησα να κρατηθώ, αλλά μετά βίας μπορούσα να κρατήσω την ισορροπία μου και ήμουν εντελώς ανίκανος να τον συγκρατήσω. Κατρακύλησε προς τον γκρεμό.
Κατέβηκα πολύ αργά και μου πήρε πέντεμισι ώρες για να καλύψω τα 200 μέτρα μέχρι την Κορεάτικη κατασκήνωση.
Είχα μια παράξενη ψευδαίσθηση ότι ίσως συναντήσω τον Tadeusz εκεί ζωντανό. Βρήκα έναν ασύρματο σε μία από τις σκηνές αλλά ήταν χαλασμένος.
Υπήρχε ένα μικρό γκαζάκι, έφαγα και ήπια νερό. Μετά έπεσα σε βαθύ ύπνο και ξύπνησα το επόμενο απόγευμα. Είχα κοιμηθεί για 20 ώρες.
Λίγο μετά τις τέσσερις το απόγευμα, ξεκίνησα την κατάβαση, συναντώντας δύο Κορεάτες που ανέβαιναν.
Σταμάτησα στην επόμενη Κορεάτικη κατασκήνωση στα 6.800 μέτρα, όπου με φρόντισε ένας Κορεάτης ορειβάτης.
Από εκεί μπόρεσα επιτέλους να επικοινωνήσω με την Κατασκήνωση Βάσης. Είπα στον Janusz Majer για το ατύχημα, αλλά εκείνος το ήξερε ήδη, έχοντας μάθει τα δυσάρεστα νέα από τους δύο Κορεάτες που είχα συναντήσει.
Μου ανέφερε ότι δύο ομάδες διάσωσης είχαν βγει να ψάξουν για τον Tadeusz κάτω από την πλαγιά όπου είχε πέσει, αλλά ματαίως.
Την επόμενη μέρα επέστρεψα στην Κατασκήνωση Βάσης, όπου εκεί δέχθηκα συγχαρητήρια για την επιτυχημένη ανάβαση, αναμειγμένα -όπως ήταν φυσικό- με συλλυπητήρια για τον τραγικό θάνατο του Tadeusz.
Όλοι ήταν πολύ ευγενικοί μαζί μου. Ο Ιταλός γιατρός με ρώτησε για την φυσική μου κατάσταση, κάποιος προσπάθησε να με κινηματογραφήσει και κάποιος άλλος κατέγραψε την ιστορία μου σε κασέτα.
Τέσσερις μέρες αργότερα πέταξα με ελικόπτερο στο Skardu. Αφήνοντας πίσω μου το K2, δεν ένιωθα καμία χαρά που είχαμε κατακτήσει την υπέροχη αυτή πλαγιά του, μόνοι μας, εν μέρει με αλπικό στυλ και χωρίς συμπληρωματικό οξυγόνο.
Οι εμπειρίες μου σε αυτό το βουνό ήταν πολύ τραγικές και το τίμημα που πληρώσαμε για τη νίκη ήταν πολύ υψηλό».
Διαβάστε ακόμα:
Ωδή στον Jerzy Kukuczka
Από πολλές απόψεις, η «Polish Line» στην απάτητη νότια όψη του K2, αποτελεί το ορειβατικό αριστούργημα του Jerzy Kukuczka.
Σκαρφάλωσε με αλπικό στυλ αντιμετωπίζοντας τεράστιες δυσκολίες και προκλήσεις. Μαζί με τον Tadeusz Piotrowski υποχρεώθηκαν σε τέσσερα μπιβουάκ κατά τη διάρκεια της ανάβασης μόνο.
Ο ίδιος ο Kukuczka την χαρακτήρισε ως τη δυσκολότερη ανάβαση που είχε κάνει ποτέ σε μεγάλο υψόμετρο και η επιτυχία τους ανέβασε τα όρια της ορειβασίας στα Ιμαλάια σε νέα ύψη.
Δυστυχώς, αυτό το επίτευγμα-ορόσημο στην ιστορία του Ιμαλαϊσμού επισκιάστηκε από την θανατηφόρα πτώση του Piotrowski στο Abruzzi Spur, καθώς και από την καταστροφική σεζόν του 1986 στο K2 που είχε ως αποτέλεσμα 13 θανάτους.
Η εμβληματική «Πολωνική Γραμμή» στη νότια όψη του K2 δεν έχει γνωρίσει επανάληψη μέχρι σήμερα.