Ανάβαση στη Νεράιδα της Νότιας Πίνδου

Χειμώνας. Διάθεση για δράση. Επιτέλους, η περίοδος αναμονής των χειμερινών εξορμήσεων στα βουνά της πατρίδας μας έφτασε στο τέλος της.

Βέβαια, για να τα πούμε κι έξω από τα δόντια, ο φετινός χειμώνας (2024-2025) θα πρέπει να βάλει τα δυνατά του, αφενός μεν για να μαλακώσει τον χρόνο αναμονής μέχρι να φορέσουν τα βουνά το γιορτινό λευκό τους πέπλο και αφετέρου δε για να ρεφάρει την περσινή άνομβρη χρονιά.

Παρά, λοιπόν, την φτωχή σε ένταση και σύντομη σε διάρκεια περσινή χειμερινή σεζόν, δεν χάσαμε την ευκαιρία να εκδράμουμε στα ορεινά -της Κεντρικής Ελλάδας αυτή τη φορά- και συγκεκριμένα στο συγκρότημα της Νότιας Πίνδου.

Αφετηρία το γραφικό Νεραϊδοχώρι του νομού Τρικάλων, που είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.150 μέτρων, στους νότιους πρόποδες του όρους Νεράιδα, πρώτο σταθμό του οδοιπορικού μου.

Οι λιγοστοί κάτοικοι του χωριού, μαθημένοι από τις συχνές επαφές τους με ορειβάτες που επισκέπτονται τακτικά την περιοχή, δεν ξαφνιάστηκαν από την οχλώδη -τολμώ να πω- παρουσία της πολυπληθούς ομάδας μας.

Ο Φλεβάρης είναι στα τελειώματά του, αλλά φευ, το χιόνι είναι ανύπαρκτο, τόσο μέσα στο χωριό, όσο και γύρω απ’ αυτό.

Η κλιματική αλλαγή είναι παρούσα εδώ και πολλά χρόνια. Οι παλιοί ορειβάτες το έχουμε διαπιστώσει και συνάμα γευτεί από πρώτο χέρι.

Με μελαγχολική διάθεση σέρνω τα βήματά μου, καθώς αφήνω πίσω μου τα τελευταία σπίτια του χωριού, ανηφορίζοντας στις ελατοσκέπαστες, ξέχιονες (προς το παρόν) νότιες πλαγιές της Νεράιδας.

Η Νεράιδα και το Νεραϊδοχώρι

Η Νεράιδα είναι από τα άγνωστα βουνά της χώρας μας. Είναι ένας εκτεταμένος ορεινός όγκος, που ανήκει στο ευρύτερο συγκρότημα της Νότιας Πίνδου.

Βρίσκεται στα δυτικά του νομού Τρικάλων και ορθώνει το ανάστημά της ανάμεσα στους γίγαντες της Νότιας Πίνδου.

Έχει το Αυγό, την Μαρόσα και την Λουπάτα στα νότια. Τον Κόζιακα στα δυτικά, από τον οποίο χωρίζεται με το Περτουλιώτικο ρέμα και τα ομώνυμα Λιβάδια.

Στα δυτικά «σβήνει» στα χωριά του Ασπροποτάμου, με τον Αχελώο να αποτελεί το φυσικό σύνορο που την χωρίζει από την Κακαρδίτσα και τα Τζουμέρκα.

Τέλος, στα βόρεια συνδέεται με την Τριγγία μέσω του αυχένα Γκολέμι, στα 1.600 μέτρα υψόμετρο.

Ψηλότερη κορυφή του συγκροτήματος είναι η Μπριτσιάσα, με ύψος 2.135 μέτρα, ενώ άλλες κορυφές είναι η Νεράιδα (2.074 μ.), η Κάλτσα (2.062 μ.), η Κοκκινόβρυση (2.055 μ.), η Μπουντούρα (2.010 μ.) κ.α.

Ένας τοπικός μύθος που έφτασε στις μέρες μας από στόμα σε στόμα, αναφέρει ότι κάποτε στο Νεραϊδοχώρι ζούσαν δύο όμορφες και πλούσιες αδελφές, η Νεραϊδούλα και η Μάρω.

Όταν κάποιοι λήσταρχοι της εποχής άκουσαν για την περιουσία των δύο κοριτσιών, πήγαν στο Νεραϊδοχώρι ψάχνοντας να βρουν τα δύο κορίτσια και να τα αιχμαλωτίσουν.

Εκείνες μόλις το αντιλήφθηκαν, έτρεξαν για να ξεφύγουν σε δύο γειτονικά βουνά. Οι λήσταρχοι έφυγαν από το χωριό, τα κορίτσια όμως δεν ξαναφάνηκαν ποτέ.

Κάτοικοι, μετά από καιρό, έλεγαν πως τα φεγγαρόλουστα βράδια, άκουγαν πολλές φορές τις φωνές των δύο κοριτσιών και έβλεπαν τις σκιές τους.

Από τότε τα δύο βουνά, ονομάστηκαν Νεράιδα και Μαρόσα και έτσι απέκτησε και το όνομά του, το ομώνυμο χωριό.

Ιστορίες ευφάνταστες, ιστορίες γραφικές, ιστορίες από αυτές που όταν τις ακούς ένα γλυκό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο.

Είναι κι αυτές οι ιστορίες, οι μύθοι και οι παραδόσεις αυτών των τόπων, ένα μικρό γρανάζι στη μηχανή αναζήτησης του χαμένου νοήματος της ζωής.

Διαβάστε ακόμα:
Νεραϊδοχώρι Τρικάλων

Η ανάβαση στην κορυφή Νεράιδα (2.074 μ.)

Στα 1.275 μέτρα υψόμετρο, συναντάμε δασικό δρόμο, τον οποίο αφήνουμε ανηφορίζοντας στ’ αριστερά μας σε δασωμένη πλαγιά.

Αφού διασχίσουμε ένα όμορφο μακρόστενο ξέφωτο, θα ξαναβγούμε σε δασικό δρόμο, στα 1.350 μέτρα υψόμετρο, τον οποίο πάλι αφήνουμε ανηφορίζοντας στην πλαγιά στ’ αριστερά μας.

Σύντομα, όμως, γιατί μετά από 200 μέτρα πορείας θα βγούμε και πάλι σε δασικό κτηνοτροφικό δρόμο, στα 1.390 μέτρα υψόμετρο.

Στη συνέχεια και για τα επόμενα 1.700 μέτρα, θα κινηθούμε επί του δασικού δρόμου, έχοντας πίσω μας μια υπέροχη θέα προς την οροσειρά Αυγού-Μαρόσας-Λουπάτας.

Η πορεία στο δασικό δρόμο σταματά στα 1.570 μέτρα υψόμετρο. Εκεί θα μπούμε σε μικρή ρεματιά στ’ αριστερά μας, η οποία θα μας ανεβάσει σε μεγάλη στάνη, στα 1.650 μέτρα υψόμετρο.

Έχουμε πλέον αφήσει πίσω μας το δασωμένο κομμάτι του βουνού και μπροστά μας απλώνεται η αλπική ζώνη της Νεράιδας. Από εδώ και πάνω κάνουν την εμφάνισή του και τα πρώτα «σοβαρά» χιόνια του βουνού.

Λίγο μετά τη στάνη, το μονοπάτι μας βγάζει σε μικρό αυχένα. Από κάτω ξεκινάει μια ρεματιά, η οποία ανηφορίζει με κατεύθυνση βόρεια στα ψηλώματα του βουνού.

Η ρεματιά αυτή οριοθετείται μεταξύ των κορυφογραμμών του Ξεροβουνίου (1.945 μ.) στ’ αριστερά μας και της Μπουντούρας στα δεξιά μας.

Για τη συνέχεια έχουμε δύο εναλλακτικές. Η πρώτη να κινηθούμε κατά μήκος του χαρτογραφημένου μονοπατιού, το οποίο τραβερσάρει τη δεξιά πλευρά της κορυφογραμμής του Ξεροβουνίου και η δεύτερη, να διασχίσουμε τη ρεματιά και να κινηθούμε στην αριστερή πλαγιά της κορυφογραμμής της Μπουντούρας.

Εν τέλει, επιλέχθηκε η πρώτη εναλλακτική, η οποία δεν μπορώ να πω ότι ήταν και η πιο εμπνευσμένη, μιας και η παρουσία του χιονιού δυσκόλεψε σε ορισμένα σημεία το τραβερσάρισμα.

Η εναλλακτική της Μπουντούρας προτιμήθηκε στην κατάβαση (για να μην επιστρέψουμε από τα ίδια) και οφείλω να ομολογήσω ότι είναι πολύ πιο βατή και ομαλή.

Η πορεία στο απαιτητικό πεδίο θα κρατήσει για περίπου 1,5 χιλιόμετρο, μέχρι τα 1.800 μέτρα υψόμετρο.

Ακολούθως, κινούμενοι λοξώς δεξιά, ανηφορίζουμε σε πιο ομαλή μεν, αλλά επικλινή δε πλαγιά, έως ότου βγούμε στη βόρεια κορυφογραμμή της Νεράιδας, στα 2.050 μέτρα υψόμετρο.

Χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, με εξαίρεση τον σφοδρό παγωμένο αέρα, θα προσεγγίσουμε το κολωνάκι της κορυφής Νεράιδα, στα 2.074 μέτρα υψόμετρο.

Η περιορισμένη γενικά ορατότητα και οι άσχημες καιρικές συνθήκες, δεν επέτρεψαν την πολύωρη παραμονή στην κορυφή.

Όπως ανέφερα προηγουμένως, η επιστροφή έγινε από την πλευρά της Μπουντούρας. Χωρίς να κινούμαστε σε μονοπάτι, με απουσία σημαδιών, βγήκαμε εύκολα στο διάσελο πάνω από τη στάνη και από εκεί επιστρέψαμε από τα ίδια στο Νεραϊδοχώρι.

Το συνολικό μήκος της διαδρομής ξεπερνάει τα 14 χιλιόμετρα και η συνολική υψομετρική διαφοράς ανάβασης φτάνει τα 1.000 μέτρα και λόγω της σύντομης δασοκάλυψης, δεν την συνιστώ τις θερμές περιόδους του χρόνου.

Επίσης, λόγω της έλλειψης σήμανσης (χειμώνας 2023-24), κρίνω απαραίτητη τη χρήση gps, για τη διευκόλυνση του προσανατολισμού και της πλοήγησης.

Θυμάμαι τον εαυτό μου να επιστρέφω αρκετά ταλαιπωρημένος στο Νεραϊδοχώρι. Όχι τόσο λόγω της απαιτητικής διαδρομής, αλλά λόγω του σφοδρού αέρα, τον οποίο υπέμεινα για αρκετές ώρες.

Κι αναρωτιόμουνα, ποιο είναι τελικά αυτό το κίνητρο που μας ωθεί ν’ αφήσουμε (έστω και για λίγο) τη βολή του σπιτιού μας για να έρθουμε ξανά και ξανά σ’ επαφή με τη φύση, στα ορεινά του τόπου μας;

Σε τι καλέσματα υπακούει η ψυχή; Ποιες εσωτερικές ανάγκες ζητάνε εκπλήρωση; Ποιος θα μου δώσει μια πειστική απάντηση;

Θα την βρω άραγε στον επόμενο προορισμό, που δεν είναι άλλος από τον γειτονικό Κόζιακα;

Powered by Wikiloc

Ίσως σας ενδιαφέρουν…