Μια κατάθεση ψυχής στο Νίψι του Παρνασσού
Έρχονται κάποιες στιγμές που αναρωτιέμαι, αν το γράψιμο είναι ανώφελο.
Πώς είναι δυνατόν να ντύσεις με λέξεις μια χειμερινή ανάβαση σαν εκείνη στον Παρνασσό;
Πώς είναι δυνατόν να κάνεις το δάκρυ της συγκίνησης μελάνι και ν’ αποτυπώσεις στο χαρτί λέξεις ικανές να περιγράψουν νοήματα και συναισθήματα που ο ανθρώπινος νους δυσκολεύεται να συλλάβει;
Κάθε στιγμή είναι μοναδική κι ανεπανάληπτη, μια νέα σελίδα στο βιβλίο της ζωής μου. Κι άργησα να το καταλάβω αυτό.
Μα πιο πολύ άργησα να μάθω πώς θα δώσω περιεχόμενο κι ουσία σ’ αυτές τις σελίδες.
Σπατάλησα ανούσια άπειρες στιγμές, μέχρι να συνειδητοποιήσω το αυτονόητο, ότι ζωή χωρίς ένταση και πάθη, είναι ζωή χαμένη.
Μα τώρα έμαθα. Κάθε λέξη, κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου ήταν κι ένα ακόμη βήμα στο μονοπάτι της αυτοεκπλήρωσης.
Ένα μονοπάτι δύσκολο κι ανηφορικό. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να ήταν; Άλλωστε, δεν γράφονται με ίσιες γραμμές οι μοίρες των ανθρώπων, όπως έλεγε κι ο Ηλίας Βενέζης.
Πολλές φορές σ’ αυτή την μοναχική πορεία έχω συναντήσει κι άλλους που πορεύονται προς την ίδια κατεύθυνση.
Συνοδοιπόροι σ’ ένα ταξίδι περιπλάνησης στις ομορφιές και τα μυστήρια της ορεινής φύσης.
Άνθρωποι με κοινές εμπειρίες και βιώματα, με την ίδια αγάπη για τα βουνά και την ορειβασία.
Συνορειβάτες και σχοινοσύντροφοι που μάθαμε να μιλάμε με τα μάτια, να επικοινωνούμε με τη γλώσσα της ψυχής.
Τα βουνά είναι μέρη σαγηνευτικά, μυστηριώδη αλλά και επικίνδυνα. Τα μυστικά τους, συνήθως, αποκαλύπτονται μόνο σ’ εκείνους που αναζητούν την περιπέτεια, αψηφώντας τους κινδύνους και τις κακουχίες.
Κάθε ανάβαση είναι μια νέα πρόκληση, ένα ταξίδι λυτρωτικό, μία γεμάτη εμπειρίες σελίδα στο βιβλίο της ζωής.
Εκείνη, όμως, η χειμερινή ανάβαση στο Νίψι του Παρνασσού ήταν το κάτι άλλο.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Μακριά από τις πολύβουες πίστες του δημοφιλέστερου χιονοδρομικού κέντρου της χώρας και αψηφώντας τον κοσμοπολιτισμό της εξωτικής Αράχωβας, κατευθυνόμαστε στα ριζά των ανατολικών πλαγιών του Παρνασσού.
Προορισμός μας, ο ορεινός οικισμός της Τιθορέας, το μπαλκόνι του Παρνασσού, χτισμένη σε υψόμετρο 450 μέτρων.
Στόχος μας, η ανάβαση στην κορυφή Νίψι, η οποία «κρέμεται» πάνω από το χωριό και το θωρεί από υψόμετρο 1.900 μέτρων.
Όλα τα δεδομένα και τα προγνωστικά αυτής της απόπειρας μόνο ευνοϊκά δεν μπορείς να τα χαρακτηρίσεις.
Η διαδρομή είναι μεγάλη, τόσο σε υψομετρική όσο και σε ώρες πορείας κι είμαστε στα μέσα Φλεβάρη, με μικρή διάρκεια ημέρας.
Οι πληροφορίες που είχαμε συλλέξει, έλεγαν ότι το βουνό είχε φορτώσει πολύ χιόνι, ενώ κι πρόγνωση του καιρού μόνο ενθαρρυντική δεν ήταν.
Όλα τα μοντέλα έδιναν κλειστό καιρό με ελαφρά χιονόπτωση, τουλάχιστον χωρίς ισχυρούς ανέμους (αμ δε).
Μια ημερήσια εξόρμηση φάνταζε εκτός τόπου και χρόνου, όμως η «Dream Team» δεν χαμπαριάζει από κάτι τέτοιες «μικρολεπτομέρειες».
Μετά από ένα δίωρο ταξίδι, το πρωινό μάς βρίσκει στο γραφικό χωριουδάκι της Τιθορέας να μετράμε τις χιονονιφάδες που άρχισαν να πέφτουν απειλητικές.
Το σύννεφο είναι έτοιμο να μας πλακώσει, όμως εμείς αποφασισμένοι μπαίνουμε στο μονοπάτι που ξεκινάει πάνω από τα τελευταία σπίτια του οικισμού.
Περπατάμε στις παρυφές του Αισθητικού Δάσους της Τιθορέας και σχεδόν αμέσως το βουνό μάς βάζει δύσκολα.
Το ελικοειδές, δυσδιάκριτο (σε κάποια κομμάτια) μονοπάτι σκεπάζεται σταδιακά από φρέσκο χιόνι ενώ τα γερμένα (από το βάρος του χιονιού) κλαδιά των πουρναροκουμαριών δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Περίπου στα 800 μέτρα υψόμετρο συναντάμε διασταύρωση μονοπατιών. Θ’ ακολουθήσουμε τον δεξιό κλάδο που λίγο παρακάτω (ακολουθώντας τα κόκκινα σημάδια) μας οδηγεί στην Αγία Ιερουσαλήμ ή Αγιαρσαλή, ένα πανέμορφο ξωκκλήσι λαξευμένο μέσα στον βράχο.
Πιο ψηλά, το μονοπάτι διάσπαρτο με βραχώδεις εξάρσεις, γίνεται πιο απότομο και γλιστερό. Κάθε βήμα απαιτεί προσοχή ώστε να αποφευχθούν δυσάρεστες εκπλήξεις.
Σταδιακά μπαίνουμε στη ζώνη του έλατου. Το χιόνι πλέον φτάνει στο ύψος του γόνατου. Εμείς, όμως, συνεχίζουμε ακάθεκτοι και εκστασιασμένοι από την ομιχλώδη, παγωμένη ομορφιά του τοπίου που μας αγκαλιάζει.
Εδώ και ώρα κινούμαστε στο πεδίο με την χρήση του gps, μιας και το ίχνος του μονοπατιού ή πιθανά σημάδια έχουν θαφτεί κάτω από τόνους χιονιού.
Βγαίνοντας από το δασο-όριο, το τοπίο μεταμορφώνεται σε απόκοσμο και μυστηριακό. Ο αέρας και η χιονόπτωση δυναμώνουν, μαζί με τον ενθουσιασμό της ομάδας.
Μπροστά μας ορθώνεται μια επιβλητική πλαγιά, το τελευταίο εμπόδιο για την κορυφή.
Το χιόνι πλέον ξεπερνάει το γόνατο και κάθε βήμα που γίνεται σ’ αυτήν την παγωμένη ερημιά είναι μια απόδειξη του ακλόνητου πνεύματος της περιπέτειας και της επιθυμίας να δαμαστούν οι δυνάμεις της φύσης.
Σε κάθε βήμα, η ψυχή χωρίζεται από το σώμα, οι λέξεις χάνουν το νόημά τους, απλά απολαμβάνεις την κάθε στιγμή σα να μην υπάρχει αύριο.
Όσο ανηφορίζουμε, το χιόνι σκληραίνει (ευτυχώς) και τα κραμπόν κάνουν καλή δουλειά, καθώς δαγκώνουν την παγωμένη επιφάνεια.
Ο άνεμος ουρλιάζει και το τσουχτερό κρύο περονιάζει κάθε εκτεθειμένο εκατοστό δέρματος.
Πλησιάζουμε στην τελική ευθεία. Οι συνθήκες γίνονται ακόμη σκληρότερες. Το βουνό θέλει ν’ αμφισβητήσει τα ψυχοσωματικά μας όρια.
Η «Dream Team», όμως, συνεχίζει. Η συντροφικότητα γίνεται πηγή ζεστασιάς και δύναμης μέσα στην χιονοθύελλα.
Λίγα λεπτά ακόμα –που μοιάζουν μια αιωνιότητα- κι η κορυφή εμφανίζεται. Που λέει η λόγος.
Ο στόχος επιτεύχθη. Στεκόμαστε σε υψόμετρο 1.900 μέτρων, ανήμποροι ν’ απολαύσουμε (ελέω συνθηκών white-out) τη θέα από το Νίψι, που είχα την τύχη ν’ απολαύσω σε μεταγενέστερες αναβάσεις.
Η ανάβαση αυτή υπήρξε ένα αποκορύφωμα ανυποχώρητης επιμονής και θέλησης που θα μείνει για πάντα χαραγμένη νοσταλγικά στο μυαλό μου.
Η κορυφή, όπως κάθε κορυφή, είναι μια προσωρινή στάση και η κατάβαση είναι από μόνη της μια ορειβατική πρόκληση, με τους δικούς της κανόνες και αβεβαιότητες.
Ο τελευταίος λόγος ανήκει πάντα στο βουνό κι αυτό θα πρέπει να το γνωρίζουμε και να το σεβόμαστε όλοι μας.
Γι’ αυτό οι ορειβάτες πρέπει να παραμένουμε σε εγρήγορση μέχρι να επιστρέψουμε με ασφάλεια στην αφετηρία της διαδρομής μας.
Μια ανάβαση σ’ ένα χιονισμένο βουνό είναι ένας χορός ανάμεσα στην ακατέργαστη εμπειρία του να πιέζεις τον εαυτό σου στα όριά του και τις αδυσώπητες δυνάμεις της φύσης.
Μα πάνω και πέρα απ’ όλα, σε αναβάσεις όπως αυτή, σφυρηλατούνται χαρακτήρες, φιλίες, ψυχικοί δεσμοί τόσο δυνατοί που δεν μπορεί να σπάσει η διαβρωτική ρουτίνα της καθημερινότητας.