The Moth and the Mountain: A True Story of Love, War, and Everest

Μια εξαιρετική, αληθινή ιστορία για την προσπάθεια ενός ανθρώπου να επουλώσει τις πληγές του πολέμου και να σώσει την ψυχή του μέσα από μια τολμηρή περιπέτεια.
Τη δεκαετία του 1930, την εποχή που οι Βρετανικές αποστολές εστίασαν όλες τους τις δυνάμεις στην κατάκτηση του Έβερεστ, ένας άσημος βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Maurice Wilson, συνέλαβε το δικό του τρελό, όμορφο σχέδιο: να πετάξει μ’ ένα αεροπλάνο από την Αγγλία στο Everest, να προσγειωθεί στους πρόποδες του βουνού και μετά να γίνει ο πρώτος άνθρωπος που θα φτάσει στην κορυφή του – κι όλα αυτά εντελώς μόνος.
Το πρόβλημα ήταν ότι ο Wilson δεν είχε ιδέα από ορειβασία. Στην πραγματικότητα, όπως σημειώνει ο Ed Caesar, συγγραφέας του βιβλίου, «Ο Wilson δεν είχε ανέβει κάτι πιο δύσκολο από μια σκάλα».
Μετά βίας ήξερε πώς πιλοτάρεται ένα αεροπλάνο. Τη δεδομένη, όμως, στιγμή είχε το σωστό αεροπλάνο, τον κατάλληλο εξοπλισμό και μια βαθιά λαχτάρα για να πετύχει τον στόχο του.
Το 1933, απογειώθηκε από το Λονδίνο με ένα Διπλάνο Gipsy Moth (σημ. ένα αεροσκάφος σταθερών πτερύγων με τις δύο κύριες πτέρυγες τοποθετημένες η μία πάνω από την άλλη), με προορισμό το ψηλότερο βουνό της γης.
Το διάρκειας έντεκα μηνών ταξίδι του Wilson στο Everest είναι άγριο, γεμάτο σασπένς, ανατροπές και τόλμη.
Ο Wilson είναι ένας από τους ήρωες του Μεγάλου Πολέμου (σημ. του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου), αλλά και ένα από τα θύματά του.
Η γενέτειρά του, το Bradford στη βόρεια Αγγλία, διαλύεται από τις μάχες. Το ίδιο ισχύει και για την οικογένειά του. Ο ίδιος μόλις που κατάφερε να επιβιώσει.
Ο Wilson επιστρέφει από τον πόλεμο, ανίκανος να αντιμετωπίσει την καλπάζουσα κατάθλιψη. Ξεκινά ένα μακρινό ταξίδι σε όλο τον κόσμο, κάνοντας γάμους και εφήμερες σχέσεις, αφήνοντας κατεστραμμένες ζωές στο πέρασμά του.
Όταν επέστρεψε τελικά στην Αγγλία, σχεδόν μια δεκαετία αφότου έφυγε για πρώτη φορά, ο Έρωτας του χτύπησε ξανά την πόρτα -αυτή τη φορά με τη σύζυγο του καλύτερού του φίλου- προτού τον επισκεφτεί για μια ακόμη φορά η κατάθλιψη.
Απελευθερώνεται από τα δεσμά του φόβου και του πανικού με μια αποκρυσταλλωμένη φιλοδοξία. Θέλει να είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα πατήσει στην ψηλότερη κορυφή του κόσμου. Ο Wilson πιστεύει ότι το Everest μπορεί να τον εξαγνίσει.
Στις 16 Απριλίου 1934, ο Maurice Wilson ξεκίνησε από το μοναστήρι Rongbuk στο Θιβέτ για ν’ ανέβει στο Everest από την βόρεια πλευρά, εντελώς μόνος.
Μετέφερε 20 κιλά εξοπλισμού και φαγητού, συμπεριλαμβανομένου ενός ελαττωματικού αλτίμετρου κι ενός πιολέ (αλλά όχι κραμπόν).
Κουβαλούσε, επίσης, την ευλογία ενός ηλικιωμένου λάμα και το όνειρο να φτάσει στην κορυφή της γης -του πρώτου ανθρώπου που θα το κατόρθωνε- στα 36α γενέθλιά του.

Ο Ed Caesar είναι κυρίως δημοσιογράφος και όχι ιστορικός, ωστόσο η έρευνα που πραγματοποίησε για την συγγραφή του βιβλίου ήταν σχολαστική.
Οι κύριες πηγές του είναι το ημερολόγιο του Wilson και τα γράμματά του, τα οποία παρέχουν μια ελλιπή και, μερικές φορές, αναξιόπιστη εικόνα.
Όπως σημειώνει ο Caesar, ο Wilson ήταν ένας εκκεντρικός ονειροπόλος, ένας συναισθηματικά ασταθής καιροσκόπος, εξαιρετικά ικανός στην παραποίηση της αλήθειας.
Για να προσθέσει ιστορική ραχοκοκαλιά στην αφήγησή του, ο συγγραφέας έψαξε μια πληθώρα αρχείων αποστολών στο Everest. Περιόδευσε στα πεδία μάχης του Δυτικού Μετώπου.
Συνέλεξε πληροφορίες για τα νυχτερινά κέντρα του Λονδίνου των αρχών της δεκαετίας του 1930, ενώ πέταξε ακόμα και με ένα de Havilland Moth -το διπλάνο με το οποίο ο Wilson πήγε στα Ιμαλάια.
Ως επί το πλείστον, η αφήγηση είναι γραμμική, με αρκετές βέβαια παρεκκλίσεις προκειμένου να κατανοήσουμε αυτόν τον πολύπλοκο χαρακτήρα.
Γίνεται μια σύντομη αναφορά στην Μεγάλη Τριγωνομετρική Υπηρεσία, το Βρετανικό πρόγραμμα χαρτογράφησης στην Ινδία, ενώ περισσότερος χώρος αφιερώνεται στην ανάπτυξη του αλπινισμού ως σπορ στην Δυτική Ευρώπη και στην ανάδειξη του Everest ως μια «μοντέρνα και παράδοξη Βρετανική εμμονή».
Η πρώτη απόπειρα του Wilson για την κορυφή του Everest, η οποία ξεκίνησε στις 16 Απριλίου, τελείωσε άδοξα, όταν επέστρεψε ξαφνικά στο μοναστήρι Rongbuk.
Ένα μήνα αργότερα, το «show», όπως συνήθιζε να χαρακτηρίζει συχνά τις περιπέτειές του, ξεκίνησε ξανά.
«Απ’ όποια πλευρά κι αν το δεις, δεν είχε την παραμικρή πιθανότητα να φτάσει στην κορυφή», γράφει ο Caesar. Στη δεύτερη προσπάθειά του, «όλη αυτή η όμορφη, μελαγχολική, τρελή ιστορία» έφτασε στο αναπόφευκτο τέλος της.
Ο Wilson πέθανε από εξάντληση κάτω από το North Col, ένα τείχος πάγου, χιονιού και βράχου στα 7.000 μέτρα υψόμετρο, στις αρχές Ιουνίου του 1934. Η τελευταία του καταχώρηση στο ημερολόγιο έγραφε: «Ξεκινάμε πάλι, πανέμορφη μέρα».
Το «The Moth and the Mountain» αποκαθιστά τον Maurice Wilson στα χρονικά του Everest και αφηγείται μια αξέχαστη ιστορία για τη δύναμη του ανθρώπινου πνεύματος που έρχεται αντιμέτωπο με τις πιο αντίξοες συνθήκες.
