Trekking στο Annapurna Circuit του Νεπάλ
Το Νοέμβρη του 2019 ο Αλέξανδρος Μούρτζος, ερασιτέχνης ορειβάτης και αναγνώστης της σελίδας μας, βρέθηκε στο Νεπάλ και περπάτησε το περίφημο Annapurna Circuit Trek.
Έγραψε σ’ ένα χαρτί τις εμπειρίες του και θέλησε να τις μοιραστεί με ανθρώπους που διακατέχονται από το ίδιο πάθος, αυτό της ανακάλυψης της φύσης και κυρίως των βουνών.
Πάμε, λοιπόν, να ταξιδέψουμε μέσα από τις εικόνες και τις λέξεις του Αλέξανδρου στο μακρινό και άγνωστο ορεινό βασίλειο των Ιμαλαΐων.
Tο Νεπάλ είναι μία χώρα που πάντα μάγευε τους ταξιδιώτες και κυρίως τους λάτρεις της ορειβασίας και του trekking χάρη στα Ιμαλάια, ο κύριος όγκος των οποίων απλώνεται κατά μήκος του βορείου τομέα της χώρας. Έτσι και για μένα το Νεπάλ αποτελούσε προορισμό – όνειρο από τότε που με θυμάμαι. Τελικά, μία μέρα του περασμένου Σεπτέμβρη πήρα την μεγάλη απόφαση. Έκλεισα αεροπορικά εισιτήρια για Νοέμβρη και το όνειρο άρχισε να πραγματοποιείται.
Έχοντας 18 μέρες άδειας, αποφάσισα να τις εκμεταλλευτώ κάνοντας κάποιο μεγάλο trek, από τα πολλά που προσφέρουν τα Ιμαλάια. Υπάρχουν δύσκολα, εύκολα, κάποια που χρειάζονται πιο ακριβή άδεια από τα υπόλοιπα, κάποια που χρειάζονται μόνο λίγες μέρες και άλλα που πρέπει να αφιερώσεις τουλάχιστον έναν μήνα.
Μετά από έρευνα και σκέψη, αποφάσισα να περπατήσω το Annapurna Circuit Trek, ένα από τα πιο φημισμένα treks, όχι μόνο του Νεπάλ, αλλά ολόκληρης της υφηλίου. Το συγκεκριμένο trek, αν και αρκετά απαιτητικό, προσφέρει στον πεζοπόρο την δυνατότητα να τρέφεται και να διανυκτερεύει σε lodges (ξενώνες). Το μονοπάτι είναι πανέμορφο με μοναδικά τοπία, παραδοσιακά χωριά και πολλούς trekkers για νέες φιλίες.
To trek απλώνεται γύρω από τον ορεινό όγκο των Annapurnas και σχηματίζει ουσιαστικά, έναν κύκλο. Για να κάνει κάποιος ολόκληρο τον κύκλο χρειάζονται τουλάχιστον 18-20 μέρες (με περπάτημα σχεδόν κάθε μέρα), αλλά χάρη στον δρόμο που πλέον ακολουθεί το μεγαλύτερο μέρος του trek, υπάρχει η δυνατότητα να πεζοπορήσει κάποιος ακόμα και μόνο 4 μέρες.
Προσωπικά είχα στην διάθεσή μου 11-12 μέρες για πεζοπορία και είχα υπολογίσει να κάνω έστω το πιο απαιτητικό και όμορφο μέρος του trek. Το μόνο που έκλεισα εκ των προτέρων ήταν το hostel για τις δύο πρώτες νύχτες του ταξιδιού.
Έτσι, αναχώρησα από την Αθήνα τα χαράματα της 18ης Νοεμβρίου και προσγειώθηκα στην Κατμαντού το απόγευμα της ίδιας μέρας. Χαοτική, με μεγάλη ατμοσφαιρική ρύπανση, αλλά ταυτόχρονα πολύχρωμη, η πρωτεύουσα του Νεπάλ σου αφήνει ανάμεικτα συναισθήματα.
Προσωπικά δεν κρατιόμουν να περπατήσω στα βουνά. Και έτσι το πρωί της 20ης Νοεμβρίου μπήκα στο αντίστοιχο Νεπαλέζικο ΚΤΕΛ και μετά από 7 ώρες διαδρομή έφτασα στο σημείο εκκίνησης, το Besi Sahar, το οποίο βρίσκεται μόλις στα 830 μέτρα υψόμετρο. Εκεί, γνώρισα δύο Ολλανδούς (οι φιλίες άρχισαν πριν ακόμα καλά-καλά ξεκινήσει το trek), και μαζί αποφασίσαμε να μπούμε σε ένα από τα πολλά jeeps που ανεβαίνουν στα χωριά, για να φτάσουμε μέχρι το Syange (1080 μέτρα), και έτσι να κερδίσουμε λίγο παραπάνω χρόνο.
Όταν πλέον είσαι πάνω στα βουνά, εκεί στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, η φασαρία του πεδινού Νεπάλ εξαφανίζεται. Τα χωριά είναι μικρά, ήσυχα, παραδοσιακά κτισμένα, και γεμάτα ξενώνες για τους πεζοπόρους. Τα λιτά και παγωμένα δωμάτια με ένα κρεβάτι, και το φτωχικό αλλά νόστιμο μενού, μοιάζουν σαν παράδεισος στο τέλος μίας δύσκολης μέρας. Κάποιες φορές τα δωμάτια ή το common room έχουν θέες που θα ζήλευαν μέχρι και τα πανάκριβα chalet των Άλπεων. Εδώ αντιθέτως, η διαμονή κοστίζει από… τίποτα μέχρι 3μιση ευρώ η βραδιά.
Το περιβάλλον στην αρχή θυμίζει αυτό της ζούγκλας. Μπανανιές, μπαμπού, φτέρες, γενικά πυκνή βλάστηση μαζί με πολύ νερό. Ποτάμια και τεράστιοι καταρράκτες συναντιούνται σε όλη την διαδρομή. Σύντομα το σκηνικό αλλάζει: πυκνά φυλλοβόλα δάση, που θυμίζουν Ευρώπη και οι πρώτες κορυφές αρχίζουν να γίνονται ορατές. Αλλά σίγουρα από το Chame (2710 μέτρα) και πάνω το τοπίο γίνεται εντυπωσιακό και μοναδικό για όποιον πεζοπόρο δεν έχει βγει ποτέ εκτός Ευρώπης. Ψηλά έλατα απλωμένα σε τεράστιες εκτάσεις και κοντινές κορυφές να ξεπροβάλουν επιβλητικές. Το τοπίο εδώ -όπως συμφώνησαν και άλλοι trekkers- θυμίζει τα απέραντα δάση της Βορείου Αμερικής, σαν και αυτό του Yellowstone.
Αλλά τίποτα δεν μπορεί να ξεπεράσει την μαγεία της Αλπικής ζώνης. Και στα Ιμαλάια αυτή ξεκινάει μετά τα 3.450 μέτρα. Σε αυτό το υψόμετρο βρίσκεται και το μεγάλο χωριό του Manang το οποίο αποτελεί σταθμό ξεκούρασης και ανεφοδιασμού για όλους τους πεζοπόρους. Είναι και το σημείο όπου όλοι οι πεζοπορικοί οδηγοί, ντόπιοι και ιατρικές οργανώσεις συνιστούν ξεκούραση τουλάχιστον δύο νυχτών ώστε να προσαρμοστεί το σώμα στο υψόμετρο και να αποφευχθεί η γνωστή και θανατηφόρα «ασθένεια των ορειβατών» (Altitude Sickness).
Το χωριό είναι γεμάτο με μεγάλους ξενώνες, εστιατόρια, vegan café, μαγαζάκια όπου μπορείς να βρεις από liposan μέχρι crampons, ακόμα και ένα μικρό σινεμά! (όπου προβάλλονται μόνο ορειβατικές ταινίες). Όσο απαραίτητη και αν είναι η ξεκούραση, προσωπικά βρήκα το Manang ως ένα μέρος νωθρότητας, όπου οι πεζοπόροι παρασύρονται από το δυτικό φαγητό, τα άνετα κρεβάτια και τον καφέ και παραμένουν εκεί για πολύ παραπάνω από ότι είχαν υπολογίσει. Σίγουρα είναι ένα μέρος όπου μπορείς να κάνεις πολλές νέες φιλίες, αλλά δεν παύει να αποτελεί μια «τουριστική παγίδα» που σε εμποδίζει από τα να εκπληρώσεις τον στόχο σου και να χαρείς την πραγματική ομορφιά του Αλπικού τοπίου που ξεκινάει αμέσως μετά το Manang.
Και πραγματικά, λίγα μέτρα πιο πάνω ο κόσμος αλλάζει για άλλη μία φορά. Τεράστιες κορυφές αυτή τη φορά πιο κοντά από ποτέ, τούνδρα και ο γνωστός «ήχος του βουνού» (αυτή η υπέροχη και ιδιαίτερη ησυχία) συνθέτουν μία μοναδική εμπειρία για όλες τις αισθήσεις. Σε αυτό το υψόμετρο η αντίληψη της κλίμακας χάνεται. Ενώ συνειδητοποιείς ότι βρίσκεσαι πιο ψηλά από ποτέ, τριγύρω σου υψώνονται κορυφές διπλάσιες στο ύψος.
Από εδώ και πέρα δεν υπάρχουν δρόμοι, ενοχλητικά jeeps και γενικά η υποτυπώδη ασφάλεια που ένιωθες στα χαμηλότερα χωριά. Εδώ αν πάθεις κάτι υπάρχουν δύο τρόποι να κατεβείς σε χαμηλότερο υψόμετρο: το άλογο και το ελικόπτερο. Αλλά και εδώ βρίσκεται το κατάλληλο μέρος για εσωτερική περισυλλογή.
Τα χωριά είναι μικρά και οι λίγοι μόνιμοι κάτοικοι κατεβαίνουν σε χαμηλότερα υψόμετρα το χειμώνα. Ουσιαστικά αποτελούν καθαρά σταθμούς για τους πεζοπόρους και το τοπικό εμπόριο. Σε αυτά τα χωριά άνω των 3.700 μέτρων δεν έχεις και πολλά να κάνεις. Αλλά δεν χρειάζεται κιόλας. Οι ώρες περνάνε όμορφα περπατώντας κάποιο side trail, είτε στο common room του κάθε ξενώνα όπου πίνεις το απαραίτητο ζεστό τσάι, διαβάζεις, διαλογίζεσαι, κάνεις νέες φιλίες. Όλα αυτά μέχρι τις 20:30-21:00 όπου τα κεντρικά φώτα κλείνουν και όλοι αποχωρούν για τα παγωμένα δωμάτια τους.
Το αποκορύφωμα του trail ήταν, σίγουρα, η κατάκτηση του Thorung La Pass, ένα διάσελο στα 5.417 μέτρα. Για να φτάσεις εκεί χρειάζεσαι δύο με τρεις νύχτες από το Manang. Η μέρα της κυρίως ανάβασης ήταν η πιο δύσκολη, αλλά συνάμα, η πιο υπέροχη. Οι συνθήκες (χιονόπτωση, χαμηλή θερμοκρασία, παγωμένος αέρας) δεν βοηθούσαν καθόλου αλλά σίγουρα έδιναν μια παραπάνω δόση αδρεναλίνης.
Άλλωστε, η στιγμή που βλέπεις από μακριά τα γνωστά Βουδιστικά Prayer Flags, τα οποία σηματοδοτούν το πιο ψηλό σημείο του trail, δεν μπορεί να περιγραφεί με λέξεις. Εκεί πάνω βρίσκεται και ένα μικρό tea-house, οπού σε ένα μεγάλο τραπέζι στριμώχνονται όλοι οι ορειβάτες για να απολαύσουν μια κούπα ζεστό τσάι. Από εκεί και έπειτα ακολουθεί μια πολύωρη και δύσκολη κατάβαση στην πίσω πλευρά του βουνού.
Φτάνοντας στα 3.800 μέτρα έχεις την επιλογή είτε να περπατήσεις όλο το υπόλοιπο trail μέχρι την πεδινή πόλη της Pokhara, και να ολοκληρώσεις έτσι το κυκλικό trail, είτε να φτάσεις με τα πόδια μετά από μία-δύο μέρες στο Jomsom και να μεταβείς στην Pokhara με αεροπλάνο (αν έχεις την οικονομική δυνατότητα) ή λεωφορείο (αν θες να περάσεις τις πιο άσχημες αλλά παράλληλα και τις πιο αξέχαστες 13 ώρες της ζωής σου). Ότι και να επιλέξεις, η ζεστή και όμορφη Pokhara θα σε ανταμείψει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μόλις κατέβεις από το πέρασμα του Thorung La Pass, θα θες να το ξανανεβείς.
Καθώς το αεροπλάνο έπαιρνε ύψος, αγνάντευα την τεράστια λευκή οροσειρά των Ιμαλαίων και σκεφτόμουν τα όσα μοναδικά έζησα κατά την διάρκεια του trek. Τους ανθρώπους που γνώρισα, τα τοπία που είδα, τα φαγητά που γεύτηκα, τα μοναδικά συναισθήματα που ένιωσα όταν βρισκόμουν μόνους μου στην Αλπική ζώνη. Είναι στην φύση του ανθρώπου να ανακαλύπτει, να δοκιμάζει τα όριά του, να γοητεύεται από το μακρινό, το άγνωστο και το άγριο.
Όσο γράφονται αυτές οι γραμμές βρίσκεται σε εξέλιξη η πανδημία του Κορονοϊού. Οι μετακινήσεις και τα ταξίδια έχουν ελαχιστοποιηθεί στο μέγιστο. Τα επιβλητικά βουνά όμως παραμένουν εκεί. Έτοιμα να τα εξερευνήσετε όταν πλέον η πανδημία περάσει. Αδράξτε την ευκαιρία, πάρτε το ρίσκο και πραγματοποιείστε τα όνειρά σας.