Ανακαλύπτοντας το αλπικό μεγαλείο των Βαρδουσίων (Μέρος Α)
Έντονο και σκληρό ανάγλυφο, άγριες, δύσβατες και απότομες κορυφές που κεντρίζουν το ορειβατικό ενδιαφέρον, κάθετες ορθοπλαγιές, εντυπωσιακές αναρριχητικές διαδρομές, γνωστές για την ομορφιά τους και τη δυσκολία τους, εκτεταμένα αλπικά οροπέδια.
Όλα αυτά μαζί και πολλά άλλα έχουν προσδώσει στα Βαρδούσια το χαρακτήρα του αλπικού βουνού.
Ένα από τα ελάχιστα, πράγματι, ελληνικά βουνά με αυθεντικό αλπικό χαρακτήρα που θα μπορούσε να συγκριθεί με αυτά της κεντρικής Ευρώπης.
Ο τεράστιος όγκος του βουνού αναπτύσσεται απότομα στην καρδιά της Ρούμελης σε έκταση 26.000 εκταρίων.
Το κύριο τμήμα του βρίσκεται στο νομό Φωκίδας, ενώ ένα μικρό μέρος του ανήκει στο νομό Φθιώτιδας.
Με βάση τη γεωγραφική διάταξη των κορυφών τους, τα Βαρδούσια αποτελούνται από τρία συγκροτήματα.
Το νότιο που περιλαμβάνει την ψηλότερη κορυφή τους, τον Κόρακα (2.495 μ.), την έκτη ψηλότερη της Ελλάδας, με την εντυπωσιακή κορυφογραμμή, το δυτικό με τις επιβλητικές και απόκρημνες κορυφές του και το βόρειο με τις ομαλές κορυφές.
Το νότιο συγκρότημα περιλαμβάνει μια εκτεταμένη και κακοτράχαλη κορυφογραμμή μήκους περίπου 17 χλμ.
Οι κορυφές Αετός, Λιοντάρι, η Ανώνυμη (2.437 μ.) καθώς και η ψηλότερη κορυφή Κόρακας πλαισιώνουν ένα μικρό οροπέδιο, γνωστό ως Μέγας Κάμπος.
Νοτιότερα του Κόρακα υπάρχουν οι κορυφές Κοκκινιάς (2.404 μ.), Όρνιο (2.287 μ.), Κοράκια (2.148 μ.), Τραπεζάκι (1.862 μ.). Η κορυφογραμμή σβήνει σταδιακά μέχρι την τεχνητή λίμνη του Μόρνου.
Το δυτικό συγκρότημα των Βαρδουσίων, είναι και το εντυπωσιακότερο, καθώς περιλαμβάνει απόκρημνες κορυφές όπως οι Σούφλες (2.260 μ.), η Αλογόραχη (2.265 μ.), η Πυραμίδα (2.348 μ.), το Γιδοβούνι (2.087 μ.), το Πάνω Ψηλό (2.120 μ.) και το Κάτω Ψηλό (2.140 μ.) και την πιο απομακρυσμένη το Βουνό της Κωστάριτσας (2.216 μ.).
Οι κορυφές Πάνω και Κάτω Ψηλό είναι δύο απότομα μυτίκια που χρειάζονται δύσκολη αναρρίχηση για την προσέγγισή τους.
Την άνοιξη από τις κορυφές αυτές δημιουργείται «ψηλή βροχή», λόγω των χιονιών που λιώνουν και εξαιτίας των αρνητικών κλίσεων που παρουσιάζουν σε ορισμένα σημεία. Από αυτό το φαινόμενο πολλοί ντόπιοι ονομάζουν τα Βαρδούσια ως «Ανεμιστός».
Τα δυτικά Βαρδούσια συνορεύουν με το νομό Αιτωλοακαρνανίας και έχουν ως φυσικό σύνορο το Κοκκινόρεμα και ένα χαμηλό διάσελο ύψους 1.370 μ. που τα χωρίζουν από τα όρη Ναυπακτίας. Ανάμεσα στο νότιο και το δυτικό συγκρότημα βρίσκεται το φαρδύ διάσελο Μετερίζια.
Το βόρειο συγκρότημα χαρακτηρίζεται από μια μακριά κορυφογραμμή με ομαλές κλίσεις, που έχει κατεύθυνση βόρεια-βορειοδυτικά καθώς καταλήγει στη Γραμμένη Οξυά.
Οι βόρειες κορυφές του βουνού είναι σχετικά ομαλές με ψηλότερη το Βουνό της Χωμήριανης (2.294 μ.) και μετά το Σινάνι (2.055 μ.), το Ομαλό (1.832 μ.), τη Μηλιά (1.784 μ.) και την Πολεμίστρα (1.680 μ.), οι οποίες σταδιακά ενώνονται με τις πλαγιές της Οξυάς.
Στα βορειοανατολικά εκτείνονται μέχρι το χωριό Μάρμαρα, ενώ ένας χαμηλός αυχένας τα συνδέει με την Οίτη. Ανατολικά ο ποταμός Μόρνος χωρίζει τα Βαρδούσια από τη Γκιώνα.
Κάτω από όλες αυτές τις κορυφές απλώνονται εκπληκτικά χλοερά λιβάδια, τα ξακουστά Μουσουνιώτικα Λιβάδια της υποαλπικής ζώνης, στα οποία, αιώνες τώρα, αναπτύσσεται η ημινομαδική κτηνοτροφία.
Το βουνό χαρακτηρίζουν τα πολλά νερά και κεφαλάρια. Από εδώ πηγάζει ο Εύηνος ποταμός και πολλά μεγάλα ρέματα που τον τροφοδοτούν (Καρυώτικο, Καλογερικό κ.α.), καθώς και ο Μόρνος, που υδρεύουν την Αθήνα.
Τα πετρώματά του είναι κυρίως ασβεστολιθικά με μικρή παρουσία πυριτόλιθων και φλύσχη.
Κατά την αρχαιότητα, τα Βαρδούσια ήταν γνωστά ως «Μέγιστον Όρος». Σύμφωνα με τη μυθολογία, στα έγκατα του βουνού κατοικούσαν οι Λάμιες και οι Μούσες, οι οποίες άρπαζαν ανυποψίαστους θνητούς και τους τραβούσαν μαζί τους κάτω από τη γη.
Οι αρχαίοι τα ονόμαζαν επίσης Κόραξ, ονομασία που επιβιώνει μέχρι σήμερα ειδικά στον τοπικό πληθυσμό, ο οποίος χρησιμοποιεί κυρίως την αρχαία ονομασία. Η ονομασία Βαρδούσια προέρχεται από τη σλαβική λέξη Βαρδούσι που σημαίνει βουνό.
Στα χαμηλά υψόμετρα γύρω από την τεχνητή λίμνη του Μόρνου επικρατεί η μεσογειακή βλάστηση με κύριο εκπρόσωπο το πουρνάρι, τα φυλίκια, τις κουμαριές και τα πλατάνια γύρω από τα ρέματα, ενώ ψηλότερα εμφανίζονται μικτά δάση δρυός, γάβρου, καστανιάς, οξυάς και άλλων ειδών.
Από τα 1.000 μ. και πάνω ξεκινάει ένα μεγάλο ελατόδασος που αποτελείται κυρίως από κεφαλληνιακή ελάτη, ενώ τοπικά απαντά και η υβριδογενής ελάτη που ανέρχεται μέχρι τα 1.500-1.600 μ.
Πάνω από το δάσος της κεφαλληνιακής ελάτης υπάρχουν εκτεταμένοι βοσκότοποι (στεπόμορφα λιβάδια) που διακόπτονται από μικρούς θάμνους.
Η χλωρίδα των Βαρδουσίων είναι φημισμένη για τα πολλά και σπάνια είδη της. Στις κορυφές τους φυτρώνουν τρία τοπικά ενδημικά είδη, η Achillea barbeyana, η Campanula columnaris και η Cephalaria glaberrima, αλλά και τουλάχιστον δέκα ενδημικά των βουνών της Ρούμελης και δεκάδες ενδημικά της Ελλάδας.
Ωστόσο, απαντώνται και είδη που δεν είναι ενδημικά, αλλά πολύ σπάνια, όπως το Geum heterocarpum, η Pinguicula balcanica, το Omphalodes luciliae, η Viola poetica και το Lilium martagon.
Στις αρχές της άνοιξης και με το λιώσιμο του χιονιού, τα αλπικά λιβάδια κατακλύζονται από τους εκθαμβωτικούς κρόκους του είδους Crocus veluchensis που καλύπτουν το τοπίο σαν ένα μπλε χαλί.
Από τη πλευρά της ορνιθοπανίδας στα Βαρδούσια ζούνε χρυσαετοί, φιδαετοί, γερακίνες, σφηκιάριδες, πετρίτες, μπούφοι και άλλα αρπακτικά ενώ πριν από λίγα χρόνια πάνω από τις κορφές του βουνού πετούσαν όρνια και ασπροπάριδες.
Τα Βαρδούσια θεωρούνται ένα από τα τελευταία σημεία στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου ζούσε ο γυπαετός, αυτό το θαυμαστό αρπακτικό που ζει πλέον μόνο στην Κρήτη.
Τα δάση της περιοχής είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τους δρυοκολάπτες ενώ η πετροπέρδικα που αφθονούσε στην περιοχή έχει περιοριστεί από το εντατικό κυνήγι.
Από τη μεριά των θηλαστικών στα Βαρδούσια ζούνε αγριογούρουνα, αλεπούδες, νυφίτσες, κουνάβια, ασβοί, σκίουροι κ.α.
Παλιότερα στην περιοχή ζούσανε πολλά ζαρκάδια αλλά κυνηγήθηκαν τόσο που πλέον είναι εξαιρετικά σπάνια.
Συχνά στις χαμηλότερες περιοχές του βουνού εμφανίζονται λύκοι, αλλά ο πρωταγωνιστής της πανίδας των Βαρδουσίων είναι το ακριβοθώρητο αγριόγιδο, που η παρουσία του εδώ δηλώνει την νοτιότερη ευρωπαϊκή κατανομή του είδους.
Το περήφανο αυτό θηλαστικό, έχει πιεστεί αρκετά από το παράνομο κυνήγι και πλέον στο βουνό επιβιώνουν μόλις 10 άτομα με το μέλλον να φαντάζει μάλλον δυσοίωνο.
Στο δίκτυο Natura το βουνό κατατάσσεται με τον κωδικό GR 2450001.
Η κύρια ανάβαση στα Βαρδούσια γίνεται από το χωριό Αθανάσιος Διάκος (πρώην Άνω Μουσουνίτσα). Είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.000 μ. στις ανατολικές πλαγιές του βουνού.
Ο πληθυσμός του σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 634 κάτοικοι. Από τον Αθανάσιο Διάκο καταγόταν ο ήρωας της επανάστασης του 1821 Αθανάσιος Διάκος.
Αυτός ήταν και ο λόγος της μετονομασίας του χωριού από Άνω Μουσουνίτσα σε Αθανάσιο Διάκο το 1959.
Στην πλατεία του χωριού δεσπόζει ο ανδριάντας του ήρωα που εγκαταστάθηκε εκεί από τον Πλαστήρα το 1922 προς τιμήν της επετείου των 100 χρόνων από την επανάσταση του 1821, ώστε να τιμηθεί αφενός ο τόπος καταγωγής του ήρωα και αφετέρου μέρος των κατοίκων που μετείχε στο 5/42 σύνταγμα ευζώνων του Πλαστήρα ή σεϊτάν ασκέρ (το ασκέρι του διαβόλου) όπως ονομαζόταν από τους Τούρκους.
Το χωριό προσεγγίζεται είτε από Μπράλο-Παύλιανη (απόσταση από Αθήνα: 260 χλμ.) είτε από Θήβα-Γραβιά (απόσταση από Αθήνα: 238 χλμ.).
Στο χωριό υπάρχει από το 2009 Ιστορικό Μουσείο που στεγάζεται στο ανακαινισμένο πατρικό σπίτι του ήρωα.
Η κλασική ανάβαση για την κορυφή ξεκινά από τον Αθανάσιο Διάκο (Άνω Μουσουνίτσα), χτισμένος στα 1.000 μ. υψόμετρο.
Το σημείο εκκίνησης είναι η οδός «Πτεράρχου Αθανασίου Σταθιά». Αριστερά στο τοιχίο υπάρχουν τα σήματα του Ε4 (κιτρινόμαυρο βέλος).
Στην αρχή το μονοπάτι έχει έντονη κλίση. Στη μισή ώρα πορείας, έχοντας συμπληρώσει περίπου 1 χλμ. περπατήματος, βγαίνουμε σε δασικό δρόμο (1.200 μ. υψόμετρο).
Στα αριστερά μας υπάρχει δεξαμενή νερού (υδραγωγείο). Είμαστε στη θέση «Γιατάκια». Η κλίση πλέον έχει μαλακώσει.
Σε λίγο βγαίνουμε σε διασταύρωση με τον κύριο χωματόδρομο που έρχεται από τον Αθ. Διάκο. Λίγο πιο κάτω, στη θέση «Ζηρέλια», συναντάμε τα σημάδια του παλιού απότομου μονοπατιού. Τα αγνοούμε και συνεχίζουμε την πορεία μας στον δασικό δρόμο.
Στα 2,3 χλμ. πορείας (1.340 μ. υψόμετρο) εγκαταλείπουμε τον δασικό δρόμο στα αριστερά μας και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε μια ομαλή ράχη.
Περνάμε κάτω από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία και βγαίνουμε στο χαρακτηριστικό εικονοστάσι κάτω από το λόφο του Πρ. Ηλία.
Εδώ καταλήγει και το απότομο μονοπάτι που έρχεται από τη θέση «Ζηρέλια». (3,5 χλμ. πορείας-1.450 μ. υψόμετρο).
Πολλοί φτάνουν με τα οχήματά τους μέχρι εδώ, ακολουθώντας τον δασικό δρόμο που έρχεται από τον Αθ. Διάκο, ο οποίος είναι σε καλή κατάσταση, κατασκηνώνουν (υπάρχει πηγή με πόσιμο νερό) και εφορμούν προς τις ψηλές κορυφές των Βαρδουσίων.
Στη συνέχεια ακολουθούμε για πολύ λίγο τον χωματόδρομο, ώσπου τον εγκαταλείπουμε στα αριστερά μας και αρχίζουμε να ανηφορίζουμε μια επικλινή ράχη, ακολουθώντας τα σημάδια του Ε4 (υπάρχουν και μερικά μεταλλικά κολωνάκια), έχοντας ουσιαστικά βγει από το πυκνό ελατόδασος και μπαίνοντας σταδιακά στο υποαλπικό κομμάτι του βουνού με τη χαμηλή βλάστηση.
Στα 4,3 χλμ. πορείας (1.600 μ. υψόμετρο) ξαναβγαίνουμε στον χωματόδρομο που έρχεται από τον Πρ. Ηλία με κατεύθυνση τα καταφύγια. Έχουμε πλέον μπει στο αλπικό κομμάτι του βουνού.
Αφήνουμε για λίγο τον χωματόδρομο, τραβερσάρουμε την πλαγιά δεξιά από του Γκιώνη το Πλάι και μετά από λίγο ξαναβγαίνουμε στον χωματόδρομο.
Στου Γκιώνη το Πλάι υπάρχουν μια εντυπωσιακή ορθοπλαγιά όπου έχουν ανοιχθεί μερικές δύσκολες χειμερινές αναρριχητικές διαδρομές.
Πορεία για 400 μ. στον χωματόδρομο, ώσπου τον εγκαταλείπουμε οριστικά και ανηφορίζουμε στη ράχη με τα κολωνάκια της χειμερινής σήμανσης (στα 5,1 χλμ. πορείας και 1.680 μ. υψόμετρο), ενώ στο βάθος εμφανίζονται σταδιακά οι ψηλές κορυφές του δυτικού συγκροτήματος των Βαρδουσίων.
Περνάμε μια στάνη και μετά από 1,2 χλμ. πορείας φτάνουμε στο καταφύγιο του Ε.Ο.Σ. Άμφισσας, που είναι χτισμένο στα 1.900 μ. υψόμετρο στη θέση Πιτιμάλικο.
Λίγο πιο πάνω (περίπου 600 μ.) διακρίνεται το δεύτερο καταφύγιο του βουνού, που το διαχειρίζεται ο Π.Ο.Α. (2.015 μ. υψόμετρο).
Από το σημείο εκκίνησης της πορείας μας μέχρι το καταφύγιο έχουμε διανύσει 6,25 χλμ. σε 3-3,5 ώρες χαλαρής ανάβασης. Η υψομετρική διαφορά που καλύψαμε ήταν 900 μ.
Η διανυκτέρευση μπορεί να γίνει σε ένα από τα δύο καταφύγια κατόπιν συνεννόησης με τους διαχειριστές τους. Εμείς είχαμε επιλέξει να διανυκτερεύσουμε στο καταφύγιο του Ε.Ο.Σ. Άμφισσας.
Το καταφύγιο του Π.Ο.Α. είναι χτισμένο σε υψόμετρο 2.015 μ. στη θέση Πιτιμάλικο, κοντά στο φαρδύ διάσελο Μετερίζια. Εγκαινιάστηκε στις 15/10/1961.
Είναι χωρητικότητας 18 ατόμων, ενώ διαθέτει δύο ξυλόσομπες, λάμπες υγραερίου για φωτισμό, οργανωμένη κουζίνα (πετρογκάζ,ντουλάπια,σκεύη κ.λπ.), όχι όμως και φαγητό, ενώ τις ανάγκες υδροδότησης καλύπτει μια πηγή που βρίσκεται σε απόσταση 5 λεπτών από το καταφύγιο. Για πληροφορίες καλέστε στο τηλέφωνο: 2108218401 (poa.gr).
Το καταφύγιο «Α. Τζάρτζανος» του Ε.Ο.Σ. Άμφισσας διαθέτει 60 κλίνες, καλοριφέρ, σόμπες πετρελαίου και τζάκι στο καθιστικό, έχει εσωτερικές τουαλέτες και νερό με αντλία από πηγή, ενώ έχει οργανωμένη κουζίνα και φαγητό. Τηλέφωνα επικοινωνίας: 22650-62195, 6974824456.
Χάρτης της διαδρομής
Συνεχίζεται…