Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γράφει για τον Γιώσο Αποστολίδη

Μαζί μας στην κορυφή του Ταϋγέτου το 1960

Ο ΑΕΤΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ

Αυτός ο θάνατος κι αυτή η ταφή κοντά στα λιμέρια των θεών, ξαναζωντάνεψε στη μνήμη μου την ανάβαση που κάναμε στον Ταΰγετο τον Οκτώβρη του 1960.

Είμαστε δώδεκα άτομα, οι έντεκα λίγο πολύ γνωστοί, ο ένας ξένος, ορειβάτης από τη Θεσσαλονίκη. “Αποστολίδης” μου ψιθύρισε ο γιατρός.

Δεν τον ήξερα, τον έβλεπα πρώτη φορά. Ήταν ένας απ’ όλους μας. Κι όμως δεν ήταν. Παίρνοντας το μονοπάτι για την κορφή από το καταφύγιο, ακολούθησε τη γραμμή της πορείας έως μόνον ως ένα σημείο.

Πολύ κάτω από τα διαζώματα της μεγάλης κορφής, κι ενώ μας έμενε ακόμη ως μιάμισυ ώρα πορεία, τον είδαμε να ξεκόβει.

Που πήγαινε; Σε λίγο τον είδαμε να παίρνει κάθετα την κορφή. Χωρίς διάβαση, χωρίς μονοπάτι, γατζωνότανε στα στεφάνια του και γλυστρούσε σαν αίλουρος προς τα πάνω.

“Μα θα μπορούσε ν’ ανεβή από κει στην κορφή;” ρώτησα με κατάπληξη. Κι αυτοί που τον ξέρανε χαμογέλασαν. Όσο μάκραινε και σκάλωνε προς τα πάνω, σούδινε την εντύπωση αετού.

Νόμιζες πως δεν πιάνεται, πως δεν ακουμπά. Νόμιζες πως αιωρείται, πως περιΐπταται χαμηλά, πάνω από τις πέτρες.

Η δύσκολη πορεία μας συνεχιζόταν ακόμη, ενώ αυτός, σα νάχε πετάξει ξαφνικά, δεν φαινόταν. Μας περίμενε στην κορφή. Τον πλησίασα με πολύ θαυμασμό.

Είδα την παιδική έκφρασή του, παρατήρησα τις σεμνές του κινήσεις, το λεπτό του χαμόγελο. Παρατήρησα προ παντός πως τα μάτια του έλαμπαν όπως τα μάτια των γερακιών.

Κι η εικόνα του έμεινε μέσα μου. Παρά τη χαλαρή μου μνήμη, τ’ όνομά του το θυμόμουνα πάντοτε.

“Αποστολίδης” απ’ τη Θεσσαλονίκη. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που σε σχετικές με τις αναβάσεις κουβέντες διηγόμουνα το άθλημά του, το κάθετο δηλαδή αυτό ανέβασμά του στην κορφή.

Και μια μέρα, αυτό το χρόνο, “Αποστολίδης” έγραψαν οι εφημερίδες. Στον Όλυμπο. Χάθηκε. Κοντά στο θρόνο του Δία. Κι ύστερα πάλι… Βρέθηκε νεκρός. Και την άλλη… Θα τον θάψουν εκεί. “Αποστολίδης”.

Και το μυαλό μου ξαναγύρισε στον Ταΰγετο. Τον ξανάφερα στην μνήμη μου σαν να τον έβλεπα.

Προσπαθούσα εκ των υστέρων να εξετάσω τις παιδικές του κινήσεις, τη σεμνότητά του, τα μάτια του που έλαμπαν.

Προσπαθούσα να ιδώ βαθύτερα. Ν’ ανακαλύψω τον ωραίο του κόσμο, τον γιομάτο αγάπη γι’ αυτά τα βουνά, τα περήφανα ελληνικά βουνά που στ’ άσπρα του χιόνια κρεμάει χρυσά στεφάνια ο αιώνιος ήλιος.

Τον ξενύχτησα, του συμπαραστάθηκα, τον συνόδεψα. Το μυαλό μου δεν τον άφησε μόνον του εκείνες τις μέρες.

“Αποστολίδης” είπες γιατρέ; Ναι, και ανήκε στο μεγάλο γένος των αετών, που με τον ένα ή τον άλλον τρόπον, στολίζουν από τα πανάρχαια χρόνια τούτη τη χώρα.

Δίνονται προς τα πάνω. Με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο δίνονται προς τα πάνω, γιομάτοι μεγαλείο, γιγαντοσύνη και φως.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...