Ορεινή διάσωση στην Ελλάδα: Μια πονεμένη ιστορία
Ο οδηγός βουνού Χρήστος Λάμπρης ανοίγει το φάκελο της ορεινής διάσωσης με αφορμή το ορειβατικό ατύχημα στην Τύμφη (Γκαμήλα) τον Γενάρη του 2013.
Το ορειβατικό ατύχημα στην Τύμφη, αποτέλεσε την αφορμή, να αποκαλυφθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα η ζοφερή πραγματικότητα της ορεινής διάσωσης στη χώρα μας.
Τρεις ορειβάτες έκαναν μια διάσχιση στην περιοχή. Κινούνταν σε μια κορυφογραμμή που από τη μια πλαγιά ήταν ομαλή και από την άλλη είχε γκρεμό.
Ο ένας ορειβάτης αποφάσισε να πάει στην άκρη του γκρεμού για να βγάλει μια φωτογραφία. Βρέθηκε όμως επάνω σε ένα ασταθές φρύδι χιονιού, το οποίο υποχώρησε και έπεσε στο κενό.
Οι άλλοι δυο ορειβάτες κάλεσαν την πολιτική προστασία η οποία με τη σειρά της κινητοποίησε τις ομάδες διάσωσης.
Ήρθε ένα ελικόπτερο super puma φορτωμένο με δυο βάρκες ναυτοδιάσωσης και έξι δυνατούς άντρες ειδικευμένους στη ναυαγοσωστική!
Μια ομάδα της ΕΜΑΚ ανέβηκε ως το ορειβατικό καταφύγιο και παρέμεινε εκεί αδυνατώντας να κάνει κάτι περισσότερο.
Η δε πολυδιαφημισμένη Ελληνική Ομάδα Διάσωσης έφτασε ως το Πάπιγκο και επιχειρούσε από… το καφενείο του χωριού.
Την επόμενη ανέβηκαν δυο καλύτερα εκπαιδευμένες ομάδες της ΕΜΑΚ και ήρθαν άλλα δυο ελικόπτερα τα οποία βοήθησαν να βγάλουν… φωτογραφίες της ορθοπλαγιάς.
Το σκηνικό αυτό συνεχίστηκε με κάποιους να λένε στην οικογένεια ότι θα τον βρουν την Άνοιξη.
Η οικογένεια δεν αποδέχθηκε αυτό το ενδεχόμενο και έτσι κάλεσε μια ομάδα διάσωσης που εδρεύει στις Ελβετικές Άλπεις, οι οποίοι εντός 45 λεπτών ανέσυραν τον νεκρό.
Υπήρχαν και στο παρελθόν ατυχήματα σε Ελληνικά βουνά, ορειβατικά, αεροπορικά ή άλλα, και χρειάστηκε αρκετές φορές να δοκιμαστούν οι μηχανισμοί της ορεινής μας διάσωσης.
Ακολουθούσαν ανακοινώσεις ή δελτία τύπου προς ενημέρωση του κοινού, με κοινό παρονομαστή το πόσο επιτυχημένη ήταν η επέμβαση της μιας ή της άλλης ομάδας, και είναι γεγονός ότι το μη ειδικό κοινό είχε δημιουργήσει την εντύπωση ότι στην Ελλάδα έχουμε ορεινή διάσωση και μάλιστα ότι έχει και επιτυχίες.
Ωστόσο οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνώριζαν την σκληρή πραγματικότητα ανέκαθεν. Οι επεμβάσεις ήταν πάντα πολύ αργές, συχνά με καθυστέρηση ημερών. Ακόμη και η πιθανότητα να βρεθεί την Άνοιξη, ήταν απολύτως αποδεκτή.
Όμως, μια επιχείρηση ορεινής διάσωσης για να έχει χαρακτήρα διάσωσης, θα πρέπει να ολοκληρωθεί εντός λίγων ωρών από τη στιγμή του ατυχήματος, διαφορετικά ολισθαίνει σε επιχείρηση περισυλλογής πτώματος.
Το ατύχημα στην Τύμφη, έδωσε την ευκαιρία να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ορεινής διάσωσης στην Ελλάδα δόθηκε η ευκαιρία να γίνει σύγκριση αποτελεσματικότητας των Ελληνικών ομάδων διάσωσης με μια διεθνή ομάδα.
Το γεγονός ότι το πτώμα βρέθηκε από τους Ελβετούς σε 15 λεπτά και η όλη επιχείρηση δεν διήρκεσε πάνω από 45 λεπτά, ενώ οι Ελληνικές ομάδες έψαχναν 4 μέρες χωρίς αποτέλεσμα, δεν έχει να κάνει τόσο με την ικανότητα της Ελβετικής ομάδας.
Οποιαδήποτε ομάδα με σωστή οργάνωση και εμπειρία θα έπρεπε να κάνει το ίδιο. Ήταν μια επιχείρηση πολύ απλή, καθώς η πτώση του ορειβάτη σταμάτησε εκεί που μειώθηκε η κλίση της πλαγιάς (τι πιο λογικό;), περίπου 600 μέτρα χαμηλότερα.
Το πτώμα δεν είχε θαφτεί από τα χιόνια (άρα φαινόταν από τον αέρα) και το σημείο όπου βρέθηκε ήταν ομαλό, όπως αποδείχθηκε από το γεγονός ότι ο Ελβετός πιλότος προσγείωσε το ελικόπτερο δίπλα του.
Τόσο απλή ήταν εν τέλει η επιχείρηση, που οι Ελβετοί, αν και επαγγελματίες που αρχικά είχαν ζητήσει 10.000 ευρώ ημερησίως, τελικά αρνήθηκαν να πάρουν την αμοιβή και ζήτησαν μόνο τα έξοδά τους.
Ήρθαν μέχρι τα Γιάννενα με ένα μικρό νοικιασμένο αεροπλάνο, και επιχείρησαν με ένα ελαφρύ ιδιωτικό ελικόπτερο του επιχειρηματία Βασίλη Χήτου που δεν είναι φτιαγμένο για διάσωση.
Από τη μια λοιπόν είχαμε τους Ελβετούς και από της άλλη τις ελληνικές ομάδες διάσωσης, την αεροπορία με το super puma, την ΕΜΑΚ και την Ελληνική Ομάδα Διάσωσης.
Δεν θα σταθώ σε αυτό το δημοσίευμα στον τρόπο που ενήργησαν όλοι αυτοί και ποια ήταν τα λάθη της κάθε ομάδας.
Οι συνθήκες του ατυχήματος και όλη η διαδικασία της επιχείρησης ερευνάται τουλάχιστον από το Σωματείο των οδηγών βουνού με ένα και μοναδικό στόχο.
Το να διαμορφώσουμε μια πρόταση για νέες διαδικασίες ενεργειών σε κάποια ανάλογη περίπτωση στο μέλλον ώστε αφενός η επέμβαση να είναι άμεση και αποτελεσματική, αφετέρου το κόστος της επιχείρησης να είναι το ελάχιστο δυνατόν για το κράτος ή τους συγγενείς.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σταθώ σε μια άποψη που άκουσα με την ευκαιρία της δημοσιοποίησης του ατυχήματος της Τύμφης.
Κάποιος είπε (και πιθανόν πολλοί ακόμη συμφωνούν) ότι καλά έπαθε ο συγκεκριμένος ορειβάτης αφού πήγαινε στα βουνά και δεν πρόσεχε, και ότι το κράτος δεν έχει υποχρέωση να ψάχνει για να τον βρει ξοδεύοντας τόσα χρήματα.
Την άποψη αυτή θα την χαρακτηρίσω επιεικώς αφελή αν και θα της ταίριαζαν και πιο βαρείς χαρακτηρισμοί.
Γιατί με την ίδια λογική θα έπρεπε τότε να αντιμετωπίζεται και η οποιαδήποτε άλλη μορφή αναψυχής επιλέξει κάποιος σε αυτή τη χώρα.
Είτε, δηλαδή, πάει μια εκδρομή αναψυχής με το αυτοκίνητό του και κάπου πέσει σε μια χαράδρα, είτε γιατί πάει για κυνήγι και κάπου γκρεμιστεί, είτε πάει για ψάρεμα αναψυχής και βουλιάξει η βάρκα του, είτε γιατί πάει για ποδήλατο στο δάσος και χαθεί.
Ας σκεφτεί ο καθένας όλα αυτά τα ενδεχόμενα, και ας ξαναπεί τότε ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει διάσωση για όσους κάνουν αναψυχή.
Θα βάλω όμως και μια άλλη παράμετρο που τη θεωρώ σημαντική για την οικονομία της χώρας. Ως χώρα λοιπόν, στηριζόμαστε σε μεγάλο βαθμό στον εισερχόμενο τουρισμό.
Και υποτίθεται ότι κάνουμε και μια προσπάθεια να προβάλουμε ένα εναλλακτικό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης πέρα από τη θάλασσα και τον ήλιο, με έμφαση στον χειμερινό τουρισμό, τον τουρισμό υπαίθρου και τα σπορ δράσης και υπαίθριας αναψυχής.
Ήδη στον χώρο αυτών των μορφών τουρισμού είχαμε ατυχήματα ξένων τουριστών, μερικά από τα οποία ήταν θανατηφόρα.
Η αναποτελεσματική διάσωση της Ελλάδας αποτρέπει πολλούς τουρίστες να κάνουν δραστηριότητες στην Ελλάδα.
Θυμίζω τον θάνατο ενός εγγλέζου στην Ζάκυνθο πέρσι το καλοκαίρι, που έκανε πτήση με parapente στην παραλία με το ναυάγιο, όπου έπεσε πάνω στα βράχια της ορθοπλαγιάς και σκάλωσε εκεί με το αλεξίπτωτο σπάζοντας μόνο το πόδι του.
Επί ώρες δεν βρέθηκε κάποια αποτελεσματική ομάδα να τον σώσει και τελικά έπεσε και τσακίστηκε μπροστά στα μάτια εκατοντάδων λουομένων στην παραλία.
Ποια πιστεύετε ότι ήταν η εικόνα της χώρας μας ως τουριστικός προορισμός που κυκλοφόρησε στο εξωτερικό;
Πώς να γίνει η Ελλάδα προορισμός για τέτοια σπορ όταν όλοι γνωρίζουν ότι αν πάθουν ατύχημα, κανείς δεν θα ξέρει πώς να τους σώσει;
Σίγουρα κάποιοι θα συνεχίσουν να έρχονται, όμως το σίγουρο είναι ότι μαζική επισκεψιμότητα δεν θα δούμε ποτέ σε αυτόν τον τομέα τουρισμού.
Δεν θα δούμε ποτέ τις εικόνες που συναντάμε σε όλες τις Άλπεις με τους χιλιάδες παραπεντίστες, τους εκατοντάδες χιλιάδες πεζοπόρους, αναρριχητές ή καγιάκερ.
Η ανάπτυξη του τουρισμού υπαίθρου στην Ελλάδα, προϋποθέτει και την σοβαρή οργάνωση μιας αποτελεσματικής ομάδας διάσωσης. Τελεία και παύλα.
Στη χώρα μας πάντως είχε στο παρελθόν ξεκινήσει ξανά η οργάνωση της ορεινής διάσωσης. Ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 όταν η Ομοσπονδία Ορειβασίας επιχείρησε να συστηματοποιήσει την ορειβατική εκπαίδευση.
Την οργάνωση είχε αναλάβει ο τότε αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας Μιχάλης Τσουκιάς που οργάνωσε την διαδικασία με κανονισμούς σχολών όλων των επιπέδων, μεταξύ των οποίων και σχολές ορειβατικής διάσωσης.
Όλοι οι αξιόλογοι αναρριχητές της εποχής εντάχθηκαν σε αυτή τη διαδικασία και αφού παρακολούθησαν σχολές σε όλη την Ελλάδα δημιουργήθηκε ο πρώτος πανελλήνιος μηχανισμός ορειβατικής διάσωσης υπό την εποπτεία της ομοσπονδίας.
Αποκορύφωμα αυτής της κίνησης ήταν η συμμετοχή δεκάδων μελών της ομάδας στην έρευνα για την ανεύρεση του στρατιωτικού αεροπλάνου C-130 που έπεσε στην Όθρυ το 1991 με 62 νεκρούς.
Οι ορειβάτες συμμετείχαν πολύ οργανωμένα τόσο στην έρευνα όσο και την περισυλλογή των πτωμάτων όταν εντοπίστηκε το αεροπλάνο, τόσο, που ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας κ. Βαρβιτσιώτης τους βράβευσε για την συγκεκριμένη επιχείρηση.
Αυτό ενίσχυσε την αναγνώριση του μηχανισμού και από την αεροπορία, η οποία στη συνέχεια βοηθούσε προσφέροντας ελικόπτερα όποτε ήταν αναγκαίο.
Ωστόσο τα ορειβατικά ατυχήματα στην Ελλάδα δεν ήταν και τόσα πολλά για να κινητοποιείτε η ομάδα συχνά, ενώ παράλληλα στην ομοσπονδία άλλαξαν τα πρόσωπα και τελικά η διαδικασία ατόνησε και δεν δόθηκε ποτέ συνέχεια.
Πιστεύω ότι ο κύριος λόγος ήταν ότι ποτέ αυτή η διαδικασία δεν αποτυπώθηκε σε κάποιες θεσμοθετημένες διαδικασίες της πολιτείας.
Αυτό φάνηκε περίτρανα στο επόμενο σοβαρό αεροπορικό ατύχημα που έγινε λίγα χρόνια μετά, με την πτώση του Ουκρανικού Yakovlev στα Πιέρια όρη το 1997.
Λόγω του διεθνούς ενδιαφέροντος για το ατύχημα εκείνο, έγινε μια τεράστια σε μέγεθος κινητοποίηση σε ένα χιονισμένο βουνό με ελάχιστη ορατότητα.
Στρατός, αστυνομία, αεροπορία, ορειβατικοί σύλλογοι, δασικές υπηρεσίες, εθελοντές, κυνηγητικοί σύλλογοι, απόστρατοι καταδρομείς και πολλοί άλλοι ο συνολικός αριθμός των οποίων ξεπερνούσε τα 6.000 άτομα(!) και τα 30 ελικόπτερα και αεροσκάφη, έψαχναν άναρχα στο βουνό, χωρίς να γνωρίζει η δεξιά τι ποιεί η αριστερά.
Οι ορειβάτες του μηχανισμού διάσωσης βρέθηκαν στον τόπο αλλά ήταν αδύνατον να συντονιστούν με τις άλλες υπηρεσίες.
Η κάθε υπηρεσία κινούνταν μόνη της χωρίς να ενημερώνει κανέναν που θα πάει και τι θα κάνει. Ιδιαίτερα οι υπηρεσίες των ένστολων είχαν ένα τέτοιον ανταγωνισμό μεταξύ τους ποιος θα βρει πρώτος τα συντρίμμια, που αρνούνταν την οποιαδήποτε βοήθεια και συνεργασία.
Η απογοήτευση των ορειβατών ήταν τέτοια που ουσιαστικά η επιχείρηση εκείνη αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του μηχανισμού.
Έκτοτε, όλοι αποδέχθηκαν την πραγματικότητα και θεωρούσαν πως δεν υπήρχε λόγος να ασχολούνται παρακαλώντας να γίνονται αποδεκτοί και να εισακούονται οι απόψεις τους από τους επικεφαλείς της κάθε επιχείρησης. Αν συνέβαινε κάποιο ορειβατικό ατύχημα θα αλληλοβοηθούνταν, αλλά ως εκεί.
Το σημαντικότερο στην συζήτηση που έχει ξεκινήσει τώρα, με αφορμή το πρόσφατο ατύχημα, είναι να πεισθούν οι αρμόδιοι για το πώς θα μπορούσε να οργανωθεί μια τέτοια ομάδα διάσωσης.
Από ποιους να απαρτίζεται; Ποιος είναι ο αριθμός των μελών που πρέπει να στελεχώνουν μια ομάδα διάσωσης ώστε να έχουν μια αποτελεσματική και άμεση διάσωση;
Την απάντηση λίγο πολύ την δίνει και πάλι το παράδειγμα της Ελβετικής ομάδας διάσωσης που επιχείρησε στην Τύμφη.
Συγκεκριμένα, ήρθαν 3 άτομα, ένας πιλότος, ένας οδηγός βουνού και ένας ορειβάτης γιατρός.
Αυτές είναι και οι ειδικότητες όσων θα πρέπει να εμπλέκονται στα θέματα ορεινής διάσωσης, και οτιδήποτε άλλο είναι χάσιμο χρόνου και χρημάτων.
Ας αναφέρω όμως και δυο λόγια για την κάθε μια από τις ειδικότητες αυτές, ώστε να κατανοήσουμε τον ρόλος τους.
Κατ’ αρχήν να πούμε ότι δεν νοείται ορεινή διάσωση χωρίς ελικόπτερο ορεινής διάσωσης. Το super puma που επιχείρησε στην Τύμφη είναι βαρύ και ακατάλληλο για ορεινή διάσωση.
Χρειάζεται ένα μικρό και ευέλικτο ελικόπτερο, εξοπλισμένο με βίντσι, αλλά το κυριότερο, να το πιλοτάρει κάποιος πιλότος με ειδική εκπαίδευση στην ορεινή διάσωση.
Ορεινή διάσωση δεν σημαίνει απλά να πετάει πάνω στα βουνά, σε αποστάσεις ασφαλείας από τις κόψεις και τις ορθοπλαγιές, τραβώντας φωτογραφίες και βίντεο.
Απαιτείται να προσεγγίζει τις ορθοπλαγιές σε απόσταση ελάχιστων μέτρων, να αποβιβάζει διασώστες σε απόκρημνες κόψεις, να γνωρίζει τις κινήσεις του αέρα κοντά στα βράχια, και γενικά να κάνει χειρισμούς που εκ πρώτης δείχνουν επικίνδυνοι.
Σε συνέντευξη του Ελβετού πιλότου που αναρτήθηκε στην σελίδα της ομάδας τους, αναφέρει τη διαπίστωσή του ότι οι Έλληνες πιλότοι δεν είναι εκπαιδευμένοι για κάτι τέτοιο.
Αμφιβάλω ωστόσο ότι οποιοσδήποτε Έλληνας ένστολος πιλότος ή αξιωματικός θα αποδεχθεί αυτή την κριτική. Όλοι θα πουν ότι οι Έλληνες πιλότοι είναι ικανότατοι και μπορούν να κάνουν τα πάντα.
Ας μην παραμυθιαζόμαστε όμως, άλλη είναι η εκπαίδευση των πιλότων για πολεμικές επιχειρήσεις και άλλη για ορεινή διάσωση.
Ο μόνος πιλότος που αποδέχθηκε με τιμιότητα την άγνοιά του ήταν ο επιχειρηματίας Βασίλης Χήτος, ο οποίος προσφέρθηκε να εκπαιδευτεί από τους Ελβετούς.
Το πρώτο σημαντικό ζήτημα λοιπόν είναι να αποδεχθούμε αυτή την αδυναμία, διαφορετικά είναι περιττό να συζητάμε για το επόμενο βήμα.
Προς σύγκριση πάντως, θα αναφέρω απλά το τι συμβαίνει στο Νεπάλ, μια χώρα σχεδόν τριτοκοσμική.
Το 1985 χρειάστηκα να με διασώσουν στην Annapurna South και ήρθε το ένα και μοναδικό ελικόπτερο που είχε ο στρατός τους.
Πόσα ελικόπτερα είχε το 1985 ο Ελληνικός στρατός; Σίγουρα πολλά περισσότερα. Σήμερα και το Νεπάλ έχει αρκετά ελικόπτερα, όμως η βασική διαφορά είναι ότι οι ένστολοι του Νεπάλ δεν θεωρούν ότι είναι οι πρώτοι των πρώτων.
Κάλεσαν λοιπόν πιλότους από την Ελβετία και τους εκπαίδευσαν στην ορειβατική διάσωση. Το αποτέλεσμα είναι αυτή τη στιγμή να έχουν πιλότους άριστα εκπαιδευμένους με επιχειρήσεις εξαιρετικής δυσκολίας στο ενεργητικό τους.
Ο επόμενος κρίκος της αλυσίδας έχει να κάνει με την εκπαίδευση και τις ικανότητες όσων μπορούν να επεμβαίνουν σε μια τέτοια επιχείρηση.
Στις Άλπεις οι διασώστες είναι οδηγοί βουνού, και αυτό είναι τόσο προφανές ότι θα πρέπει να ισχύει ώστε δεν συζητείτε καν. Ο λόγος είναι απλός.
Η επιχείρηση μιας ορεινής διάσωσης δεν έχει ποτέ προδιαγεγραμμένη εξέλιξη, ιδιαίτερα αν πρόκειται για μια δύσκολη επιχείρηση.
Μπορεί το σημείο του ατυχήματος να μην προσεγγίζεται με το ελικόπτερο τόσο ώστε να μπορεί να φορτωθεί άμεσα ο ατυχών.
Να πρέπει να αποβιβαστούν οι διασώστες στην κοντινότερη κόψη και να αντιμετωπίσουν όλες τις τεχνικές δυσκολίες μιας δύσκολης αναρρίχησης μέχρι να τον προσεγγίσουν.
Και θα πρέπει να έχουν την ικανότητα να το κάνουν με ασφάλεια και ταχύτητα, να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες, να διασφαλίσουν ότι με την περεταίρω μεταφορά του τραυματία δεν θα προξενήσουν περισσότερες βλάβες, και να τον μεταφέρουν σε σημείο προσβάσιμο από το ελικόπτερο. Και όλα αυτά στον ελάχιστο δυνατόν χρόνο.
Αυτό σημαίνει ότι πρώτα και κύρια ο διασώστης θα πρέπει να είναι άριστος ορειβάτης και αναρριχητής.
Και επειδή η κορυφή της ορειβατικής εμπειρίας αποτυπώνεται διεθνώς στην ιδιότητα των οδηγών βουνού, για τον λόγο αυτό και διεθνώς τις διασώσεις τις αναλαμβάνουν οδηγοί βουνού.
Αν θα έπρεπε σε έναν διασώστη να μοιράσω ποσοστιαία τις γνώσεις που θα πρέπει να έχει, θα έλεγα ότι κατά 70% θα πρέπει να είναι ορειβάτης και μόνο 30% να έχει γνώσεις διάσωσης.
Αυτό σημαίνει ότι πρώτα κάποιος γίνεται ορειβάτης και μετά μαθαίνει να είναι και διασώστης, το αντίθετο δεν μπορεί να γίνει.
Κι όταν λέω ορειβάτης, εννοώ να γνωρίζει αναρρίχηση βράχου, αναρρίχηση πάγου και μικτή, προσανατολισμό, επιβίωση, να γνωρίζει άριστο χειρισμό υλικών ασφάλειας (σχοινιά, καρφιά, κ.λπ.), να μπορεί να αντιληφθεί τους αντικειμενικούς κινδύνους του βουνού και πώς να τους αποφεύγει. Και όλα αυτά στο μέγιστο δυνατόν επίπεδο.
Με λίγα λόγια, υπάλληλοι της ΕΜΑΚ που έχουν παρακολουθήσει και μερικά μαθήματα ορειβασίας, ή εθελοντές που έχουν κάνει μαθήματα διάσωσης, δεν μπορούν να αποτελούν την κύρια ομάδα ορεινής διάσωσης της χώρας μας.
Και τι γίνεται λοιπόν με τους οδηγούς βουνού που υπάρχουν στην Ελλάδα; Ποιος ήταν ο ρόλος τους στην συγκεκριμένη επιχείρηση;
Οι οδηγοί βουνού ενδιαφέρθηκαν να συμμετάσχουν στην επιχείρηση, ζήτησαν όμως την πρόσκλησή τους από κάποιον επίσημο φορέα.
Ο λόγος δεν ήταν γιατί είναι γραφειοκράτες ή φαντασμένοι. Απλά έχουν πλήρη επίγνωση ότι ο υπάρχων μηχανισμός ορεινής διάσωσης δεν περιλαμβάνει τον ρόλο των οδηγών βουνού.
Γνωρίζουν πολύ καλά ότι θα μπορούσαν να φτάσουν στον τόπο του ατυχήματος και να μην τους δίνει κανείς τη δυνατότητα να πάρουν αποφάσεις για το πώς θα πρέπει να γίνει η επιχείρηση.
Η ΕΜΑΚ πιστεύει και διατυμπανίζει ότι έχουν την εκπαίδευση να προσφέρουν τέτοιες υπηρεσίες, και ότι δεν χρειάζονται βοήθεια.
Με αφορμή τη δημοσιότητα που δόθηκε στο συγκεκριμένο ατύχημα, κάποιος δημοσιογράφος ρώτησε έναν διοικητή της ΕΜΑΚ για ποιόν λόγο δεν καλούν τους οδηγούς βουνού να βοηθήσουν και η απάντησή του ήταν «μα τους οδηγούς βουνού εμείς τους εκπαιδεύουμε»!
Αν λοιπόν η ΕΜΑΚ δεν συνειδητοποιήσει ποια είναι τα όριά της, και να αποδεχθεί πλήρως την ευθύνη της για την μη διάσωση άλλων τραυματιών στο παρελθόν, τότε και πάλι θα μείνουμε στα ίδια.
Ωστόσο, οι οδηγοί βουνού αποφάσισαν αυτή τη φορά να επέμβουν. Ήδη διερευνούν τις συνθήκες του ατυχήματος και το τι ενέργειες διάσωσης προηγήθηκαν μέχρι που ήρθαν οι Ελβετοί, έτσι ώστε να καταλήξουν σε ένα πόρισμα το οποίο θα καταθέσουν στην πολιτεία με συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα πρέπει να οργανωθεί η ορεινή διάσωση στη χώρα μας ώστε να είναι αποτελεσματική και με το ελάχιστο δυνατόν κόστος.
Ας ελπίσουμε μετά από αυτό να οδηγηθούμε σε θεσμοθετημένες διαδικασίες ενεργειών οι οποίες θα ενεργοποιούνται αυτόματα και στον ελάχιστο χρόνο, ώστε να μην επαναληφθούν παρόμοια φαινόμενα στο μέλλον.
Πηγή
athinorama.gr