Reinhold Messner: Η ζωή μου στο όριο
Στις συζητήσεις με τον Thomas Huetlin, όπως αποτυπώνονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου, ο Reinhold Messner, ίσως ο κορυφαίος ορειβάτης της σύγχρονης εποχής, αποτυπώνει το απόσταγμα μιας ζωής ενός ξεχωριστού ανθρώπου, μιας ζωής στο όριο:
«Ξεπέρασα τον εαυτό μου, του φόβους μου, τις αμφιβολίες και τις αδυναμίες μου. Δεν χρειάστηκε να συμβιβαστώ, να συγκρουστώ με κανέναν. Δεν υπήρχε σχέδιο ανάβασης, απλώς ανέβαινα όλο και πιο ψηλά. Ο προγραμματισμός του σχεδίου γινόταν ώρα με την ώρα. Ήταν το απόλυτο, το ιδανικό ταξίδι: είχα ο ίδιος την πρωτοβουλία, την ευθύνη για τον εαυτό μου, καθόριζα εγώ την κατεύθυνσή μου, και ξεπέρασα κάθε είδους προκαταλήψεις».
Ο Ράινχολτ Μέσνερ άφησε πίσω του τη στερημένη παιδική του ηλικία σε ένα αγρόκτημα του νότιου Τιρόλου και έναν βίαιο πατέρα που είχε ξυλοκοπήσει αλύπητα έναν από τους αδελφούς του, τον Γκίντερ, και προτίμησε να αναμετρηθεί με τα στοιχεία της Φύσης, στην πιο σκληρή και άγρια μορφή τους.
Τράβηξε τη ζωή του στο όριο, όπως μαρτυρεί ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του, και βγήκε ζωντανός, πλούσιος και δοξασμένος, αλλά όχι αλώβητος.
Ο αδελφός του, ο Γκίντερ, πέθανε σε μια ατυχή αναρρίχηση που έκαναν οι δυο τους, αποκομμένοι από την ομάδα τους.
Όταν ο δημοσιογράφος που του πήρε τη συνέντευξη τον ρωτάει, χρόνια μετά: «Αυτές οι τραγωδίες δεν ροκάνιζαν την ψυχή σας;», εκείνος απαντάει με την απαράμιλλη ευθύτητα που χαρακτηρίζει όλη την εξομολόγησή του: «Βέβαια, το αίσθημα της ενοχής σού τρώει την καρδιά, ότι ο ίδιος έχεις μείνει ζωντανός και οι άλλοι έχουν χαθεί. Αναρωτιέμαι πάντοτε: Τι θα έκαναν οι άλλοι σήμερα; Ο Γκίντερ, ο Αντι, ο Φραντς πού θα ήταν τώρα;».
Μέσα από την ενοχή και την απελπισία ξεπηδάει ακόμα πιο ανελέητη η μοναξιά, η ανάγκη της απομόνωσης, η αυτοεξορία στα βουνά.
Τότε ήταν που αποφάσισε να αρχίσει να σκαρφαλώνει μόνος του, χωρίς βοήθεια από κανέναν.
Ο εαυτός του, ο Θεός και η Φύση, στην πιο αγέρωχη ώρα της, αμείλικτη και ανελέητη.
Και το στοιχείο του νερού γίνεται το σύμβολο του ανθρώπινου συναισθηματικού κόσμου: μπορεί να μας δροσίσει, μπορεί να μας ζεστάνει, μπορεί να μας λούσει, μπορεί να δημιουργήσει μια λίμνη ή ένα πέλαγος για να κολυμπήσουμε μέσα τους, μπορεί όμως και να μας σκοτώσει, στη σκληρή, απόκρημνη πλαγιά ενός παγόβουνου.
Μακριά από τους ανθρώπους και τη ζεστή αγκαλιά των αισθημάτων τους, η ψυχή του μοναχικού, απελπισμένου ορειβάτη αντιμετωπίζει τον φόβο και το απόλυτο υπαρξιακό κενό:
«Εκεί δεν υπήρχε ο φόβος να πέσω κάτω, δεν υπήρχε ο φόβος να μην μπορώ να συνεχίσω πιο ψηλά, αλλά ο φόβος να είμαι μόνος σ’ αυτό το μεγάλο βουνό. Με είχε κυριεύσει ένα απόλυτο αίσθημα απώλειας. Όταν κοιτούσα προς τα πάνω αυτό το ύψος, αυτή την απεραντοσύνη, δεν τολμούσα πλέον ούτε βήμα να κάνω· φόβος να χάσω τον εαυτό μου, υπήρχε μέσα μου απέραντη μοναξιά, σαν μια μαύρη τρύπα, τόσο βαθιά όσο το Νάνγκα Πάρμπατ, το οποίο υψωνόταν μπροστά μου».
Ο πετυχημένος ορειβάτης μιλάει με παρρησία για τις παραισθήσεις που προκαλεί η ανεπαρκής οξυγόνωση του εγκεφάλου, για τη βραδύτητα των κινήσεων του ανθρώπινου σώματος στο μεγάλο υψόμετρο, για τη σκληρή, την αδήριτη ανάγκη επιβίωσης του όντος στην απόλυτη ερημιά.
Ο αυτοβιογραφούμενος, και εξομολογούμενος, αυτομαστιγώνεται ανελέητα όταν παραδέχεται ότι είναι «εκρηκτικά επιθετικός».
Του ξεφεύγουν όμως και κάποιοι τόνοι μεγαλομανίας, όταν δηλώνει ότι: «Ακόμα κι εγώ όμως έχω πονοκέφαλο στα μεγάλα ύψη και προσβάλλομαι από την ίδια ασθένεια».
Κατά τ’ άλλα, φαίνεται ανθρώπινος και συμπαθής, ένας παθιασμένος, δημιουργικός άνθρωπος, που σιχαίνεται να «σκοτώνει την ώρα του» στις καφετέριες, τρώγοντας απλώς παγωτό με μια κοπέλα, ένας ακραίος άνθρωπος που ξεφεύγει από την απελπισία και την υπαρξιακή αγωνία καταστρώνοντας μεγαλόπνοα σχέδια που περιμένουν να υλοποιηθούν.
Το συμπέρασμα από την ανάγνωση αυτής της άκρως ενδιαφέρουσας διαλογικής αυτοβιογραφίας είναι ότι κανείς δεν ξεχωρίζει από τα 6,5 δισεκατομμύρια των ανθρώπων τυχαία, και κάθε επιτυχία (ειδικά η μεγάλη, η πασιφανής επιτυχία) έχει το ανάλογο κόστος.
Όταν τον ρωτάει στον επίλογο ο Thomas Huetlin ποιο θεωρεί το μεγαλύτερο κατόρθωμά του, εκείνος απαντάει απλά και λιτά: “Ότι έχω επιβιώσει”.
Κι όταν του ζητάει να θυμηθεί την κρισιμότερη απόφαση που έχει πάρει μέχρι τώρα, εκείνος, αδίστακτα -σαν «έτοιμος από καιρό» – απαντάει με σαφήνεια και ευκρίνεια: «Ήταν η απόφαση να ζω σύμφωνα με τις επιθυμίες μου, τις ιδέες και τα όνειρά μου, και όχι με αυτές των γονέων, των δασκάλων ή των αδερφών μου. Δεν επέτρεψα να με καταπιέσουν να ζήσω σε έναν μικροαστικό, πειθήνιο κόσμο».
Και πιο κάτω ομολογεί: «Ποτέ δεν απέκρυψα το γεγονός ότι είμαι εγωιστής». Παραδέχεται με παρρησία ότι η «έμφυτη επιθετικότητά του» τού «έσωσε τη ζωή στη ζώνη του θανάτου», αλλά και στην πιο ειρηνική και ασφαλή ζωή των πόλεων, όταν έχεις να αντιμετωπίσεις, όχι πλέον τα στοιχεία της Φύσης, αλλά «πολιτισμένους» ανθρώπους: “Συχνά συμπεριφερόμουν στους εχθρούς μου, οι οποίοι με συκοφαντούσαν, ήθελαν να με τιθασεύσουν και να με αποκλείσουν, με τα ίδια μέσα που χρησιμοποίησα στην ερημιά, κι έτσι πετύχαινα τον σκοπό μου. Ισως διατήρησα μέχρι τα γεράματα αυτό τον τρόπο συμπεριφοράς, γιατί με έκανε πετυχημένο. Εμείς οι άνθρωποι μαθαίνουμε με προσπάθεια και λάθη”.