Η ιστορία του καταφυγίου Κισσάβου
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Ε.Ο.Σ. Λάρισας
Στην ανατολική πλευρά του Θεσσαλικού κάμπου απαλά και καλλίγραμμα υψώνεται κωνικός ο ορεινός όγκος του Κισσάβου ή Όσσας.
Ένα με το Πήλιο, το Βέρμιο, τον Όλυμπο και το Βίτσι, είναι της ίδιας ώρας και του ίδιου σπασμού της γης γέννημα.
Ένα δάσος πυκνό, γιομάτο από κουμαριά, καστανιά, δρύ, οξιά και ελάτη, πιάνει στην Ανατολική κυρίως πλευρά μια έκταση περί τα 150.000 στρέμματα.
Καταγάργαρες πηγές με άφθονο κρύο νερό τρέχουν ασταμάτητα κι από χιλιάδες χρόνια, λούζοντας και ξεδιψώντας, όχι μόνο Θεούς, Νύμφες και Δρυάδες, αλλά και λοτόμους, κυνηγούς και ορειβάτες.
Πλούσια σε πανίδα η περιοχή του Κισσάβου όπου και ενδημεί και η ονομαστή πέρδικα.
Ψηλότερη κορυφή ο Προφήτης Ηλίας, που πρόσφατα μετονομάστηκε σε Κώστα Παλαμιώτη, υψόμετρο 1.978 μέτρα.
Εδώ ο σύλλογός μας ασκεί μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων του. Έτσι από τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ΕΟΣ Λάρισας (1932) μπαίνει η ιδέα της κατασκευής καταφυγίου στον Κίσσαβο.
Μετά από πολλή σκέψη και ατελείωτες προτάσεις επικρατεί η άποψη του τότε προέδρου Κώστα Σιώπη και επιλέγεται η θέση Κάναλος, υψόμετρο 1.604 μ., πάνω από το χωριό Σπηλιά όπου και υπάρχει η ομώνυμη πηγή.
Μαζεύονται χρήματα από τη διοργάνωση ενός χορού και μιας έκθεσης φωτογραφίας και στις 28 Μαϊου του 1939 μπαίνει ο θεμέλιος λίθος.
Κατά τη διάρκεια του αγιασμού και ενώ πλήθη ορειβατών παρακολουθούν την τελετή, μαύρα σύννεφα εμφανίζονται στον ουρανό και σε λίγο αρχίζει να πέφτει χοντρό χαλάζι που πολύ γρήγορα καλύπτει την περιοχή με πάχος 10 πόντους.
Όλοι προσπαθούν να καλυφθούν κάτω από κουβέρτες και πρόχειρα καταλύματα. Το γεγονός θεωρήθηκε σημαδιακό και έπεισε και τους πιο δύσκολους ότι η κατασκευή του καταφυγίου ήταν απαραίτητη.
Χτίζεται με πέτρες και χώμα και υφαίνεται από όνειρο ενάντια στο κρύο, στη νύχτα, στο φόβο, ενάντια στη μοναξιά και αυτό το φανταστικό ενώνει τους ανθρώπους που το κατασκευάζουν, όπως και εκείνους που το χρησιμοποιούν, εκείνους που το φυλάγουν, όπως εκείνους που το ψάχνουν και εκείνους που το ανακαλύπτουν.
Σ’ ένα χρόνο τελειώνει με υλικά που μεταφέρονται με μουλάρια από το Συκούριο και το φθινόπωρο του 1939 γίνονται τα εγκαίνια. Είναι από τα πρώτα και λίγα καταφύγια που υπήρχαν τότε στην Ελλάδα.
Η χαρά δε θα κρατήσει για πολύ γιατί πολύ γρήγορα κυρήσσεται ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος.
Το καταφύγιο εγκαταλείπεται από τους ορειβάτες και οι καλοθελητές ξηλώνουν τη σκεπή και το λεηλατούν.
Το 1947 κατά τις εκκαθαρίσεις του στρατού στον Κίσσαβο, δίνεται διαταγή να καταστραφεί το καταφύγιο, σώζεται όμως με παράμβαση του κ. Γιώργου Ζιαζιά και έτσι διατηρείται μέχρι τις αρχές του 1950, οπότε μετά από κάποιες επισκευές και προσθήκες παραδίδεται και πάλι σε χρήση των ορειβατών.
Το 1975 γίνεται ο δρόμος μέχρι το καταφύγιο από τη θέση “Κούτσουρο”, μεταφέρεται γεννήτρια και ηλεκτροδοτείται.
Το 1977 γίνεται ο δρόμος από τη Σπηλιά μέσω “Φτέρης” που συντομέυει κατά 25 χλμ. την απόσταση Σπηλιά-Καταφύγιο.
Το 1980 επί προεδρίας Κώστα Γιαννόπουλου, μπαίνει η ιδέα του εκσυγχρονισμού και της επέκτασής του για να εξυπηρετεί την πληθώρα των επισκεπτών και να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες.
Αποφασίζεται να διατηρηθεί αφού συντηρηθεί το παλιό κτίσμα και να προστεθεί νέα πτέρυγα.
Τα αρχιτεκτονικά και στατικά σχέδια είναι προσφορά του ζεύγους Ευγενίας και Χρήστου Κυπριτζή που είναι μέλη του συλλόγου μας.
Μαζεύονται χρήματα από την πώληση ενός οικοπέδου στη Σκοτίνα και από την προσφορά μελών και φίλων.
Έτσι βάζοντας και πολύ προσωπική εργασία αρχίζει η κατασκευή της νέας πτέρυγας το φθινόπωρο του 1982.
Συγκεκριμένα έγιναν τουαλέτες, λουτρά, υπνοδωμάτια και χώροι υποδοχής 600 τ.μ. συνολικά.
Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι τότε οι κατασκευές γινόταν με χρήματα του συλλόγου χωρίς καμία βοήθεια από την πολιτεία.
Το 1998 εντάσσεται το έργο στο πρόγραμμα LEADER II και γίνεται ένα μεγάλο βήμα προς την αποπεράτωση.
Στις αρχές του 2000 διατίθεται ένα σεβαστό ποσό από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Λάρισας και γίνεται η ξύλινη επένδυση των δύο ορόφων, η κουζίνα και το τζάκι.
Γίνονται επίσης κάποιες τροποποιήσεις στο παλιό κτίριο. Στη συνέχεια με νέα χρηματοδότηση γίνεται στεγανοποίηση της στέγης, βαφή των εξωτερικών τοίχων με ειδικό μονωτικό υλικό, προμήθεια συσκευών κουζίνας, τραπεζοκαθισμάτων και τοποθετούνται στη σοφίτα ξύλινα κρεβάτια με στρώματα.
Έτσι η νέα πτέρυγα δίνεται σήμερα σε χρήση και μπορεί να φιλοξενήσει 60 άτομα για ύπνο και 500 για φαγητό την ημέρα.
Δεν μπορούμε να πούμε ακόμα όμως, ότι τελειώσαμε. Υπολείπονται η διαμόρφωση και περίφραξη του εξωτερικού χώρου, η κατασκευή δεξαμενής νερού και η επισκευή του παλιού καταφυγίου.
Επίσης, η ηλεκτροδότηση από τη ΔΕΗ γιατί σήμερα το ηλεκτρικό ρεύμα παράγεται από μια πεπαλαιωμένη γεννήτρια.
Το καταφύγιο είναι το άσυλο στο οποίο καταφεύγει κανείς για να γλιτώσει από τη θύελλα, την καταιγίδα, το μπουρίνι, είναι το καταφύγιο με όλη την έννοια του όρου. Είναι επίσης ένας χώρος υποδοχής και ανάπαυσης.
Για μας είναι το σπίτι μας και η αγάπη μας στο βουνό. Προσπάθειά μας είναι να πείσουμε όλο και περισσότερο κόσμο να το επισκέπτεται για να γνωρίσει τη θαλπωρή του και την ομορφιά του.
Θέση στο χάρτη
Επικοινωνία
Ελληνικός Ορειβατικός Σύλλογος Λάρισας
Σκαρλάτου Σούτσου 11
41 222, Λάρισα
Τηλ: 2410535097
Fax: 2410535097
Email: info@eoslarissas.gr
Κίσσαβος ή Όσσα
Ο Κίσσαβος, γνωστό και με την ονομασία Όσσα, βρίσκεται στη ανατολική πλευρά της Θεσσαλίας, νότια της κοιλάδας των Τεμπών, έχοντας απέναντί του το βουνό του Ολύμπου. Τα δύο βουνά τα χωρίζει η κοιλάδα των Τεμπών.
Κατά τη μυθολογία, το βουνό αναφέρεται όταν ο Ώτος και ο Εφιάλτης, δύο φοβεροί γίγαντες και παιδιά του Αλωέως, θέλοντας να διεκδικήσουν την εξουσία από το Δία, έβαλαν το Πήλιο πάνω στον Κίσσαβο, ώστε να φτάσουν τον Όλυμπο και να τον κατακτήσουν.
Κατά την αρχαιότητα το βουνό το κατοικούσαν οι Μάγνητες, ενώ με το βουνό συνδέεται η λατρεία της θεάς Δήμητρας, ο Ασκληπιός, ο Ηρακλής, ο Φιλοκτήτης και ο Μ. Αλέξανδρος κ.α.
Στην ελληνική λαογραφία, ο Κίσσαβος εμφανίζεται σαν το αντίπαλο δέος του Ολύμπου.
Ιδιαίτερα γνωστό το κλέφτικο τραγούδι που αναφέρεται σε μια φανταστική πλην όμως μεγαλοπρεπή έριδα μεταξύ των δύο αυτών βουνών με την οποία εξυμνείται η κλεφτουριά κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, που παρουσιάζει άγρια ευτολμία επινόησης, ραγδαία φαντασία και ισχυρή απλότητα έκφρασης, στοιχεία που έκαναν τον επιφανή κριτικό Fauriel να ομολογεί ότι αυτό είναι το καλύτερο κλέφτικο τραγούδι της συλλογής του, με τίτλο “Ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος”:
Ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι…
Από γεωλογική άποψη, η Όσσα παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον αφού στη βάση της αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα, που όμως σκεπάζονται από άλλα στρώματα εκρηξιγενών πετρωμάτων.
Στις περισσότερες πλευρές της και κυρίως στις ανατολικές, υπάρχουν εντυπωσιακές χαράδρες με ορμητικούς χειμάρρους, ομορφότερη από τις οποίες είναι η χαράδρα της Καλυψούς με ένα τοπίο που συμπληρώνεται από καταρράκτες, λίμνες και απότομα βράχια.
Η προς τη θάλασσα πλαγιά είναι δασώδης ένεκα περισσοτέρων βροχοπτώσεων αλλά και απότομη που καταλήγει στο ακρωτήριο του Κισσάβου , λεγόμενο και ακρωτήριο Δερματάς.
Χαρακτηριστικό του βουνού είναι η βραχώδης και άγονη βορειοδυτική πλευρά της, σε αντίθεση με τη νότια και ανατολική πλευρά του που είναι καταπράσινη, πνιγμένη στα έλατα, στις οξυές, στα πλατάνια και στις καστανιές, από όπου προέρχονται τα γνωστά “κάστανα Κισσάβου”.
Σήμερα ένα μεγάλο τμήμα του Κισσάβου έχει χαρακτηριστεί «Αισθητικό Δάσος της Όσσας» και προστατεύεται από το πανευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000) ως περιοχή εξαιρετικού φυσικού κάλλους.
Ψηλότερη κορυφή του βουνού, ο Προφήτης Ηλίας, με το ομώνυμο υπόγειο εκκλησάκι χτισμένο στα 1.978 μ. υψόμετρο.
Άλλες κορυφές της Όσσας είναι οι Oξιές (1.613 μ.), οι Tρεις Στάλοι (1.513 μ.), ο Παλιολιάς (1.537 μ.), τα Ψηλά Δένδρα (1.231 μ.), η Βασιλίτσα (1.005 μ.), η Φωτεινή ή αλλιώς Τεπέ Τσαρδάκι (1.026 μ.) και το Καραμπίκι (1.057 μ.).
Κωμοπόλεις και χωριά της Όσσας είναι η Αγιά, το Στόμιο, το Συκούριο, τα Αμπελάκια, η Καρίτσα, η Μελιβοία, το Μεταξοχώρι, το Μεγαλόβρυσο, η Ανατολή, το Κόκκινο Νερό, το Ομόλιο και η Σπηλιά.
Ανάβαση στο καταφύγιο του Κίσσαβου
Από τη Σπηλιά ξεκίνησε η δική μας ανάβαση στο καταφύγιο του Κισσάβου. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 800 μ. στις δυτικές πλαγιές του Κισσάβου.
Το μονοπάτι ξεκινάει λίγο πάνω από το χωριό, στα δεξιά του ασφαλτόδρομου που οδηγεί στο καταφύγιο.
Με κατεύθυνση ΒΑ ανηφορίζουμε μέσα σε δασωμένη πλαγιά, ακολουθώντας την πολύ καλή σήμανση του μονοπατιού (Ο2).
Βγαίνουμε από το δάσος και αρχίζουμε να ανεβαίνουμε με καγκέλια μια χαρακτηριστική πλαγιά με μεγάλες πέτρινες πλάκες, ενώ έχουμε και την πρώτη μας οπτική επαφή με τον Όλυμπο στα βόρεια.
Πέφτουμε πάνω στον ασφαλτόδρομο που οδηγεί στο καταφύγιο, τον οποίο διασχίζουμε κάθετα, κινούμενοι με κατεύθυνση Α. Αυτό θα γίνει άλλες τρεις φορές.
Την τέταρτη φορά που θα συναντήσουμε τον ασφαλτόδρομο, τον ακολουθούμε (στα αριστερά μας) και σύντομα φτάνουμε στο καταφύγιο του Κισσάβου.