Πεζοπορώντας στα μονοπάτια των αρκαδικών χωριών του Μαινάλου (Μέρος Α)
Ο ορεινός όγκος του Μαινάλου στο νομό Αρκαδίας καθώς εκτείνεται από το υψίπεδο της Τρίπολης ανατολικά μέχρι το φαράγγι του Λούσιου δυτικά και από το οροπέδιο της Μεγαλόπολης νότια μέχρι τον ποταμό Λάδωνα στα βόρεια, σχηματίζει ένα ιδιαίτερο ανάγλυφο στην καρδιά της Πελοποννήσου.
Περισσότερες από 50 κορυφές με υψόμετρο μεγαλύτερο των 1500 μ. συνθέτουν δύο διακεκριμένα συγκροτήματα.
Η οροσειρά του ανατολικού Μαινάλου, με μέσο πλάτος 8 χλμ. και μήκος 30 χλμ., αποτελείται από μια αλυσίδα κορυφών, εκ των οποίων 10 έχουν ύψος μεγαλύτερο των 1.800 μ., με υψηλότερη την περίφημη Οστρακίνα στα 1981 μ.
Νότια της οροσειράς στέκεται ο επιβλητικός Αϊντίνης (1.849 μ.), που αποτελεί τη γεωγραφική “καρδιά” της Πελοποννήσου με εξαίρετη θέα σε όλα τα βουνά της.
Η ανατολική οροσειρά συνδέεται προς δυσμάς με το ήπιο συγκρότημα του δυτικού Μαινάλου στον αυχένα της Αλωνίσταινας (1.320 μ.) και τα υψίπεδα του Φαλάνθου, όπου ρέει ο ποταμός Ελισσώνας.
Το δυτικό Μαίναλο αποτελείται από μια θάλασσα δασωμένων κορυφών της τάξης των 1.400-1.700 μ., με δεσπόζουσα την κορυφογραμμή Φραγκοβούνι-Πλειοβούνι (1.643 μ.), που αποτελούν σημεία μεγαλειώδους θέας.
Ολόκληρος ο ορεινός όγκος έχει έκταση 700 χιλ. στρέμματα, που τον κατατάσσει στα 6 πλέον εκτεταμένα αυτοτελή ορεινά συγκροτήματα της Ελλάδας.
Το ανάγλυφο συμπληρώνεται με ένα πολύ μεγάλο αριθμό οροπεδίων και δολινών στην ορεινή και υποαλπική ζώνη, αμέτρητα δασωμένα βυθίσματα και ξέφωτα λιβάδια, που ξεπερνώντας σε αριθμό και ποικιλία τον Παρνασσό και τη Γκιώνα, αναδεικνύουν το Μαίναλο σε μοναδικό γεωλογικό σχηματισμό.
Η ασβεστολιθική σύσταση της ζώνης Γαβρόβου-Τριπόλεως δεν επιτρέπει την ύπαρξη πολλών πηγών στο ανατολικό Μαίναλο, όμως τα αργιλοσχιστώδη εδάφη και οι εμφανίσεις του φλύσχη στο κεντρικό και το δυτικό, έχουν ως αποτέλεσμα την πύκνωση των πηγών και των επιφανειακών ροών.
Έτσι, μέσα στις χαράδρες του βουνού κυλούν τα κρυστάλλινα νερά τους πολλά ορεινά ποτάμια και χείμαρροι, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν ο Λούσιος στο ονομαστό του φαράγγι, ο Ελισσώνας, ο Μυλάοντας, ο Τράγος και ο μικρός ποταμός Ελά.
Οι βιοκλιματικές συνθήκες του Μαινάλου (υγρασία-βροχόπτωση-εύρος θερμοκρασιών) και η θέση του στο κέντρο του χλωριδικού άξονα της Πελοποννήσου ευνοούν τη βλάστηση, που καταλαμβάνει έκταση 400 χιλ. στρεμμάτων, ήτοι το 65%.
Πρόκειται για έναν εξαιρετικά πυκνοδασωμένο ορεινό όγκο, που κατατάσσεται στην πρώτη δεκάδα των 100 διακεκριμένων όγκων της Ελλάδας, πρώτος στην Πελοπόννησο μαζί με τον Πάρνωνα.
Το μεγαλύτερο ποσοστό της βλάστησης καταλαμβάνουν τα υπέροχα και ξακουστά ελατοδάση του Μαινάλου και μαζί με συστάδες δρυών, πρίνων, πεύκης και κέδρων συνθέτουν μια σπάνια φυσική σύνθεση.
Η χλωρίδα συμπληρώνεται από μεγάλη ποικιλία θάμνων, ποωδών φυτών και λουλουδιών στα οροπέδια και στις κορυφές, που ιδιαίτερα την άνοιξη δίνουν πανέμορφους και πολύχρωμους χλοοτάπητες.
Η πανίδα του Μαινάλου δεν είναι σήμερα αυτή που ήταν στο παρελθόν. Είναι γνωστό ότι στα βουνά της Πελοποννήσου υπήρχαν παλιότερα ελάφια, ζαρκάδια, λύκοι, αρκούδες, λύγκες και αγριογούρουνα, που τα εξαφάνισαν φυσικά οι άνθρωποι.
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει επανεισαγωγή του αγριογούρουνου από τους κυνηγετικούς συλλόγους, στα δρυοδάση της Μεγαλόπολης και από εκεί άρχισε το είδος να εξαπλώνεται, φθάνοντας και ως το Μαίναλο.
Φυσικά εξακολουθούν να υπάρχουν τα μικρότερα θηλαστικά, όπως η πανέξυπνη και προσαρμόσιμη σε όλα τα περιβάλλοντα αλεπού, ο νυκτόβιος και σχεδόν παμφάγος ασβός, ο τρομερός κυνηγός που ακούει στο όνομα κουνάβι, η νυφίτσα που είναι μια μικρογραφία του κουναβιού, ο γνωστός και πανταχού παρόν λαγός, ο συμπαθής σκαντζόχοιρος και πολλά είδη τρωκτικών και χειροπτέρων.
Όσον αφορά τα πουλιά, υπολογίζεται πως τα είδη που ζουν στο Μαίναλο πρέπει να ξεπερνούν τα 80.
Από αυτά ξεχωρίζουν βέβαια ο χρυσαετός, ο χουχουριστής, ο πυρροβασιλίσκος, ο καμποδενδροβάτης και άλλα σπάνια είδη που χρειάζονται προστασία.
Σήμερα, η ορνιθοπανίδα και η πανίδα του βουνού, παρά την υποβάθμιση από ανθρώπινες οχλήσεις διαφόρων ειδών και τις φυσικές καταστροφές, δίνει ακόμα την άνιση μάχη της επιβίωσης.
Για όλα τα παραπάνω φυσικά στοιχεία και τους σπάνιους οικοτόπους του το Μαίναλο έχει ενταχθεί στο δίκτυο προστατευομένων φυσικών περιοχών “Natura 2000” και το ελληνικό κράτος έχει υποχρέωση να καταρτίσει προγράμματα διαχείρισης και προστασίας του.
Η κτηνοτροφία ήταν από την αρχαιότητα συνυφασμένη με τη ζωή και την οικονομία των ορεσίβιων κατοίκων του Μαινάλου. Σε όλο το βουνό βόσκουν μέχρι και σήμερα άφθονα κοπάδια αιγοπροβάτων.
Η δύσβατη μορφολογία της περιοχής και ο βουκολικός χαρακτήρας του τοπίου και της ζωής διαμόρφωσε και το χαρακτήρα των κατοίκων.
Υπομονετικοί, σκληροτράχηλοι, περήφανοι, ήρεμοι και με αδούλωτο πνεύμα και ήθος.
Γι’ αυτό στις κρίσιμες και δύσκολες ιστορικές περιόδους του Ελληνισμού αντιστάθηκαν και αγωνίστηκαν με πάθος και αυταπάρνηση.
Αμέτρητοι θρύλοι και παραδόσεις συνδέονται με το βουνό, στο οποίο έζησαν θεοί και ήρωες της μυθολογίας.
Το Μαίναλο ήταν η κατοικία του Πάνα, του τραγοπόδαρου θεού των ποιμνίων και των βοσκών, σε αυτό παρουσιαζόταν συχνά η θεά Δήμητρα, σε αυτό περιφέρονταν οι Νύμφες.
Τα ειδυλλιακά του τοπία ενέπνευσαν τον Γκαίτε, τον Βιργίλιο, τον Πουσέν και πολλούς άλλους ποιητές και φιλοσόφους και υμνήθηκαν από αυτούς.
Μάλιστα, σύμφωνα με το Βιργίλιο το Μαίναλο “πάντα ακούει τα ερωτικά τραγούδια των βοσκών και του Πάνα, που παίζει τη φλογέρα του”.
Η φιλοσοφική τάση και σχολή της “Αρκαδίας” -παγκόσμια γνωστή και δημοφιλής μέχρι τις μέρες μας- στο βουνό αυτό οφείλει τη γέννησή της.
Μέσα και γύρω από το Μαίναλο ξεδιπλώνεται η ιστορική διαδρομή δεκάδων αιώνων ελληνικής ιστορίας.
Η περιοχή του Μαινάλου κατοικείται από την αρχαιότητα. Οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Αρκάδες και οι Μαινάλιοι.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι κάτοικοι του βουνού πήραν μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία με αρχηγό τους τον Αγκαίο.
Σημαντικές αρχαίες πόλεις ήταν ο Ορχομενός, η Μαντίνεια, η Τεγέα και η Υψούς (στη σημερινή Στεμνίτσα), ενώ στην ελληνιστική περίοδο αναπτύχθηκε κυρίως η Μεγαλόπολη.
Το μεσαίωνα στην Αρκαδία όπως και σε πολλά άλλα μέρη της Πελοποννήσου εγκαταστάθηκαν Σλάβοι, κάτι που μαρτυράνε και τα πολυάριθμα σλαβικά τοπωνύμια (Βαλτέτσι, Ζιγοβίτσι, Στεμνίτσα κ.α.).
Κατά το 10ο αιώνα άρχισε να αναπτύσσεται μοναστική κοινότητα στο φαράγγι του Λούσιου.
Μια απλή περιήγηση στο βουνό ανακαλεί μνήμες από το 1821 όταν το Μαίναλο υπήρξε θέατρο της επανάστασης του ελληνικού έθνους.
Η περιοχή αυτή παρείχε στην επανάσταση πυρομαχικά από τους μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας, ασφαλή ορμητήρια από τα δύσβατα ορεινά της περιοχής και στρατό από τα επαναστατημένα χωριά.
Γιατί να το κρύψουμε άλλωστε. Το γουστάρω το Μαίναλο. Κάτι έχει ρε παιδί μου αυτό το βουνό και με τραβάει σα μαγνήτης.
Είναι οι απίστευτες εναλλαγές και αντιθέσεις των τοπίων; Είναι οι εκπληκτικές συνθέσεις των πυκνών δασών κεφαλληνιακής ελάτης, των γυμνών κορυφών και των εύφορων οροπεδίων; Ή μήπως είναι τα φωλιασμένα στις πλαγιές και στις βαθιές χαράδρες του παραδοσιακά αρκαδικά χωριά;
Μάλλον όλα αυτά μαζί και πολλά άλλα. Ευτυχώς το βουνό διαθέτει ένα εκτεταμένο δίκτυο μονοπατιών, ικανό να καλύψει τις αδηφάγες ορέξεις των απανταχού πεζοπόρων και ορειβατών.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στην προσπάθεια που καταβάλει τα τελευταία χρόνια ο τοπικός “Σύλλογος Αρκάδων Ορειβατών Οικολόγων” (Σ.Α.Ο.Ο.) για τον εντοπισμό, τη διάνοιξη, τον καθαρισμό, τη σηματοδότηση και την αποτύπωση σε χάρτες και gps των μονοπατιών του Μαινάλου.
Η φιλοσοφία του όλου εγχειρήματος είναι απλή, τα οφέλη όμως είναι πολλαπλά. Αντιγράφω από την ιστοσελίδα του συλλόγου: “…Η ανάπτυξη και υλοποίηση ενός δικτύου ορεινής πεζοπορίας στο Μαίναλο, αποτελούσε από την ίδρυση του Σ.Α.Ο.Ο., το 1998, έναν σημαντικό στόχο. Πιστεύουμε ότι ένα λειτουργικό δίκτυο μονοπατιών αποτελεί μοχλό ανάπτυξης της ορειβασίας ως πολιτιστικού αγαθού, και ταυτόχρονα μια συμβατή προς το περιβάλλον και τις αξίες της οικοτουριστικής δραστηριότητας. Η ολοκληρωμένη λειτουργία αυτού του μοντέλου ήπιας ανάπτυξης στην ορεινή Αρκαδία, μπορεί να αποτελέσει ένα φίλτρο μιας εναλλακτικής οπτικής στα μάτια της τοπικής κοινωνίας. Ίσως διακρίνουμε τότε ότι προστατεύοντας τα οικοσυστήματα και τα τοπία των βουνών μας από την ατελέσφορη δόμηση και αστικοποίηση, βελτιώνουμε την επισκεψιμότητα ποιοτικά και ποσοτικά. Και η δυνατότητα μιας απολαυστικής πεζοπορίας μέσα στα υπέροχα μονοπάτια μιας αμόλυντης άγριας φύσης, έχει ανεκτίμητη συμβολή σ’ αυτή τη σωτήρια συνειδητοποίηση…”.
Από το Μαίναλο περνά και το ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4, το οποίο ξεκινάει από τη Βυτίνα, φτάνει στο ορειβατικό καταφύγιο στη θέση Οστρακίνα και καταλήγει στον Καρδαρά.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες πεζοπορικές διαδρομές είναι η διάσχιση του φαραγγιού του Λούσιου ποταμού, την οποία είχα παρουσιάσει σε μια από τις πρώτες αναρτήσεις του παρόντος ιστολογίου (πατήστε εδώ για να τη δείτε).
Μια άλλη διαδρομή που είχα παρουσιάσει ήταν η ανάβαση στη δεύτερη ψηλότερη κορυφή του Μαινάλου, τη Τζελάτη (1.868 μ.), με αφετηρία το χιονοδρομικό κέντρο (πατήστε εδώ για να τη δείτε).
Στην παρούσα ανάρτηση αποφάσισα να ασχοληθώ με τα μονοπάτια που ενώνουν τα πετρόχτιστα χωριά της ορεινής Αρκαδίας που αγκαλιάζουν νωχελικά το Μαίναλο και συνθέτουν ένα υπέροχο φυσικό τοπίο.
Πάμε, λοιπόν, να ξετυλίξουμε το κουβάρι του οδοιπορικού μας στα μονοπάτια του Μαινάλου.
Ο χάρτης των μονοπατιών που θα περπατήσουμε
1η Διαδρομή
Βυτίνα – Στεμνίτσα
Ξεκινάμε το οδοιπορικό από πού αλλού; Μα φυσικά από την αρχοντική και κοσμοπολίτικη Βυτίνα.
Η Βυτίνα είναι χτισμένη στα 1.030 μ. υψόμετρο, σε ένα μικρό οροπέδιο στη δυτική πλευρά του Μαινάλου, περικυκλωμένη από το εντυπωσιακό ελατοδάσος του. Αποτελεί ένα από τα αξιολογότερα ορεινά θέρετρα της Πελοποννήσου.
Αξιόλογη είναι και η ιστορική διαδρομή της Βυτίνας. Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή χτίστηκε το 350 μ.Χ. μετά τη διάλυση της αρχαίας αρκαδικής κώμης του Μεθυδρίου.
Το όνομά της σύμφωνα με μια εκδοχή προέρχεται από τη λέξη βυθός, επειδή η παλιά κωμόπολη ήταν χτισμένη στο βάθος μιας λεκάνης τριγυρισμένης από λόφους.
Η περιοχή της Βυτίνας είχε αναγνωριστεί κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας σαν “βακούφιο” και θεωρούνταν ιερή.
Η συμβολή της στον απελευθερωτικό αγώνα ήταν σημαντική. Εκεί γινόταν η τροφοδοσία με ψωμί του επαναστατικού στρατού και η περίθαλψη των τραυματιών.
Η περιοχή έδωσε πολλούς αγωνιστές και άξιους οπλαρχηγούς και καπεταναίους, πολλοί από τους οποίους έπεσαν στα πεδία των μαχών.
Για την ενεργή συμμετοχή της στον αγώνα τα στρατεύματα του Ιμπραήμ πυρπόλησαν τη Βυτίνα επτά φορές, προκαλώντας τρομερές καταστροφές στο χωριό.
Μετά την απελευθέρωση η Βυτίνα γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη. Υπήρξε εμπορικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής με σημαντική τοπική οικονομία και βιοτεχνία (ξυλοτεχνία και υφαντουργία).
Η Βυτίνα είναι γενέτειρα του ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και του Βασίλειου Οικονομίδη, ενός από τους επιφανέστερους Έλληνες νομικούς.
Οι προτομές τους, του πρώτου στην κεντρική πλατεία και του δεύτερου στην ομώνυμη μικρή πλατεία μαρτυρούν τη συμβολή της στα γράμματα και τις επιστήμες.
Κέντρο της κωμόπολης είναι η όμορφη κεντρική πλατεία με την αξιόλογη πετρόχτιστη εκκλησία του Αγ. Τρύφωνα, δημιούργημα ντόπιων μαστόρων με το φημισμένο τοπικό μαύρο μάρμαρο.
Η Βυτίνα φημίζεται για τα γαλακτοκομικά της προϊόντα, όπως και το μέλι από κωνοφόρα και τα κρεατικά της.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αξιόλογη οικοδομική και τουριστική δραστηριότητα στην περιοχή.
Έχουν κτιστεί αρκετές τουριστικές μονάδες, καταστήματα και παραθεριστικά σπίτια. Επίσης έχουν αναστηλωθεί και ανακαινιστεί πολλά παλιά σπίτια.
Από πού πάνε για τη Στεμνίτσα;
Από την κεντρική πλατεία της Βυτίνας παίρνουμε το δρόμο που οδηγεί στην έξοδο του χωριού με κατεύθυνση δυτική-βορειοδυτική.
Το μονοπάτι είναι καλοσημαδεμένο με ταμπελάκια κίτρινα-άσπρα. Λίγο έξω από τη Βυτίνα το μονοπάτι φεύγει από τον ασφαλτόδρομο (στα αριστερά μας) και κατηφορίζει προς το φαράγι του Μυλάοντα ποταμού.
Κατεβαίνουμε μικρά καγκέλια και πέφτουμε στην κοίτη του ποταμού στο σημείο όπου υπάρχει ένα πέτρινο γεφύρι στα δεξιά μας.
Συνεχίζουμε ευθεία, περπατώντας κατά μήκος της κοίτης του ποταμού.
Συναντάμε ξύλινο γεφυράκι. Είναι το σημείο όπου από τα αριστερά μας κατεβαίνει το ρέμα Μπαρμπά και χύνεται στον Μυλάοντα ποταμό.
Λίγο πιο κάτω διακρίνουμε γκρεμισμένα ερείπια ενός παλιού νερόμυλου.
Μετά από μια ώρα πορείας φτάνουμε στον ασφαλτόδρομο, στο σημείο όπου υπάρχει μια γέφυρα, απ’ όπου περνάει από κάτω της ο Μυλάοντας. Ακολουθούμε την ταμπέλα προς “Μεθύδριο”.
Μετά από πορεία σε ασφαλτόδρομο και χωματόδρομο (προσοχή στα σημάδια), μπαίνουμε σε βαθίσκιωτο μονοπάτι μέχρι την πηγή των Αγ. Θεοδώρων.
Στη συνέχεια, σύντομη πορεία σε χωματόδρομο και κατόπιν μπαίνουμε σε μονοπάτι που κινείται στην κοίτη του Χροναίικου ρέματος.
Βγαίνουμε σε πλάτωμα με καρυδιές μέχρι το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής.
Από εκεί βγαίνουμε στην άσφαλτο, όπου υπάρχει πηγή (Τρανή βρύση).
Συνεχίζουμε την πορεία μας στον ασφαλτόδρομο, περνάμε την Εφτακαρβελού και στρίβουμε δεξιά, αρχίζοντας να ανεβαίνουμε μια ρεματιά, που στο τελείωμά της έχει έντονη κλίση.
Αφού ανέβουμε τη ρεματιά βγαίνουμε σε χωματόδρομο. Σύντομα φτάνουμε σε διασταύρωση. Από αριστερά έρχεται χωματόδρομος από την Αλωνίσταινα.
Εμείς πάμε δεξιά. Από εκεί το μονοπάτι μας βγάζει στη θέση “Σαβρακού”.
Από το σημείο αυτό αρχίζουμε να κατηφορίζουμε προς Στεμνίτσα και μετά από 5 χλμ. πορείας καταλήγουμε στο χωριό.
Η συνολική πορεία είναι περίπου 22 χλμ. και θα χρειαστούν γύρω στις 7-8 ώρες για τη διάσχιση.
Η Στεμνίτσα, επιβλητικά κτισμένη στα 1.080 μ. υψόμετρο, στην άκρη ενός φαραγγιού, με τα πανέμορφα πετρόχτιστα αρχοντικά της και τα μοναδικά της σοκάκια, ζεστή και φιλόξενη αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα παραδοσιακού αρκαδικού οικισμού.
Ονομάζεται αλλιώς Υψούς, γιατί όπως πιστεύεται, είναι χτισμένη στην ίδια τοποθεσία με την ομώνυμη αρχαία πόλη που θεμελίωσε ο Υψούς, γιος του Λυκάονα.
Είναι άγνωστο πότε ακριβώς μετονομάστηκε σε Στεμνίτσα, αλλά εικάζεται ότι έγινε τον 7ο αι. μ.Χ., μετά την εποίκιση των περιοχών από Σλάβους, καθώς Στεμνίτσα σημαίνει τόπος δασώδης και σκιερός στα σλαβικά.
Γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τη βυζαντινή περίοδο, όταν ήταν γνωστές οι στεμνιτσιώτικες καμπάνες.
Στην επανάσταση του 1821 έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Ήταν η έδρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που την αποκαλούσε “χωριατοπούλα του Μοριά”.
Ως επακόλουθο του ρόλου της στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα διατέλεσε έδρα της πρώτης Πελοποννησιακής Γερουσίας και πρώτη άτυπη πρωτεύουσα του επαναστατημένου ελληνικού έθνους για μια ημέρα -27 Μαΐου 1821- ημερομηνία κατά την οποία έλαβε μέρος η Α’ Πελοποννησιακή Γερουσία στην Ι.Μ. Χρυσοπηγής.
Το χωριό υπήρξε σημαντικό κέντρο χρυσοχοΐας και αργυροτεχνίας. Στη Στεμνίτσα υπάρχει και η σχολή Αργυροχρυσοχοΐας του Τ.Ε.Ε. Στεμνίτσας. Φημίζεται επίσης για τα τοπικά γλυκά και ζυμαρικά της.
Σεργιανίζοντας στα σοκάκια του οικισμού, θαρρείς πως ο χρόνος έχει σταματήσει.
Τα παλιά πέτρινα σπίτια και τα αρχοντικά, που σε συνδυασμό με τα γραφικά καλντερίμια που χάνονται μέσα στις καρυδιές και τις κερασιές, και τα παραδοσιακά πέτρινα κεφαλόβρυσα, δημιουργούν μια ξεχωριστή εικόνα που σε ταξιδεύει σε περασμένες εποχές.
Επίσης, κατά την περιήγησή σας στη Στεμνίτσα θα διαπιστώσετε την ύπαρξη πολλών βυζαντινών εκκλησιών (18 στο σύνολο), που διακρίνονται για την επιβλητική αρχιτεκτονική τους αλλά και για τον πλούσιο εσωτερικό τους διάκοσμο.
Συνεχίζεται…
Πηγές
arcadia.ceid.upatras.gr
holiday.gr
travelstyle.gr
traveltripolis.gr
mainalo.gr
sportsmag.gr
mygreece.travel
e-levidi.gr
vlaxerna.gr
wikipedia.org