Η εξερεύνηση του Ολύμπου
“Κανένα έθνος δεν έχει μια έκταση που να μπορεί να συγκριθεί με την περιοχή του Ολύμπου, τόσο πλούσια σε μύθους, αναμνήσεις ιστορικές, ομορφιές κάθε λογής και δυνατότητες για εκμετάλλευση”.
“Και ακριβώς εναντίον των κινδύνων μιας ανόητης και καταστρεπτικής εκμετάλλευσης πρέπει να προφυλαχτούμε”.
“Να πως πηγαίνουν γρήγορα τα πράγματα:
Στο 1927 προείπα πως σε λίγο οι λαμπρές χιονισμένες ερημιές του Ολύμπου θα γινότανε η κατ’ εξοχή περιοχή των σκιέρ. Αυτό έχει γίνει.
Και τώρα προσοχή στους εργολάβους οικοδομών που θα θελήσουνε να επωφεληθούν απ’ αυτή τη φήμη που ολοένα μεγαλώνει.
Cavenat Consules! Φίλοι Έλληνες το νου σας πριν να είναι πολύ αργά!”
Στις 2 Αυγούστου 2013 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την πρώτη καταγεγραμμένη ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου από τους Ελβετούς φιλέλληνες Frederic Boissonnas και Daniel Baud-Bovy και τον εκ Λιτοχώρου κυνηγό αγριόγιδων Χρήστο Κάκαλο.
Με αφορμή αυτήν την σημαντική επέτειο για την ορειβατική κοινότητα (και όχι μόνο) της χώρας μας, σας παραθέτω αυτούσιο το κείμενο του Λάζαρου Ρήγου *, που γράφτηκε για τις ανάγκες της ιστοσελίδας του Olympus Mythical Trail.
Βασική πηγή βιβιλιογραφίας του άρθρου αποτέλεσε το βιβλίο του Marcel Kurz «Mont Olympe» (1923).
Ως χρονικό ορόσημο της περιόδου εξερεύνησης του Ολύμπου θεωρήθηκε η χρονιά κατάκτησης και της τελευταίας απάτητης κορυφής του.
Η ιστορία των περιηγήσεων και των εξερευνήσεων του Ολύμπου καθώς και ο αγώνας για την κατάκτηση της ψηλότερης και απάτητης κορυφής του αρχίζει από τη στιγμή που αυτές γίνονται για λόγους επιστημονικούς, περιέργειας για ανακάλυψη νέων τόπων ή ευχαρίστησης για την προσπάθεια ανάβασης του βουνού και των κορυφών του.
Μέχρι τότε, μια σειρά από διαφορετικούς ανθρώπους τριγυρνούν στις κορυφές του βουνού, για τους δικούς του λόγους ο καθένας αλλά χωρίς να ενδιαφέρονται να αναρριχηθούν στην ψηλότερη κορυφή.
Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μοναχοί από τη Μονή Αγίου Διονυσίου αλλά και από άλλα μοναστήρια της περιοχής, ανεβαίνουν στην κορυφή του Προφήτη Ηλία (2801μ) κάθε Ιούλιο για να λειτουργήσουν το μικρό εκκλησάκι της κορυφής του.
Ληστές, άτακτοι και ανυπότακτοι στην εξουσία του Σουλτάνου, όπως και μαχητές σε επαναστατικές περιόδους, βρήκαν καταφύγιο στον Όλυμπο, και περιπλανήθηκαν σε όλα τα μήκη και πλάτη του βουνού.
Κυνηγοί αγριοκάτσικων από τα γύρω χωριά βρίσκονταν πολύ συχνά στις κορυφές, αναζητώντας τα “κρησφύγετα” των επιδέξιων αυτών ζώων. Επίσης, κτηνοτρόφοι έβγαζαν στα αλπικά λιβάδια της Μπάρας τα κοπάδια τους τα καλοκαίρια.
Στην πραγματικότητα είναι άγνωστο κατά πόσο η ψηλότερη κορυφή του Μύτικα (και του Στεφανιού κατ’ επέκταση, ως περισσότερο δυσπρόσιτη από όλες τις κορυφές του βουνού) ήταν στην πραγματικότητα απάτητες μέχρι τον Αύγουστο του 1913, οπότε καταχωρήθηκε και η πρώτη επίσημη ανάβασή της.
Υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες κάποτε στο μακρινότερο παρελθόν, η περιέργεια κάποιου βοσκού, κλέφτη ή κυνηγού, να τον οδήγησε να σκαρφαλώσει εκεί πάνω.
Εξάλλου, η αντικειμενική τεχνική δυσκολία της ανάβασης στο Μύτικα, είναι χαμηλή, γεγονός που δεν λειτουργεί αποτρεπτικά για κάποιον που θα είχε την περιέργεια να φτάσει στο τέλος εκείνων των βράχων.
Όμως η απουσία γραπτών μαρτυριών ενδέχεται να στέρησε τη δόξα στον ανώνυμο αναρριχητή, όπως αυτή. Αυτό ποτέ δεν θα το μάθουμε στο μέλλον όμως.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗΣ
Παρακάτω, παρουσιάζεται ένα σύντομο χρονολόγιο των μαρτυριών από το βουνό και των προσπαθειών εξερεύνησης του βουνού, κυρίως από ξένους περιηγητές και ορειβάτες:
1669 – Το καλοκαίρι ο σουλτάνος Μωχάμεντ ο Δ’ περνά δύο μήνες στο βουνό, παρέα με την ακολουθία του, έχοντας αφήσει τη Λάρισα, με στόχο λίγη …δροσιά! Σύμφωνα με τον Άγγλο E. Brown που έγραψε ένα βιβλίο με την εξιστόρηση των δικών του ταξιδιών στη νότια Ευρώπη, ο σουλτάνος εγκαταστάθηκε ψηλά στο βουνό, όμως διάφορα απρόβλεπτα συμβάντα, όπως παγωνιά και μολυσμένα νερά, στοίχισαν αρκετές ανθρώπινες ζωές.
1780 – Ο Γάλλος αξιωματικός του ναυτικού Charles Sonnini φτάνει με τη συνοδεία του στην Κατερίνη και από εκεί με παρουσία στρατιωτών πηγαίνει στη μονή “Σκάλας” (πρόκειται μάλλον για μοναστήρι που βρίσκεται στη σημερινή νέα μονή του Αγίου Διονυσίου) και παριστάνει τον γιατρό, όταν φτάνουν εκεί ληστές, προσπαθώντας να τους κατευνάσει. Στη συνέχεια όδευσε στη Μονή του Αγίου Διονυσίου, από όπου στις 14 Ιουλίου ξεκινά για τις κορυφές του βουνού. Η περιγραφή του όμως περιέχει αρκετές ανακρίβειες, μιλώντας για πολύ κρύο, πάγους και ανάβαση από κλαδιά δέντρων και βράχους που ξεκολλούσαν από τον πάγο. Αναφέρει ακόμα, ότι οι Έλληνες οδηγοί του ήταν απρόθυμοι να ακολουθήσουν και έμειναν στα χαμηλά. Για την ψηλότερη κορυφή αναφέρει χαρακτηριστικά “…η κορυφή ήταν γυμνή και έμοιαζε σαν ένα σκούφο από χιόνι και πάγο, απ όπου ήταν αδύνατο να κρατηθείς…”. Ο Sonnini, είδε από ψηλά την Όσσα, το Πήλιο και την κοιλάδα των Τεμπών (?), όπως έγραψε. Το πιο πιθανό είναι ότι ακολούθησε κάποια διαδρομή είτε προς Χοντρό Μεσοράχι είτε προς Μπάρα και μέχρι εκεί τελείωσε κιόλας, δανειζόμενος τα υπόλοιπα από περιγραφές οδηγών του ή και μοναχών. Συμπέρανε επίσης ότι παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις των μοναχών για μόνιμο πάγο όλο το χρόνο, ο Όλυμπος μάλλον στο τέλος του καλοκαιριού ήταν εντελώς άδειος, σύμφωνα με μαρτυρίες του Edward Brown από το 1670, ο οποίος είχε διατυπώσει τότε την εκτίμηση ότι ο Όλυμπος είναι πολύ χαμηλότερος από τις Άλπεις, τα Πυρηναία και τα Καρπάθια, όπου υπάρχει χιόνι όλο το χρόνο.
1806 – Τον Ιούλιο ο Άγγλος αξιωματικός William Μ. Leake φτάνει μέχρι τη μονή του Αγίου Διονυσίου, αλλά οι άσχημες καιρικές συνθήκες τον εμποδίζουν να προχωρήσει περισσότερο.
1810 – Τον Ιούλιο, ο Γάλλος περιηγητής François Pouqueville επιχειρεί ανάβαση στον Όλυμπο από την πλευρά του Λιτοχώρου, από όπου πηγαίνει στη μονή του Αγίου Διονυσίου. Από όσα γράφει στο βιβλίο του συμπεραίνεται ότι ανέβηκε στην κορυφή Προφήτης Ηλίας ή αυτά τα έγραψε μετά από σχετικές διηγήσεις μοναχών.
1830 – Tον Ιούλιο ο άγγλος διπλωμάτης David Urquhart πήγε από την Καρυά είτε στη Μονή της Αγίας Τριάδας είτε του Σπαρμού και από εκεί ανέβηκε στην αλπική ζώνη, σε κάποια ομαλή κορυφή από όπου μπορούσε να αγναντέψει το Αιγαίο πέλαγος. Ονόμασε την κορυφή “Αγιο Στέφανο” αλλά μάλλον πρόκειται για την “Ιτσούμα” που ανέβηκε 25 χρόνια αργότερα ο Heuzey, καθώς βρήκε ίχνη κεραμικών εκεί, σημάδι παρουσίας ανθρώπων στο παρελθόν (αρχαιότητα?). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η γλαφυρή περιγραφή που δημοσιεύτηκε αργότερα σε βιβλίο του με εντυπώσεις από τα ταξίδια του στην ανατολική Μεσόγειο.
1836 – Ο Γάλλος βοτανολόγος Remy Aucher-Eloy επισκέφτηκε τον Όλυμπο και συνέλεξε διάφορα φυτά.
1840 – Ο Γερμανός γεωγράφος C. Eckenbrecher ανεβαίνει στον Όλυμπο και, όπως συμπεραίνεται από τα γραφόμενά του, πρέπει να έφτασε στο Σκολιό.
1851 – Ο Γερμανός βοτανολόγος Theodor Heldreich πραγματοποιεί ανάβαση στον Όλυμπο για τη μελέτη της πλούσιας χλωρίδας του.
1855 – Ο Δανός καθηγητής J. Ussing ανεβαίνει λίγο ψηλότερα από τη μονή του Αγίου Διονυσίου. Επισκέπτεται λίγο πιο κάτω απ το μοναστήρι το γνωστό σήμερα “Άγιο Σπήλαιο”, όπου φέρεται ότι ασκήτεψε ο Άγιος Διονύσιος, και βρήκε ένα μικρό παρεκκλήσι και την πηγή που τρέχει ακόμα και σήμερα.
1855 – Ο Γάλλος αρχαιολόγος Léon Heuzey ανεβαίνει από τη Μαλαθριά (σημερινό Δίον) αφού επισκεφθεί τα ερείπια του αρχαίου Δίου. Φτάνει στο μετόχι του Αγίου Διονυσίου και από εκεί κατευθύνεται στη χαράδρα του Βύθου και φτάνει στη Μονή του Αγίου Διονυσίου. Εκεί συναντά λίγους μοναχούς και πληροφορείται ότι το μοναστήρι κάηκε από τους Τούρκους το 1828 αλλά επισκευάστηκε στη συνέχεια. Μας πληροφορεί για την άγρια ζωή του βουνού, αναφέροντας για ζαρκάδια και αγριόγιδα αλλά και την απουσία αρκούδας. Διανυκτερεύει στο τέρμα της χαράδρας, μάλλον λίγο πάνω από τα Πριόνια, στα οποία μας πληροφορεί ότι εργάζονται Αλβανοί εργάτες για την παραγωγή κομμένων ξύλων που φορτώνονται σε καΐκια από το λιμάνι των Αγίων Θεοδώρων. Ο Heuzey ανεβαίνει με βεβαιότητα το Χοντρό Μεσορράχι στο Μαυρόλογγο, χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο όμως ότι έφτασε ούτε καν στο οροπέδιο της Μπάρας! Παρόλα αυτά αναφέρει για τον Προφήτη Ηλία, λέγοντας ότι είναι η ψηλότερη κορυφή του βουνού, κοντά στα 2980 μέτρα, για την Ιτσούμα, μια στρογγυλεμένη κορυφή στα νότια (προφανώς αναφέρεται στο σύμπλεγμα Φράγκου Αγώνι – Μεταμόρφωση) και στον Καλόγερο στα νότια, όπου σύμφωνα με τα όσα του ανέφεραν οι καλόγεροι, βρίσκεται θαμμένος ο Άγιος Διονύσιος. Είναι προφανές ότι δεν πήγε στον Προφήτη Ηλία, γιατί είναι προφανές για έναν παρατηρητή ότι οι γύρω βράχοι είναι σαφέστατα ψηλότεροι! Ο Heuzey που αργότερα δέχτηκε τις κατηγορίες του Barth, υπεραμύνθηκε της άποψής του, λέγοντας ότι αυτή θεωρείται από τους ανθρώπους της περιοχής η ψηλότερη κορυφή του βουνού. Το σχεδόν βέβαιο είναι ότι οι περιγραφές του βασίστηκαν σε όσα του είπαν οι μοναχοί του μοναστηριού, που για τους δικούς τους λόγους, θεωρούσαν ως σημαντική -άρα και ψηλότερη- την κορυφή του Προφήτη Ηλία.
1857 – O καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Θεόδωρος Ορφανίδης επισκέπτεται τον Όλυμπο και μελετά την πλούσια χλωρίδα του.
1859 – Ο Ρώσος Porfirij Uspenskij επισκέπτεται τα μοναστήρια του Ολύμπου, είναι όμως άγνωστο το δρομολόγιο που ακολούθησε.
1862 – Στις 14 Οκτωβρίου ο Γερμανός γεωγράφος και εξερευνητής Heinrich Barth ξεκινά με συνοδεία από τον Κοκκινοπλό για να ανέβει στον Όλυμπο. Μπαίνει από το ρέμα της Σταλαματιάς και διανυκτερεύει στην έξοδο του Ξερολακιού. Την επόμενη μέρα συνεχίζει στη Μπάρα και από τις Σταυραϊτιές φτάνει στη ράχη της Σκάλας και μπαίνει στα Ζωνάρια, με προορισμό το Οροπέδιο και τον Προφήτη Ηλία. Στην πορεία δύο εγκαταλείπουν και ο ίδιος με έναν οδηγό φτάνει στις Πόρτες, το διάσελο ανάμεσα Στέφάνι και Τούμπα κι από εκεί στον Προφήτη Ηλία. Αντικρίζοντας τους πριονωτούς βράχους πάνω από τα Ζωνάρια κατά την επιστροφή του, διαπιστώνει ότι εκεί πρέπει να βρίσκεται η ψηλότερη κορυφή του βουνού και διαπιστώνει έτσι το λάθος του Heuzey σχετικά με το ποια είναι η ψηλότερη κορυφή. Ο Barth είναι ο πρώτος που επίσημα σημειώνει τη θέση της κορυφής Μύτικας που την ονομάζει ψηλότερη κορυφή, αφού τότε ή ήταν ανώνυμη ή δε ρώτησε πώς λεγόταν. Κατηφορίζουν από το Μαυρόλογγο, χωρίς να γνωρίζουν τα μονοπάτια της περιοχής και μπλέκουν σε απόκρημνες πλαγιές. Το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου είναι έρημο και συνεχίζουν μέχρι το Λιτόχωρο, όπου οι κάτοικοι τους υποδέχονται με ενθουσιασμό.
1865 – Στις 7 Αυγούστου ο Άγγλος γεωγράφος και αλπινιστής Henry Tozer μαζί με έναν συμπατριώτη του ανεβαίνουν στη μονή Αγίου Διονυσίου, από το Λιτόχωρο. Από εκεί, στις 9/8 ξεκινά μια ομάδα από τέσσερις άνδρες, και από ένα ελικοειδές μονοπάτι στα βόρεια του μοναστηριού, φτάνουν στο Λαιμό της Σκούρτας και στο Οροπέδιο, όπου συναντά ασυνήθιστα πολύ χιόνι για την εποχή. Το απόγευμα βρίσκονται στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και μετρώντας με το βαρόμετρό του, βρίσκει το υψόμετρο να είναι 2940 μέτρα, διαπιστώνει όμως ότι οι βράχοι μπροστά του (Στεφάνι) είναι περίπου 200 μέτρα ψηλότεροι. Η απουσία τεχνικού εξοπλισμού και η απροθυμία των συνοδών του να διανυκτερεύσουν εκεί για να επιχειρήσουν ανάβαση την επομένη, τον οδηγεί σε παραίτηση και επιστροφή μέσω Μαυρόλογγου και Πριονιών, στο μοναστήρι. Ο Tozer κατηγορεί τον Heuzey για μόνιμες ανακρίβειες, αφού ο τελευταίος επέμενε στο βιβλίο του ότι ο Προφήτης Ηλίας είναι η ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου.
1869 – Ο Γάλλος M. Gorceix, επιστημονικός συνεργάτης της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, ανεβαίνει στον Καλόγερο, αλλά δεν υπάρχουν πουθενά αναφορές του ίδιου, ο οποίος βασίστηκε στον αυστριακό χάρτη, που είχε πολλά λάθη και παρουσίαζε τον Καλόγερο στην περιοχή του Αγίου Αντωνίου.
1875 – Στις 4 Αυγούστου ο Αυστριακός λοχαγός Gerstner επισκέπτεται τον Όλυμπο. Ξεκινά από την Καρυά και ανεβαίνει στον Προφήτη Ηλία. Τον ίδιο χρόνο οι Αυστριακοί γεωλόγοι Melchior Neumayr και D. Burgerstein επισκέπτονται τη μονή Αγίου Διονυσίου και κάνουν γεωλογικές έρευνες στον Ανατολικό Όλυμπο.
1889 & 1891 – Οι βοτανολόγοι Paul Sintenis και J. Bornmueler εξερευνούν την ανατολική πλευρά του βουνού.
1892 – Ο Σκωτσέζος J. Glennie περιηγείται τον Κάτω Όλυμπο, είναι όμως άγνωστο το μέχρι πού έφτασε.
1904 – Ο Σέρβος γεωλόγος Jovan Cvijic διασχίζει τον Όλυμπο από τον Κοκκινοπλό μέχρι την Καρυά, από τις πλαγιές του Αγίου Αντωνίου.
1905 – Ο Jovan Cvijic επιστρέφει στον Όλυμπο εξερευνώντας τις ανατολικές πλαγίες του, από τη Βροντού μέχρι το Λιτόχωρο και τη Μονή Αγίου Διονυσίου.
1905 – Επισκέπτεται τον Όλυμπο ο Σέρβος βοτανολόγος Luji Adamovitsch, είναι όμως άγνωστο το δρομολόγιο που ακολούθησε.
1907 – Ανεπιβεβαίωτη πληροφορία θέλει τον Χρήστο Κάκαλο να ανεβαίνει στο Μύτικα (!) ακολουθώντας ένα αγριόγιδο στο κυνήγι του. Εάν κάτι τέτοιο μπορέσει κάποτε να επιβεβαιωθεί, τότε καταρρίπτεται η υπόθεση της πρώτης ανάβασης το 1913! Στο αβίαστο συμπέρασμα ότι είναι πολύ πιθανόν να ανέβηκε ο ίδιος ή κάποιος άλλος πριν τον Κάκαλο, συνηγορεί και η μαρτυρία που κατέθεσε κάποτε ο ζωγράφος Βασίλης Ιθακήσιος, στον οποίο ο Χρήστος Κάκαλος είχε πει ότι ο ίδιος έμαθε την τέχνη από τον πατέρα του που ήταν κι εκείνος κυνηγός αγριόγιδων και στα δικά του χρόνια περνούσε τακτικά από το Μύτικα και το Στεφάνι, ψάχνοντας για τα λημέρια των συμπαθών τετράποδων!
1909 – Ο Γερμανός γεωγράφος και ορειβάτης Edwart Richter φτάνει τον Μάιο με καράβι στους Αγίους Θεοδώρους από Θεσσαλονίκη και από εκεί ανεβαίνει στο Λιτόχωρο. Ο δήμαρχος του παραχωρεί αστυνομικούς και μουλάρια για τις αποσκευές και ξεκινούν για τον Άγιο Διονύσιο. Στη συνέχεια περνούν από Πριόνια και ανηφορίζουν για Μπάρα. Είναι όμως ακόμα Μάιος και τα χιόνια καλύπτουν το βουνό μέχρι χαμηλά. Οι αγωγιάτες αρνούνται να συνεχίσουν και επιστρέφουν. Η ομάδα του Richter συνεχίζει και βγαίνει στο οροπέδιο της Μπάρας, όπου οι υπόλοιποι εγκαταλείπουν επιστρέφοντας στο μοναστήρι και ο Richter συνεχίζει μόνος. Ανεβαίνει στο Παλιμανάστρι (σημερινός Άγιος Αντώνιος – 2817μ) και στη συνέχεια κατευθύνεται νότια προς το δάσος χαμηλότερα, με σκοπό να περάσει τη νύχτα και να επιστρέψει στις κορυφές. Όταν ξημερώνει αλλάζει σχέδια γιατί το κρύο ήταν έντονο τη νύχτα και κατευθύνεται προς τη Μονή Σπαρμού, φοβούμενος μάλιστα και την πιθανή επίθεση από ληστές. Φτάνει εκεί με ασφάλεια και στη συνέχεια κατευθύνεται για το χωριό Καρυά.
1910 – Ο Edwart Richter επιστρέφει στον Όλυμπο με δύο φίλους του. Φτάνουν στον Κοκκινοπλό και με ένα καραβάνι μουλαριών αρχίζουν ανάβαση στις 12 Μαΐου με άσχημες καιρικές συνθήκες και μειωμένη ορατότητα. Περνούν την κορυφή του Σμέου και φτάνουν στη Μπάρα, κάτασπρη ακόμα από χιόνι και κατηφορίζουν το Μαυρόλογγο. Η νύχτα τους βρίσκει κοντά στα Πριόνια, όπου και διανυκτερεύουν σε μια σπηλιά. Συνεχίζουν το πρωί προς τη Μονή Αγίου Διονυσίου και στη συνέχεια φτάνουν στο Λιτόχωρο. Έτσι έληξε άδοξα και η δεύτερη απόπειρα του Richter να ανέβει στις κορυφές του Ολύμπου.
1911 – Τρίτη απόπειρα για τον Edwart Richter, που δεν απογοητεύεται από τις αποτυχίες των δύο προηγούμενων ετών. Ξεκινά και πάλι από τον Κοκκινοπλό και ανεβαίνει με την ομάδα του στην κορυφή Φλάμπουρο για αναγνώριση, στις 27 Μαΐου. Στην επιστροφή αιχμαλωτίζεται από ληστές και απελευθερώνεται μετά αρκετούς μήνες (22 Αυγούστου) με την καταβολή ενός υπέρογκου ποσού λύτρων. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του μετακινείται συνεχώς από τους απαγωγείς του για ευνόητους λόγους και με αυτό τον τρόπο αποκτά μια καλή εικόνα του βουνού αλλά και μια εξαιρετική άποψη για τους ληστές που τον κρατούσαν σε ομηρεία.
1913 – Η πρώτη (καταγεγραμμένη) ανάβαση της κορυφής: Τον Ιούλιο δύο ενθουσιώδεις αρχαιολάτρες και φιλέλληνες Ελβετοί, ο Frederic Boissonnas, φωτογράφος και εκδότης, που περιηγήθηκε για χρόνια την Ελλάδα και ο Daniel Baud-Bovy, συγγραφέας και τεχνοκριτικός, αποφασίζουν να ανέβουν στον Όλυμπο. Στο Λιτόχωρο τους υποδεικνύουν τον κυνηγό αγριόγιδων και λαϊκό οργανοπαίκτη (βιολιτζή) του χωριού, Χρήστο Κάκαλο, σαν οδηγό. Ο Κάκαλος, αφού προσπαθεί να τους αποτρέψει αρχικά, στο τέλος συμφωνεί και στις 28 Ιουλίου ξεκινούν με προορισμό το Οροπέδιο των Μουσών. Διανυκτερεύουν στη Μονή του Αγίου Διονυσίου και την επόμενη μέρα στην Πετρόστρουγκα. Στις 30, οδεύουν προς το Οροπέδιο, φτάνουν στην κορυφή του Προφήτη Ηλία, όπου βρίσκουν το ομώνυμο εκκλησάκι. Βλέπουν την κορυφή αλλά είναι πολύ κουρασμένοι, χωρίς διαθέσιμο χρόνο και χωρίς καμία πιθανότητα για επιτυχία, αφού στην πραγματικότητα οι δύο Ελβετοί δεν είναι ορειβάτες αλλά περιηγητές! Έτσι παίρνουν το δρόμο της επιστροφής για το Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, χαμηλά στη χαράδρα του Βύθου (όπως γνώριζαν οι Λιτοχωρίτες το ποτάμι τους, πριν μετονομαστεί πρόσφατα σε Ενιπέα).
Την επομένη (31/7) κι ενώ αποφασίζουν να εγκαταλείψουν και να γυρίσουν στο Λιτόχωρο, αλλάζουν γνώμη και κατευθύνονται στα Πριόνια, όπου και διανυκτερεύουν σε αντίσκηνα μέσα σε καταρρακτώδη βροχή. Την επομένη (1/8) ξεκινούν με προορισμό την “Καλύβα” κτηνοτρόφων στο Μαυρόλογγο, λίγο πριν από την τοποθεσία που είναι χτισμένο το Καταφύγιο “Σπήλιος Αγαπητός” σήμερα (στο γνωστό ελικοδρόμιο), σε υψόμετρο περίπου 1950 μέτρων. Την επομένη (2/8), αξημέρωτα ακόμα, εφορμούν για την τελική τους προσπάθεια. Ανεβαίνουν στη Σκάλα και από εκεί κατευθύνονται μέσα σε ομίχλη προς το Μύτικα. Οι δύο Ελβετοί δένονται μεταξύ τους με ένα σχοινί για ασφάλεια. Εντυπωσιάζονται από την επιδεξιότητα του Κάκαλου, ο οποίος όπως γράφει ο Boissonas, σκαρφαλώνει ξυπόλητος! Στις 9 το πρωί κι ενώ δεν μπορούν να δουν τριγύρω απ την ομίχλη που καλύπτει τα πάντα, φτάνουν σε κάποιο σημείο, που λαθεμένα θεωρούν ως κορυφή, την οποία ονομάζουν “Κορυφή της Νίκης” τιμώντας τη μάχη στον Σαραντάπορο εκείνες τις μέρες. Φτιάχνουν ένα μικρό βωμό από πέτρες και τοποθετούν εκεί την Ελβετική σημαία κι ένα μπουκάλι με κάρτες που γράφουν τα ονόματά τους. Ξαφνικά, ένα ελάχιστο άνοιγμα στο σύννεφο, τους φανερώνει την πραγματική κορυφή, που ήταν λίγο πιο ψηλά. Βιαστικοί, σηκώνονται και με προτροπή του Κάκαλου συνεχίζουν και φτάνουν μέχρι εκεί, ξεχνώντας πίσω τους το μπουκάλι και τη σημαία. Η ώρα έδειχνε 10:25 το πρωί της 2ας Αυγούστου 1913 και αυτή είναι η σύντομη ιστορία της πρώτης καταγεγραμμένης ανάβασης στην ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, η οποία παραδόξως έγινε γνωστή μόλις 6 χρόνια αργότερα (1919), με την κυκλοφορία βιβλίου από τον Boissonas για τον Όλυμπο. Ενθουσιασμένοι οι δύο Ελβετοί, δίνουν το όνομα “Βενιζέλος” στην ψηλότερη κορυφή, αυτήν που αρχικά αποκάλεσαν “Κορυφή της Νίκης”, που οι ντόπιοι γνώριζαν σαν “Μύτικα”, όπως επίσης και “Θρόνο του Δία” για τη γειτονική της, που οι ντόπιοι αποκαλούσαν “Στεφάνι”. Τελικά η ονομασία Βενιζέλος γρήγορα ξεχάστηκε αλλά ήρθε σύντομα και η ονομασία “Πάνθεον” (1927), χωρίς και αυτή να υιοθετηθεί.
1914 – Τον Απρίλιο, ο Αμερικανός Francis Farquhar και ο Έλληνας Αριστείδης Φουτρίδης, ξεκινούν από τη Μονή Σπαρμού προς τις κορυφές. Είναι 30 Απριλίου και το χιόνι στο βουνό, πολύ! Ο εξοπλισμός τους δεν είναι ικανοποιητικός και οι δύο ορειβάτες φτάνουν μέχρι το Σκολιό και τη Σκάλα, για να επιστρέψουν πίσω στο Σπαρμό στη συνέχεια. Ο Farquhar επέστρεψε στον Όλυμπο για να κάνει το χρέος του και να ανέβει στην κορυφή.
1919 – Οι δύο Ελβετοί φιλέλληνες Boissonnas και Baud-Bovy έρχονται και πάλι στον Όλυμπο και ανεβαίνουν εκ νέου στον Μύτικα, χωρίς όμως τη συνοδεία του Χρήστου Κάκαλου, τον οποίον δεν κατάφεραν να πείσουν να τους συνοδεύσει. Την ίδια χρονιά γίνεται γνωστή διεθνώς η πρώτη ανάβαση του Ολύμπου -έξι χρόνια αργότερα!- χάρη στο βιβλίο του Boissonas La Grece Immortelle (Η Αθάνατη Ελλάδα). Χρόνια αργότερα (1927), ο Boissonnas γράφει για την απροθυμία του Κάκαλου να τους βοηθήσει σ εκείνη την εξόρμησή τους, ότι το 1913 συμφώνησε να τους συνοδεύσει αλλά δεν δέχτηκε να κουβαλάει πάνω του ούτε μια φωτογραφική μηχανή! Επίσης, ότι ενώ τους αποθάρρυνε να ανέβουν το 1913 στον Μύτικα, 15 χρόνια αργότερα είχε δημιουργήσει επαγγελματική κάρτα με την ιδιότητα του οδηγού βουνού!
1921 – Ενώ ακόμα η ληστεία βασιλεύει στο Όλυμπο, το ελληνικό κράτος καλεί τον επίσης Ελβετό ορειβάτη και τοπογράφο Marcel Kurz για να χαρτογραφήσει το βουνό των θεών. Ο Kurz περνά αρκετές ημέρες στο βουνό, εξερευνώντας και χαρτογραφώντας. Μια σειρά από χονδροειδή λάθη παλιότερων χαρτών διορθώνονται και επιβεβαιώνεται ότι ο Μύτικας είναι η ψηλότερη κορυφή του βουνού, με 2917 μέτρα, όπως προκύπτει από τις τριγωνομετρήσεις. Στην αποστολή συμμετέχει και ο Χρήστος Κάκαλος, ως οδηγός. Στις 12 Αυγούστου, Kurz και Κάκαλος γίνονται οι πρώτοι άνθρωποι που πατούν στο Στεφάνι, στα 2909 μέτρα, την τελευταία απάτητη κορυφή του Ολύμπου. Το 1923 ο Kurz γράφει το βιβλίο Le Mont Olympe, το σημαντικότερο μέχρι σήμερα έργο που έχει γραφτεί για τον Όλυμπο. Με περισσή επιμέλεια, ο Kurz συγκεντρώνει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία για την ιστορία της εξερεύνησης του Ολύμπου και παράλληλα εξιστορεί τη δική του αποστολή με κάθε λεπτομέρεια. Η αποστολή του Kurz ήταν και η τελευταία ιστορία εξερεύνησης, κλείνοντας την ηρωική εποχή των αναζητήσεων.
1921 – Τον Αύγουστο, κι ενώ η τοπογραφική αποστολή του Kurz έχει μόλις επιστρέψει από το βουνό, ένας Ελβετός ονόματι Fritz Khun, ανεβαίνει με τη συνοδεία ενός Ρώσου αξιωματικού και του Χρήστου Κάκκαλου από το Λιτόχωρο, αφού συνομιλήσει πρώτα με τον Ελβετό, κατευθύνεται στην καρδιά του βουνού από Σταυρό, Άγιο Διονύσιο, Πριόνια με σκοπό να κυνηγήσει αγριόγιδα! Ο Κάκαλος, κυνηγός και ο ίδιος, γνωρίζει τα κατατόπια και παίρνει μαζί του ένα όπλο που έκρυβε σε μια κόχη βράχου κοντά στα Πριόνια για τα κυνήγια του. Η θέα των κορυφών παρακινεί τον Kuhn να ξεχάσει το κυνήγι και να καταπιαστεί με τις ψηλές κορυφές, πατώντας τες μία προς μία. Υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες όμως αν πάτησε και το Στεφάνι, παρά το γεγονός ότι αναφέρεται και σ’ αυτό, στο πρόχειρο και κάπως ειρωνικό κείμενό του. Ωστόσο, το γεγονός ότι τον συνόδευε ο έμπειρος γνώστης του βουνού Κάκαλος, επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι είχε κάθε πιθανότητα να ανέβηκε και στο Στεφάνι, τη δυσκολότερη τεχνικά κορυφή του Ολύμπου. Αφήνει ίχνη μπογιάς (!) πάνω σε κάθε μια, γράφοντας το όνομά του, σαν πειστήριο για την ανάβασή του.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Μετά το 1925 η ληστεία εξαλείφθηκε εντελώς από τα ελληνικά βουνά και ειδικά από τον απόκρημνο Όλυμπο, κύριο καταφύγιο και ορμητήριο ληστών και ανταρτών (κλεφτών) για αιώνες. Στις 20 Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς, γίνεται μάχη ανάμεσα σε απόσπασμα της χωροφυλακής και στη συμμορία του Φώτη Γιαγκούλα, στην Κλεφτόβρυση, όπου βρισκόταν το λημέρι τους και όπου βρίσκονταν όμηροι για τους οποίους η συμμορία είχε απαιτήσει λύτρα. Αυτή η μάχη που στοίχισε το θάνατο τόσο στους ληστές όσο και σε έναν από τους ομήρους, ήταν η τελευταία πράξη στο φαινόμενο της ληστείας στον Όλυμπο, τελευταίο προπύργιο του φαινομένου στην Ελλάδα!
Ο Όλυμπος πλέον γίνεται ένα ασφαλές πεδίο για τους ορειβάτες, οι οποίοι τον “ανακαλύπτουν” και εξορμούν στις κορυφές του. Ξεκινούν οι πρώτες ομαδικές εξορμήσεις από ορειβατικές παρέες και το 1927, μια εξόρμηση των “Κούκων” αποτελεί την αφορμή για τη δημιουργία του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου (ΕΟΣ). Τότε αποφασίστηκε να ονομαστεί “Πάνθεον” η κορυφή του Μύτικα. Με ραγδαίους πλέον ρυθμούς και με τον πανταχού παρόντα Χρήστο Κάκαλο, γίνονται συνεχώς αναβάσεις στις κορυφές και σταδιακά οδηγούμαστε στην πραγματική ορειβασία, από την περιηγητική πεζοπορία.
Με τα σημερινά δεδομένα και την ραγδαία εξέλιξη της ορειβασίας, οι εξερευνήσεις στον Όλυμπο τον 19ο αιώνα αλλά και μέχρι το 1925, μοιάζουν με αθώες εκδρομικές περιπέτειες! Στην διαμορφωμένη τότε κατάσταση, θα πρέπει να προσθέσουμε και το αδιαμφισβήτητο γεγονός της διαρκούς ανθρώπινης παρουσίας στο “βουνό των θεών”, από γηγενείς κτηνοτρόφους και κυνηγούς, που όργωναν το βουνό για τους δικούς τους λόγους και χωρίς τεχνικά μέσα.
Οι περισσότερες “αποστολές” που απαριθμούνται πιο πάνω, είχαν επιστημονικό, περιηγητικό και τέλος, εξερευνητικό χαρακτήρα αλλά σε καμιά περίπτωση ορειβατικό. Είναι φανερό από τα επιτεύγματα του καθενός περιηγητή-εξερευνητή στον Όλυμπο, ότι οι τεχνικές ορειβασίας ήταν σ’ αυτούς μάλλον άγνωστες και περισσότερο τους ενδιέφεραν άλλοι στόχοι από το να μπουν στην περιπέτεια να σκαρφαλώσουν τα σαθρά βράχια που οδηγούν στις ψηλότερες κορυφές. Μεγάλο ρόλο για την παρουσία ξένων περιηγητών, εξερευνητών, γεωγράφων, φυσιοδιφών και βιολόγων στον Όλυμπο, έπαιξε η φήμη του βουνού από την ελληνική μυθολογία.
Όμως, οι συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο της ιστορίας, ήταν αποτρεπτικές για τέτοιου είδους προσπάθειες: τουρκική κατοχή, φαινόμενο ληστείας, διαδικαστικά ζητήματα με άδειες επίσκεψης, μέτρα ασφάλειας (έλλειψη στρατιωτικής συνοδείας), απουσία αξιόπιστου εξοπλισμού και απουσία αξιόπιστης χαρτογράφησης. Υπολογίζοντας λοιπόν σήμερα όλους τους παραπάνω παράγοντες, αυτές οι αθώες εξορμήσεις του 19ου αιώνα αποκτούν μια άλλη διάσταση.
* Λάζαρος Ρήγος
Γεννήθηκε στην Τήνο το 1961 και ζει στο Λιτόχωρο του Ολύμπου από το 2008. Ίδρυσε το Adventure Zone το 2001, μετά από σκέψεις για δημιουργία ενός ελληνικού portal για τα σπορ περιπέτειας. Δημιούργησε αγώνες ορεινού τρεξίματος, όπως Olympus Marathon (2004), Virgin Forest Trail (2007), Χειμωνιάτικος Ενιπέας (2006), Rodopi Ultra Trail (2009), Olympus Mythical Trail (2012). Στο ενεργητικό του αρκετές συμμετοχές σε αγώνες, όπως και μικρές αποστολές ultra διασχίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Website: advendure.com
Ακολουθεί η περιγραφή από τον ίδιο τον Frederic Boissonnas του χρονικού της ανάβασης στην ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας: