Η απόλυτη χειμερινή ομορφιά της Τύμφης
Πολλές φορές σε συζητήσεις με ανθρώπους που γνωρίζω για πρώτη φορά, η πιο συνηθισμένη ερώτηση που μου απευθύνουν είναι αν ανεβαίνω στα βουνά τον χειμώνα. Και γω τους απαντώ μ’ ένα αβίαστο και εμφατικό ΝΑΙ!
Δεν το κρύβω. Μ’ αρέσει ν’ ανεβαίνω στα χιονισμένα βουνά και να με χτυπάει ο παγωμένος χειμωνιάτικος αέρας.
Είναι, όμως, κι αυτή η πρόκληση να ξεπεράσεις όλα τα εμπόδια και τις δυσκολίες που σου βάζει το χειμερινό βουνό που κάνουν την χειμερινή ορειβασία τόσο ελκυστική.
Όταν, μάλιστα, έχεις την τύχη –ευλογία θα έλεγα- να βρεθείς σ’ ένα από τα ομορφότερα ορεινά συγκροτήματα της χώρας μας μέσα στην καρδιά του χειμώνα τότε η λογική παραμερίζεται και μπαίνεις σ’ εκείνη την διάσταση που μέσα της πραγματώνονται όλα τα ενδόμυχα ορειβατικά όνειρα.
Τα χιλιόμετρα πολλά, το ίδιο και τα έξοδα αλλά ουδέποτε τα έβαλα σε ζυγαριά όταν από την άλλη μεριά είχα την αγάπη μου για τα βουνά.
Η απόσταση και το χρήμα σημαίνουν τόσα λίγα όταν ο άλλος σημαίνει τόσα πολλά.
Ορειβατικός προορισμός μας -ίσως ο δεύτερος δημοφιλέστρερος (μετά τον Όλυμπο)- ο ορεινός όγκος της Τύμφης ή Γκαμήλας, ένα από τα ομορφότερα και αλπικότερα βουνά της Ελλάδας.
Η Τύμφη θεωρείται (και είναι) το πιο μεγαλόπρεπο βουνό στον κορμό της Βόρειας Πίνδου. Είναι το βουνό που συνδυάζει δύο διαφορετικές όψεις.
Ο ορεινός όγκος της είναι σχεδόν άδενδρος και ως επί το πλείστον απόκρημνος ιδίως στις βόρειες και νοτιοδυτικές προσβάσεις του.
Η βορινή πλευρά της είναι μια σειρά από ορθοπλαγιές που διακόπτονται από βαθιές χαράδρες και λούκια.
Αυτές οι ορθοπλαγιές με τις εντυπωσιακές κλίσεις, που στη θέα τους και μόνο μένεις αποσβολωμένος, θυμίζουν έντονα τις Άλπεις, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε ως «αναριχητικός παράδεισος της Ελλάδας».
Στη νότια πλευρά, οι κορυφές κατεβαίνουν ομαλά και σχηματίζουν ένα μεγάλο οροπέδιο.
Στα βόρεια, μεταξύ του βουνού Τραπεζίτσα και της Τύμφης, σχηματίζεται η κοιλάδα του Αώου ποταμού.
Το ξακουστό φαράγγι του Βίκου και ο ποταμός Βοϊδομάτης την χωρίζει στα δυτικά από τα βουνά Στούρο και Γκραμπάλα.
Στην ανατολική πλευρά, ο Γυφτόκαμπος την χωρίζει από τα βουνά Κούστα, Κοζακό και Κουκουρούντζο.
Οι κορυφές της διαδέχονται η μια την άλλη, από τα δυτικά προς ανατολικά είναι: Κούλα 1.529 μ., Λάπατος 2.254 μ., Αστράκα 2.432 μ., Πλόσκος 2.377 μ., Γκαμήλα 2.497 μ. (ο στόχος μας), Γκαμήλα ΙΙ 2.480 μ., Καρτερός 2.478 μ., Μεγάλα Λιθάρια 2.467 μ., Τσούκα Ρόσσα 2.377 μ., Σαμάρι 2.297 μ., Κρεββάτι 2.375 μ., Γκούρα 2.467 μ., Τσιουμάκος 2.155 μ. κ.α.
Το σκληρό, ασβεστολιθικό πέτρωμα της Γκαμήλας δεν ευνοεί την ύπαρξη πηγών, κυρίως στην αλπική ζώνη ενώ στα δασωμένα μέρη οι πηγές γίνονται πιο πολλές.
Εξαίρεση αποτελεί η εποχή που λιώνουν τα χιόνια και δημιουργούνται πολλά ρέματα και λιμνούλες.
Εκτός από την διάσημη Δρακόλιμνη, χαρακτηριστικές λιμνούλες είναι η Ξερόλουτσα Τσουμάνη, η Λούτσα Ριζίνα και η Λούτσα Ρομπόζη.
Η παρθενική γνωριμία με τη χειμερινή γοητεία της Τύμφης είχε ως αφετηρία τον πετρόχτιστο παραδοσιακό οικισμό του Μικρού Πάπιγκου.
Το Μικρό Πάπιγκο αποτελεί μαζί με το Μεγάλο Πάπιγκο τους δυο συνοικισμούς του Πάπιγκου.
Είναι ένα από τα ωραιότερα και πιο γνωστά Ζαγοροχώρια και βρίσκεται βορειοανατολικά των Ιωαννίνων σε απόσταση 59 χλμ. από την πόλη.
Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 950 μέτρων, σ’ ένα ιδιαίτερα επιβλητικό τοπίο, στους δυτικούς πρόποδες της Τύμφης, κάτω από τους εμβληματικούς «Πύργους της Αστράκας», σήμα-κατατεθέν της περιοχής.
Ως παραδοσιακός διατηρητέος οικισμός που έχει χαρακτηριστεί το Μικρό Πάπιγκο συγκεντρώνει πολλούς επισκέπτες κάθε χρόνο, χωρίς όμως αυτό να επηρεάζει την γραφικότητα του και τον ιδιαίτερο τρόπο διατήρησης της χωροταξικής και πολιτισμικής οργάνωσης της τοπικής κοινωνίας.
Πέτρινα μονοπάτια, παλιά αρχοντικά που στο εσωτερικό τους σώζονται λαϊκές τοιχογραφίες, παλιές πέτρινες εκκλησίες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Άγιο Βλάσιο με το εξάγωνο καμπαναριό, γραφικά καλντερίμια και το πλούσιο φυσικό τοπίο συνθέτουν ένα σκηνικό μοναδικού κάλλους.
Το Μικρό Πάπιγκο, κάτω από την εποπτεία των πέντε επιβλητικών πύργων της Αστράκας, που ο ψηλότερος φτάνει τα 1.788 μέτρα, μαγεύει τον επισκέπτη με το πλούσιο φυσικό του τοπίο που δένει αρμονικά με την ηπειρώτικη αρχιτεκτονική.
Από το Μικρό Πάπιγκο ξεκινάει ένα από τα πιο γνωστά και περπατημένα μονοπάτια της Τύμφης που οδηγεί προς το καταφύγιο της Αστράκας.
Το ορειβατικό μας μενού περιλάμβανε ανάβαση στο καταφύγιο, από εκεί πορεία προς την Γκαμήλα –την ψηλότερη κορυφή του βουνού- κι επιστροφή από τα ίδια.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι η πορεία ήταν μεγάλη και τα χρονικά περιθώρια μικρά, ένεκα της μικρής διάρκειας της μέρας.
Διαβάστε ακόμη:
Τα πιο συνήθη λάθη στο χειμερινό βουνό και τρόποι αποφυγής τους
Έπρεπε να προσέξουμε ιδιαίτερα το χρονοδιάγραμμα της εξόρμησης, μιας κι ένας κακός σχεδιασμός, ένα λάθος στον προσανατολισμό ή ένα έκτακτο περιστατικό θα ήταν αρκετό για να βιώσουμε τη δυσάρεστη εμπειρία να μας βρει το σκοτάδι πάνω στο βουνό.
Ξεκινήσαμε το περπάτημα νωρίς, πολύ νωρίς, μες τη μαύρη νύχτα. Γι’ αυτό το λόγο οι φωτογραφίες από το πρώτο κομμάτι της διαδρομής είναι τραβηγμένες κατά τη διάρκεια της κατάβασης.
Ο καιρός είναι βαρύς. Δεν βρέχει ούτε χιονίζει, αλλά το ραπόρτο που έχουμε πάρει δεν μας αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Το μονοπάτι που οδηγεί στο καταφύγιο της Αστράκας, το οποίο αποτελεί τμήμα του εθνικού ορειβατικού μονοπατιού Ο3, ξεκινάει μέσα από το χωριό (υπάρχει σχετική ταμπέλα) και στην αρχή ανηφορίζει σε πλακόστρωτο καλντερίμι.
Το λιθόστρωτο τελειώνει και συνεχίζουμε σε χώμα, με τα βράχια της Αστράκας να ορθώνονται στα δεξιά μας.
Σχεδόν αμέσως βγαίνοντας από το χωριό συναντάμε την πηγή Αβραγόνιος» (1.015 μ.).
Είναι η πρώτη από τις τέσσερις πηγές που υπάρχουν πάνω στο μονοπάτι και όλες τους βρίσκονται στο πρώτο τμήμα της διαδρομής μας.
Συνεχίζουμε την ανάβαση μας ακολουθώντας το μονοπάτι που στο τμήμα του αυτό ελίσσεται μέσα στην πλούσια βλάστηση της περιοχής. Μέχρι στιγμής το χιόνι είναι ανύπαρκτο.
Σύντομα και μετά από μια πορεία μικρότερη των 30΄ φτάνουμε στην επόμενη πηγή, την «Αντάλκη» που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.200 μέτρων και απέχει από το χωριό 1,8 χλμ.
Συνεχίζουμε στο παγωμένο μονοπάτι το οποίο αρχίζει να ανηφορίζει μέσα σε δάσος.
Η σήμανση είναι καλή, ενώ αρκετά παρακλάδια μας επιτρέπουν να κερδίσουμε χρόνο.
Σε μιάμιση ώρα περίπου τα δέντρα λιγοστεύουν και αρχίζει το αλπικό κομμάτι του βουνού.
Περίπου 20΄πορείας μετά από την πηγή «Αντάλκη» συναντάμε ένα κιόσκι που από εκεί μπορούμε να απολαύσουμε τη θέα προς τη γύρω περιοχή και το Μεγάλο Πάπιγκο.
Παρακάμπτουμε την πηγή του «Τράφου» που βρίσκεται στα 1.525 μέτρα υψόμετρο.
Από δω και πάνω το χιόνι κυριαρχεί στο πεδίο και βαθαίνει σταδιακά όσο κερδίζουμε υψόμετρο, δυσκολεύοντας την πορεία μας.
Στα 4,3 χλμ. πορείας φτάνουμε στην τελευταία πηγή πριν το καταφύγιο την «Κρούνα», στα 1.750 μέτρα υψόμετρο.
Στο σημείο αυτό ο καιρός μας καθήλωσε για τουλάχιστον ένα μισάωρο.
Ένα γρήγορο πέρασμα μιας ξαφνικής κακοκαιρίας μας υπενθύμισε τους κινδύνους που κρύβει το χειμερινό βουνό.
Έχοντας επιδείξει αξιοθαύμαστη ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, ανηφορίζουμε στην τελική κόντρα πριν το καταφύγιο, το οποίο αρχίζει να ξεπροβάλλει πάνω στο διάσελο της Αστράκας.
To oρειβατικό καταφύγιο Αστράκας βρίσκεται στα 1.950 μέτρα υψόμετρο, στη θέση «Ραδόβολη» στον αυχένα που σχηματίζεται μεταξύ των κορυφών της Αστράκας και Λάπατου και απέχει 5,5 περίπου χλμ. από το Μικρό Πάπιγκο.
Aνήκει στην Ελληνική Ομοσπονδία Ορειβασίας και Αναρρίχησης και κατασκευάστηκε το 1966 με πρωτοβουλία του Ε.Ο.Σ. Ιωαννίνων και της Ορειβατικής Ομάδας του Παπίγκου. Το 2004 ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε στη σημερινή του μορφή.
Το καταφύγιο λειτουργεί καθημερινά απο Μάιο έως Οκτώβριο κάθε έτους.
Τους χειμερινούς μήνες παραμένει κλειστό και ανοίγει κατόπιν συνεννοήσεως με τον διαχειριστή, τον Γιώργο Ροκά.
Συνολικά μπορούν να φιλοξενηθούν 51 άτομα σε θαλάμους με διώροφα κρεβάτια.
Παρέχονται κρεβάτια, μαξιλάρια και κουβέρτες. Οι επισκέπτες χρειάζεται να έχουν μαζί τους ένα ζεύγος σεντόνια ή ένα liner ή έναν ελαφρύ υπνόσακο. Στο καταφύγιο λειτουργεί οργανωμένη κουζίνα – εστιατόριο.
Από το καταφύγιο κατηφορίζουμε προς την Λάκα Τσουμάνη με την παγωμένη Ξερόλουτσα, ακολουθώντας τους μεταλλικούς στύλους.
Αφού χάσουμε 200 μέτρα υψομετρικής περίπου, παίρνουμε το μονοπάτι με κατεύθυνση ΝΔ (προς τη Λούτσα Ρομπόζη) έχοντας στο δεξί μας χέρι τις επιβλητικές βόρειες ορθοπλαγιές της Αστράκας.
Περνάμε από την «Ρωμιόβρυση», η οποία ήταν θαμμένη στο χιόνι. Στα 1.900 μέτρα υψόμετρο και 7,1 χλμ. πορείας, αλλάζουμε κατεύθυνση και κινούμαστε ΒΑ πάνω στα χιονισμένα αλπικά υψίπεδα της Τύμφης.
Βρισκόμαστε στη θέση «Κατσαντώνη» και στο βάθος διακρίνεται η Γκαμήλα, ενώ στ’ αριστερά μας έχουμε τους εντυπωσιακούς βραχώδεις σχηματισμούς των ΝΔ-Ν πλαγιών του Πλόσκου.
Η Γκαμήλα μπορεί να διακρίνεται στο βάθος, έχουμε όμως πολύ δουλειά μπροστά μας και το μαλακό χιόνι δεν είναι σύμμαχός μας.
Ο καιρός μπορεί να είναι κλειστός αλλά τουλάχιστον δεν έχει φαινόμενα κι αυτό είναι μια παρηγοριά.
Γοητευμένοι από το απλικό μεγαλείο που ξεδιπλώνεται μπροστά μας, συνεχίζουμε την πορεία μας πάνω στο λευκό πέπλο του χιονιού, κινούμενοι εκτός της γραμμής του μονοπατιού. Συνηθισμένο φαινόμενο όταν περπατάς πάνω σε χιονισμένο πεδίο.
Ανηφορίζουμε γλυκά και η πορεία μας σταδιακά συγκλίνει προς τις νότιες πλαγιές του Πλόσκου.
Με υπερπροσπάθεια βγαίνουμε περίπου στα 2.300 μέτρα υψόμετρο, στον αυχένα μεταξύ Πλόσκου και Γκαμήλας.
Εικόνες σπάνιας φυσικής ομορφιάς αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια μας, ανταμοιβή για την επίπονη ανάβαση.
Η βόρεια ορθοπλαγιά της Γκαμήλας, το θρυλικό «Τσεκούρι» ενώ στο βάθος μόλις που διακρίνεται ο χιονισμένος γίγαντας της Πίνδου, ο Σμόλικας.
Εκστασιασμένοι από το μεγαλείο της χειμερινής Γκαμήλας καλύπτουμε τα τελευταία 200 μέτρα υψομετρικής.
Μετά από 7 ώρες απαιτητικής ανάβασης στεκόμαστε στο ψηλότερο σημείο της Τύμφης.
Δυστυχώς, ο κλειστός καιρός –που σημειωτέον όσο πέρναγε η ώρα χειροτέρευε- δεν μας άφησε να απολαύσουμε τη θέα από την κορυφή των 2.497 μέτρων.
Έτσι με μια μικρή γεύση πικρίας παίρνουμε τον μακρύ δρόμο του γυρισμού. Με συντροφιά μια ήπια χιονόπτωση θα φτάσουμε κάτω από το καταφύγιο.
Μπροστά μας έχουμε την γαϊδουρανηφόρα των 200 μέτρων υψομετρικής, την οποία θα καλύψουμε γρήγορα πατώντας στα βήματα που ανοίξαμε όταν κατεβήκαμε από το καταφύγιο.
Μετά ακολούθησε μια γρήγορη κατάβαση που μας οδήγησε στα πρώτα σπίτια του Μικρού Πάπιγκου με το τελευταίο φως της μέρας.
Μετά από 11 ώρες, το κοντέρ (gps) σταμάτησε στα 21 χιλιόμετρα και τα 1.630 μέτρα συνολικής υψομετρικής.
Μια μεγαλειώδης χειμερινή διάσχιση σ’ ένα από τα ομορφότερα και απλικότερα βουνά της πατρίδας μας είχε ολοκληρωθεί με επιτυχία.
Πόσο όμορφη είναι αυτή η στιγμή όταν ένα αίσθημα πληρότητας γεμίζει την ψυχή του ορειβάτη και μας κάνει να νιώθουμε ευλογημένοι γι’ αυτό που ζήσαμε, γι’ αυτό που ζούμε και γι’ αυτό που θα ζήσουμε.
Πηγές
wikipedia.org
papigo.gr
astrakarefuge.com
pindosperivallontiki.org
apeirosgaia.wordpress.com