Ανάβαση στον Άθω
του Νίκου Καζαντζάκη
(απόσπασμα από το βιβλίο “Αναφορά στον Γκρέκο”)
Ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957), συνομήλικος και αδελφικός φίλος με τον Άγγελο Σικελιανό, αποτελεί μια ξεχωριστή και ιδιόρρυθμη περίπτωση συγγραφέα.
Πνεύμα ανήσυχο και διψασμένος για την κάθε είδους γνώση όχι μόνο ταξιδεύει πολύ (Ελβετία, Αυστρία, Ισπανία, Ιταλία, Αίγυπτο, Ιαπωνία, Κίνα, Αγγλία κ.λπ.), αλλά και εγκαθίσταται κατά περιόδους μονιμότερα στο εξωτερικό (στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία) σαν να ξεκόβει έτσι θεληματικά από τη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα.
Ο Καζαντζάκης γνωρίζεται το 1914 με το Σικελιανό και μαζί περιοδεύουν στο Άγιο Όρος και αλλού.
Τις πολλές εμπειρίες του από τα ταξίδια του τις μετατρέπει σε συγγραφή, ίσως δεν έμεινε τόπος από τους πολλούς που επισκέφτηκε, που να μην τον κατέγραψε στις ταξιδιωτικές του περιγραφές, που είναι ασφαλώς από τα καλύτερα δημιουργήματά του.
Η “Αναφορά στον Γκρέκο” είναι μια ποιητική αυτοβιογραφία του, που διαβάζεται και σήμερα με μεγάλο ενδιαφέρον απ’ όσους αγαπούν τον μεγάλο μας αυτόν συγγραφέα, που τα μυθιστορήματά του (“Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” (1946), “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται” (1948), “Ο καπετάν Μιχάλης” (1950) κ.α.) γνώρισαν μεγάλη επιτυχία όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.
Από το συναρπαστικό αυτό βιβλίο διαλέγουμε το σημείο όπου ο συγγραφέας κάνοντας την αναφορά του στον Κρητικό “παππού” του, τον Γκρέκο, εξηγεί γιατί η ανάβαση ήταν γι’ αυτόν ευτυχία, σωτηρία και Παράδεισος.
Ακόμη επιλέξαμε την αφήγηση της ανάβασης του Καζαντζάκη και του Σικελιανού στην κορυφή του Άθω, μια αφήγηση δηλαδή που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο για το λόγο της αλλά και για το θέμα της.
“…Την άλλη μέρα, πριν ξημερώσει, κινούμε για την κορφή του Άθω. Δεν είχε ακόμα λαλήσει μέσα στο περιαύλι το σήμαντρο, τα πουλιά ακόμα δεν είχαν ξυπνήσει, κατακάθαρος, γαλαχτωμένος ο ουρανός, και λάμπει πέρα κατά την ανατολή σαν εξαφτέρουγο σεραφείμ ο Αυγερινός. Ο πάτερ Λουκάς, κοντός, ανοιχτογόνατος, παλιός κοντραμπαντζής, πάει μπροστά και μας δείχνει το δρόμο. Κάπου κάπου στέκουνταν και μας έπιανε κουβέντα για θάλασσες, για γλέντια, για καβγάδες με τους Τούρκους. Όλη η κοσμική ζωή του σαν παραμύθ μέσα του, σαν να ‘γινε σ’ έναν άλλο κόσμο πιο άγριο και επικίνδυνο, γεμάτο φωνές και βλαστήμιες και γυναίκες. Το ‘λεγε και το ξανάλεγε το παραμύθι του, το ξαναζούσε και χαίρουνταν. Όλα από την παλιά του ζωή τ’ απαρνήθηκε, μα όλα τα πήρε μαζί του, τυλιγμένα στο ράσο του. Κάτω από ένα μεγάλο έλατο σταμάτησε. Ήθελε κουβέντα.
Ας σταθούμε, βρε παιδιά, είπε, να ξαποστάσουμε λίγο, ν’ αλλάξουμε και καμιά κουβέντα, έσκασα.
Έβγαλε μιαν κρυμμένη στη ζώνη του καπνοσακούλα, έστριψε τσιγάρο, άρχισε την κουβέντα…
Πήραμε πάλι τον ανήφορο. Πεύκα, έλατα, γκρεμοί φοβεροί και κάτω, στο πρωινό ήρεμο φως, απλώνουνταν, γαληνεμένη σήμερα η θάλασσα. Όσο πληθαίνει το φως, ξεχωρίζουμε πέρα τα θεία νησιά, την Ίμπρο, τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, να πλένε θαρρείς ανάερα, να μην αγγίζουν τη θάλασσα.
Μπαίνουμε στα χιόνια. Ο πάτερ Λουκάς πατάει αργά, προσεκτικά, γλιστρούμε και πέφτουμε, προχωρούμε με δυσκολία, με κίντυνο, απάνω στα κρουσταλλωμένα χιόνια. Απάνθρωπο, απόγκρεμνο βουνό, κι ο φίλος μου ξαφνικά, που πήγαινε μπροστά, σταμάτησε. Έσκυψε, κοίταξε κάτω. Βαθύς, άπατος γκρεμός, τον έπιασε ζάλη. Στράφηκε σε μένα κατάχλωμος.
Να γυρίσουμε… μουρμούρισε.
Δεν είναι ντροπή; είπα εγώ και τον κοίταξα με παράπονο, πολύ ήθελα ν’ ανέβω στην κορφή.
Είναι… είναι… μουρμούρισε ντροπιασμένος. Πάμε! Κι άρχισε πάλι ν’ ανεβαίνει. Ο ήλιος ήταν ψηλά όταν πατήσαμε την κορφή. Ξεπνεμένοι κι οι δυο από την κούραση, μα τα πρόσωπά μας έλαμπαν, γιατί φτάσαμε στο σκοπό.
Μπήκαμε στο εκκλησάκι το αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Χριστού να προσκυνήσουμε. Ωστόσο ο πάτερ Λουκάς, άναψε φωτιά με τα ξυλαράκια που ‘χε μαζέψει στο δρόμο, έβγαλε από το ταγάρι του κι έψησε καφέ, στριμωχτήκαμε πίσω από ένα βράχο, γιατί πήρε να φυσάει και κρυώναμε. Κοιτάζαμε μπροστά μας το απέραντο βουβό πέλαγο, τα νησιά που αρμένιζαν κάτασπρα, και πέρα μακριά, άγνωρα βουνά που μολύβωναν τον αέρα.
Από την άγια κορφή ετούτη, έχουν να πουν, μπορείς να δεις την Πόλη! είπε ο Λουκάς και γούρλωνε τα μάτια κατά την ανατολή, να ξεκρίνει τη Βασιλεύουσα.
Την είδες εσύ ποτέ, πάτερ Λουκά;
Ο καλόγερος αναστέναξε.
Όχι, δεν το αξιώθηκα. Φαίνεται δε φτάνουν τα μάτια του κορμιού χρειάζουνται και τ’ άλλα, της ψυχής και μένα, αλίμονο, η ψυχή μου είναι κοντόφθαλμη.
Το θεό όμως τον βλέπεις, είπα εγώ.
Ε, αποκρίθηκε ο καλόγερος, αυτό δε χρειάζεται μάτια. Ο θεός είναι πιο κοντά μας από το συκώτι μας κι από τα πλεμόνια.
Ο φίλος μου ήταν θλιμμένος και δε μιλούσε. Σίγουρα δεν καταδέχουνταν να συγχωρέσει το κορμί του που, μια στιγμή, δείλιασε. Άξαφνα δεν κρατήθηκε πια, άπλωσε και μου ‘σφιξε το χέρι με δύναμη:
Σε παρακαλώ, είπε, ξέχασέ το, ορκίζουμαι δεν το ξανακάνω.
Κάθε άρτιος άνθρωπος έχει μέσα του, στην καρδιά της καρδιάς του, ένα κέντρο μυστικό και γύρα του περιστρέφονται τα πάντα. Ο μυστικός αυτός στρόβιλος δίνει ενότητα στο στοχασμό και στην πράξη μας, και μας βοηθάει να βρούμε ή να εφεύρουμε την αρμονία του κόσμου. Άλλοι έχουν τον έρωτα, άλλοι τη δίψα της μάθησης, άλλοι την καλοσύνη ή την ομορφιά, ή τη λαχτάρα του χρυσαφιού και της εξουσίας, κι όλα τ’ αξιολογούν και τα υποτάζουν στο κεντρικό τους αυτό πάθος. Αλίμονο στον άνθρωπο που μέσα του δε νιώθει να τον κυβερνάει ένας απόλυτος μονάρχης. Η ζωή του κατασκορπίζεται ακυβέρνητη κι ασυνάρτητη σε όλους τους ανέμους.
Να γιατί όλη μας η ζωή, παππού, ήταν ανήφορος. Ανήφορος και γκρεμός κι ερημιά. Κινήσαμε με πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές, συνοδεία μεγάλη. Μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορφή μετατοπίζουνταν κι αλάργαινε, συναγωνιστές κι ιδέες κι ελπίδες μας αποχαιρετούσαν, λαχάνιαζαν, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν πιο απάνω, κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην Κονούμενα Μονάδα, στην μετατοπιζόμενη κορφή. Δε μας κινούσε η αλαζονία, μήτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορφή και θα τη φτάσουμε. Μήτε κι αν τη φτάναμε, πως θα βρούμε εκεί απάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον Παράδειο. Ανεβαίναμε, γιατί ευτυχία, σωτηρία και Παράδεισος για μας ήταν η ανάβαση”.
Πηγή
eoskavalas.gr