Ανεβαίνοντας στον Όλυμπο
του Άγγελου Σικελιανού
(αποσπάσματα)
Για να γνωρίσω τους Θεούς σου
άνοιξα μόνος μου το δρόμο,
για όλο μου το δρόμο
την απόφασή μου παίρνοντας
ωσά μονάκριβο καρπό
για να δροσίζω, στις ακρότατες στιγμές
της δίψας μου, τα χείλια!
Όλυμπε, ανήφορε του Δία,
το χώμα σου είναι μαύρο
ζυμωμένο μ’ όλα τα χεινόπωρα
των καστανιών και των πλατάνων,
και το πόδι χώνεται βαθύτερα από το ‘στραγάλι
για να σ’ ανεβεί!
Αδιάκοπα
με το μαχαίρι
-δαφνοτόμος
κισσοτόμος-
πρέπει να κόβει το στενό του μονοπάτι
μες απ’ τα παλιούρια
όποιος γυρέψει να σε ιδεί!
Κι απάνωθέ του σα λυροχορδές
οι κλιματίδες αμποδάνε να διαβεί.
Ω νήπιε Δία!
Καθώς μια μέρα ταξιδεύοντας στην Ήπειρον
άκουσα ξάφνου μια βοή κρυφή
μια μουσική χλαλοή μικρών φτερών να τρέμει μες στον αέρα
και δεν ήξερα από που,
αλλά ψάχνοντας
ηύρα ένα βράχο πιο γλιστερό από φίλντισι
σαν αιώνων καταρράκτες να περάσανε από πάνω του
που αλλαξοδρόμησαν
αφήνοντάς τον πίσωθέν τους στη γυμνή τελειότητα,
και σκύβοντας στη μέση του
που ανοίγονταν βαθιά σαν αργυρό λεβέτι
Είδα στο βάθος εν’ αγριομελίσσι να σαλεύει αδιάκοπα ως πηγή.
Έτσι κι η κούνια σου στ’ ωραίο βουνό
εβούιζεν όλη
απ’ τ’ αγριοπερίστερα όπου Σου ‘φέρναν στα ράμφη τους
το μέλι των ανθών της γης!
Πατέρα Δία,
αν οι ιερείς σου κάθε χρόνο
στην κορφή του Ολύμπου
όπου ποτέ δεν πνέει ο άνεμος
γράφουνε στην απλωμένη στάχτη των θυσιών
την υψηλή τους προσευχή
και τήνε βρίσκουν άγγιχτη τον άλλο χρόνο
καθώς τη στιγμή που με το δάκτυλο
εχαράξανε τα λόγια της
κι αν οι καρποί,
που ολόγυρα απιθώνουν αφιερώματα,
κρατούνε ολοχρονίς ολόδροσοι
καθώς την ώρα που εκοπήκανε από το κλαδί
πόσο περισσότερο ο καλός μου Λόγος
ποτισμένος τη δροσιά,
που ωσά βαρύ ροδάκινο μες το νερό
αστράφτει όμοια ασημένια σφαίρα,
δε θα μείνει αιώνιος
όπου κι όπως
στην κορφή του Ολύμπου τον απίθωσα!