Πεζοπορώντας και ιστορώντας στις πλαγιές του Μπέλλες – Η κατάβαση
Τα βουνά έχουν τον δικό τους μοναδικό τρόπο να σε μαγεύουν, ο οποίος δεν έχει σχέση μόνο με τον όγκο και το ύψος τους ή με την βιοποικιλότητά τους, αλλά και με το ιστορικό πέπλο που τα περιβάλλει. Πόσο, μάλλον, ένα βουνό που συνδυάζει όλα τα παραπάνω, όπως το Μπέλλες.
Είμαστε στην κορυφή Καρτάλι του Μπέλλες, σε υψόμετρο 1.819 μέτρα και απολαμβάνουμε σιωπηλοί τη θέα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Ήθελα να χορτάσω τα μάτια και την ψυχή με χρώματα και ζωή. Ήθελα να βιώσω με όλες τις αισθήσεις το αποτύπωμα στη φύση αυτής της εποχής της μετάβασης, του φθινοπώρου. Η προσπάθεια κι ο κόπος ανταμείφθηκαν και με το παραπάνω.
Όμως, είμαστε ακόμα στα μισά της διαδρομής. Ακολουθεί η επίπονη κατάβαση στα Άνω Πορόια, τα οποία προς το παρόν, ατενίζουμε από ψηλά.
Διαβάστε ακόμα:
Πεζοπορώντας και ιστορώντας στις πλαγιές του Μπέλλες – Η ανάβαση
Τα Άνω Πορόια
Τα Άνω Πορόια είναι μεγάλος οικισμός του νομού Σερρών, χτισμένο σε υψόμετρο 380 μέτρων, στους νότιους πρόποδες του Μπέλλες.
Ο οικισμός διατηρεί τα χαρακτηριστικά της Μακεδονίτικης Αρχιτεκτονικής που έφεραν οι βλαχόφωνοι Έλληνες από την Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία μαζί με τα ήθη και έθιμά τους, τα οποία «παντρεύτηκαν» άψογα αργότερα με την εγκατάσταση Μικρασιατών και Ποντίων προσφύγων το 1922.
Σχετικά με την ετυμολογία της ονομασίας του χωριού, υπάρχουν αρκετές εκδοχές: πολλαί ροιαί (ροδιές), πόρος (πέρασμα) + ροιαί (ροδιές), πολλή ροή, πόρος (πέρασμα) + ροή.
Επί Τουρκοκρατίας αποκαλούνταν «Μικρή Κωνσταντινούπολη» γιατί στα Άνω Πορόια είχαν τα εξοχικά τους οι μπέηδες της περιοχής.
Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή των Ελλήνων της Μακεδονίας το 1913 από την ΕΣΥΕ το χωριό είχε 2.684 κατοίκους, ενώ σύμφωνα με την απογραφή του 2021, ο πληθυσμός τους ανέρχεται σε 836 κατοίκους.
Στο χωριό αυτό γεννήθηκε ο μαρτυρικά δολοφονηθείς από τους Ναζί έφεδρος λοχίας Δημήτριος Ίτσιος, προτομή του οποίου βρίσκεται στην πλατεία του χωριού.
Η (προβληματική) κατάβαση
Ο καθάριος βουνίσιος αέρας χαϊδεύει απαλά το πρόσωπό μου στην κορυφή του βουνού, κι εγώ με μάτια κλειστά προσπαθώ να ρουφήξω λίγες στιγμές γαλήνης, ηρεμίας, ελευθερίας.
Ελευθερία! Τι λέξη κι αυτή! Πόσα νοήματα κι αξίες κρύβονται πίσω από εννιά γράμματα!
Ο Τσώρτσιλ έλεγε ότι όλα τα σπουδαία πράγματα είναι απλά, και τα περισσότερα μπορούν να εκφραστούν με μια λέξη: ελευθερία, δικαιοσύνη, τιμή καθήκον, οίκτος, ελπίδα.
Πόσοι άνθρωποι σ’ αυτόν τον έρμο τόπο θυσίασαν τον εαυτό τους για να υπερασπιστούν αυτές τις λέξεις.
Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, ανώνυμοι μέχρι χθες. Αψήφησαν κάθε ένστικτο αυτοσυντήρησης, κατέπνιξαν μικροαστικές φοβίες κι αναστολές και προτίμησαν τον τιμημένο θάνατο, κατακτώντας επάξια τον τίτλο της ανδρείας και κάπως έτσι πέρασαν στην αιωνιότητα.
Εκεί, ψηλά στα βόρεια σύνορά μας υπήρξαν Έλληνες που αντιστάθηκαν στον κατακτητή και έδωσαν το αίμα τους για την πατρίδα, για τον τόπο που γεννήθηκαν, που μεγάλωσαν, τον τόπο καταγωγής τους, για την γη των πατεράδων και των παππούδων.
Έλληνες που θυσίασαν τα νιάτα τους για την ελευθερία αυτού του τόπου, για να τιμήσουν την ένδοξη ιστορία των προγόνων τους και να σταθούν αντάξιοι του ηρωικού παρελθόντος.
Η οροσειρά του Μπέλλες, λόγω της θέσης της στα βόρεια σύνορα της χώρας μας, έπαιξε στρατηγικό ρόλο και αποτέλεσε πεδίο μαχών κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών και των δύο Παγκοσμίων Πολέμων.
Δύσκολα και σκληρά χρόνια, που μόνο στα βιβλία έχουμε διαβάσει την ιστορία τους ή μας έχουν διηγηθεί οι παππούδες και γιαγιάδες που τα έζησαν στην πιο τρυφερή τους ηλικία.
Το αποτύπωμα αυτών των σκληρών και ενίοτε ένδοξων χρόνων υπάρχει ακόμα πάνω στις πλαγιές του βουνού.
Μια δυνατή υπενθύμιση ότι στη ζωή δεν πρέπει να παίρνουμε τίποτα ως δεδομένο και χρέος μας είναι να προφυλάσσουμε ως κόρη οφθαλμού όλα όσα κληρονομήσαμε από τη θυσία και το αίμα των προγόνων μας.
Σ’ αυτά τα βήματα των ηρώων περπατάμε καθώς κατηφορίζουμε από την κορυφογραμμή.
Στα 1.740 μέτρα θα περάσουμε από ένα εγκαταλειμμένο στρατιωτικό φυλάκιο και θα συνεχίσουμε την κατάβαση, προσπαθώντας -ελλείψει σήμανσης- να εντοπίσουμε το πιο βατό πέρασμα ανάμεσα στη χαμηλή, θαμνώδη βλάστηση, χωρίς επιτυχία πάντα.
Στα 1.560 μέτρα υψόμετρο μπαίνουμε στη ζώνη του δάσους, ακολουθώντας κάποιες διάσπαρτες κορδέλες στα δέντρα, στην πλειοψηφία τους μαυρόπευκα.
Κατηφορίζουμε την «Ομορφοπλαγιά» με προορισμό το Πολυβολείο Π8 του λοχία Ίτσιου.
Στα 1.400 μέτρα υψόμετρο, διασχίζουμε κάθετα δασικό δρόμο και για πρώτη φορά βλέπουμε μεταλλική ταμπέλα που μας υποδεικνύει την κατεύθυνση προς το Πολυβολείο, το οποίο είναι λίγο παρακάτω.
Το Πολυβολείο Π8 ήταν μέρος της γραμμής των 9 μεμονωμένων σκυρόδετων πολυβολείων από το Ρουπέσκο στα ανατολικά (η κορυφή στο ύψος του Ακριτοχωρίου) και κατέληγε δυτικά στη θέση Τριεθνές, πάνω από την Καστανούσα.
Ο ηρωικός έφεδρος λοχίας Δημήτρης Ίτσιος
Τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου οι Γερμανοί Ναζί προσπαθούν να διασπάσουν τη γραμμή Μεταξά, από τα σύνορά μας με την Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Η Γιουγκοσλαβία είχε πέσει δια περιπάτου και οι Βούλγαροι συμμάχησαν με τον Άξονα.
Οι Έλληνες στρατιώτες έδωσαν μια ηρωική μάχη στα οχυρά. Ξεχωριστή όμως, είναι η ιστορία του έφεδρου λοχία Δημήτρη Ίτσιου, ο οποίος ήταν επικεφαλής της αντίστασης στο Πολυβολείο Π8 στην Ομορφοπλαγιά του Μπέλλες – στα 1.380 μέτρα υψόμετρο – πάνω από τα Άνω Πορόια Σερρών.
Ο Ίτσιος αν και ήταν μόνο με πέντε φαντάρους δεν παραδόθηκε και οι Γερμανοί είχαν μόνο μια λύση για να τους αφοπλίσουν. Να πάνε οι ίδιοι να πάρουν τα όπλα τους.
Ο έφεδρος λοχίας άντεξε μέχρι να του τελειώσουν τα πυρομαχικά. Περίπου 33 χιλιάδες σφαίρες ανάγκασαν τους Γερμανούς να θυσιάσουν πάνω από 200 άνδρες και να χάσουν έναν αντισυνταγματάρχη.
Δίνει εντολή στους στρατιώτες να φύγουν και να τον αφήσουν μόνο του να συνεχίσει την αντίσταση.
Οι άνδρες υπάκουσαν εκτός από δυο φαντάρους, συντοπίτες του από το διπλανό χωριό.
Οι τρεις άνδρες μένουν για να πεθάνουν αγωνιζόμενοι, αλλά ούτε οι βολές των Στούκας τους εξοντώνουν, ούτε το πυροβολικό, ούτε οι επιθέσεις των επίλεκτων χερσαίων δυνάμεων της Βέρμαχτ.
Τελικά τους νίκησε το αναπόφευκτο. Η εξάντληση δηλαδή των πυρομαχικών τους. Δεν είχαν πλέον άλλες σφαίρες. Αναγκαστικά παραδόθηκαν.
Οι Γερμανοί με χίλιες προφυλάξεις τους πλησίασαν και ο επικεφαλής τους άνοιξε διάλογο με τον λοχία.
Ο διάλογος φθάνει με διάφορες παραλλαγές αλλά το πνεύμα είναι πάντα ίδιο.
Στρατηγός Σόρνερ: Που είναι ο αξιωματικός σου;
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: Δεν υπάρχει, εγώ είμαι επικεφαλής.
Στρατηγός Σόρνερ: Εσύ;
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: Ναι.
Στρατηγός Σόρνερ: Συγχαρητήρια, με την αντίστασή σου ζωντάνεψες το πνεύμα των προγόνων σου.
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: Έκανα το καθήκον μου προς την πατρίδα μου.
Στρατηγός Σόρνερ: Και τώρα πρέπει να κάνω και εγώ το δικό μου. Μου στοίχισες πάνω από διακόσιους άνδρες.
Ο Διοικητής διέταξε να τον εκτελέσουν. Ο Ίτσιος με απορία ρώτησε γιατί, αλλά ο Γερμανός δεν είχε άλλες απαντήσεις.
Έβαλε τους άνδρες του να παρουσιάσουν όπλα. Τον τίμησε και αμέσως μετά με το όπλο του πυροβόλησε τον ηρωικό λοχία στο κεφάλι.
Τους άλλους δύο φαντάρους δεν τους πείραξε. Μετά από λίγο τους άφησε ελεύθερους και αυτοί διηγήθηκαν την ιστορία τους και τη θυσία του Ίτσιου.
Μετά τον πόλεμο η γυναίκα του ξέθαψε τα οστά του και τον έθαψε στο χωριό τους που ήταν κάτω από το πολυβολείο, τα Άνω Πορόια Σερρών.
Στέκομαι αμίλητος μπροστά στο μνημείο του άσημου έφεδρου λοχία που με την θυσία του κατέκτησε την αιωνιότητα.
Τα συναισθήματα που κυρίευσαν το είναι μου θα τα κρατήσω μόνο για μένα.
Άλλωστε τα κίνητρα και οι δυνάμεις που καθορίζουν τις ιδέες και τις επιλογές του καθενός, είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση. Μια σκέψη μόνο θα φωνάξω δυνατά.
Πόσοι και πόσοι Ίτσιοι που έσωσαν την τιμή αυτής της χώρας παρέμειναν στην αφάνεια, ξεχασμένοι από την ιστορία και τους ανθρώπους.
Πόσοι και πόσοι φελλοί κέρδισαν αναγνώριση, δόξα και αξιώματα έρποντας και ενίοτε πατώντας επί πτωμάτων.
Ο χρόνος, όμως, κυλά αμείλικτα και πρέπει να συνεχίσουμε την κατάβαση.
Μια γρήγορη ματιά στο ρημαγμένο εσωτερικό του στρατιωτικού φυλακίου που βρίσκεται κάτω από το Πολυβολείο και συνεχίζουμε την κατάβαση, διασχίζοντας ένα όμορφο δάσος οξιάς.
Ακολουθώντας ένα δίκτυο υλοτομικών και δασικών δρόμων, βγαίνουμε στο μικρό οροπέδιο Κουρί Γκιολ, ονομασία τουρκική που σημαίνει «ξερή λίμνη», με την μεγάλη ποτίστρα.
Αφού κινηθούμε για λίγο στον κύριο δασικό δρόμο που ανηφορίζει στο οροπέδιο από τα Άνω Πορόια, μπαίνουμε εκ νέου στην καρδιά του δάσους της οξιάς, ακολουθώντας -ατυχώς- κάποια σημάδια που βρήκαμε τυχαία και τα οποία δεν είχαν συνέχεια.
Όπως καταλάβατε, μπλέξαμε άσχημα. Μονοπάτι ουσιαστικά δεν υπάρχει. Έχει κλείσει από την πυκνή βλάστηση και την πτώση δέντρων και κλαδιών.
Για μια ακόμη φορά σε βουνό της Μακεδονίας -πρέπει να τα λέμε κι αυτά- αναγκαστήκαμε να κινηθούμε με κατεύθυνση και πάντα με την χρήση του gps.
Στόχος μας να εντοπίσουμε το μονοπάτι που ακολουθήσαμε στην ανάβαση, που θα μας κατέβαζε στην αφετηρία.
Ευτυχώς, πιο χαμηλά η κατάσταση βελτιώθηκε. Βρήκαμε σημάδια και στα 600 μέτρα υψόμετρο φτάσαμε στη διασταύρωση με το μονοπάτι της ανάβασης, μέσα στο ρέμα των Άνω Ποροΐων.
Η επιστροφή στην αφετηρία έγινε απροβλημάτιστα, ολοκληρώνοντας μια μεγαλειώδη κυκλική διάσχιση 18 περίπου χιλιομέτρων, πεζοπορώντας και ιστορώντας στις πλαγιές του Μπέλλες, με πολλές εναλλαγές εικόνων και συναισθημάτων.
Αυτή η πεζοπορική διάσχιση ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή σωματική πρόκληση.
Ήταν ένα ταξίδι στην καρδιά της ομορφιάς του φθινοπώρου και μια συνάντηση με την ιστορία αυτού του τόπου.
Μου θύμισε τα απίστευτα τοπία που υπάρχουν λίγο πιο πέρα από την καθημερινότητά μας, που περιμένουν καρτερικά να εξερευνηθούν.