Στου Κλωκού την ολόμαυρη ράχη
Είμαστε αυτά που έχουμε διαβάσει, που έχουμε γράψει και έχουμε ακούσει. Αυτά που μας είπαν οι άλλοι για τον εαυτό μας και τον κόσμο και αυτά που μάθαμε μόνοι μας.
Αλλά πάνω απ’ όλα είμαστε αυτό που σκεφτόμαστε, όπως λέει κι η Αμερικανίδα συγγραφέας Μπάρμπαρα Μπέργκερ στο ομότιτλο βιβλίο της.
Και καταλήγει λέγοντας ότι η ζωή μας μεταμορφώνεται όταν αλλάζουμε τον τρόπο σκέψης μας.
Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε εμβαθύνει ποτέ στη ζωή. Ζούμε με την βεβαιότητα ότι πάντα θα υπάρχει αύριο.
Η ζωή, όμως, είναι ένα ταξίδι που το τέλος του είναι άγνωστο. Είμαστε εφήμεροι και ασήμαντοι μπροστά στο αιώνιο μεγαλείο της φύσης που μας περιβάλλει.
Γι’ αυτό κάθε στιγμή αποζητώ την επαφή μαζί της. Με βοηθάει στον αυτοπροσδιορισμό και στην ιεράρχηση των αξιών της ζωής.
Κάθε ορειβατική μου εξόρμηση είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας δια μέσου των εμπειριών μου, που ρίχνει φως στα σκοτεινά μονοπάτια της ζωής και του χαρακτήρα μου.
Κάθε ανάβαση στην κορυφή ενός βουνού είναι ένα μικρό βήμα προς τη συνείδηση της ύπαρξής μου.
Έχει ειπωθεί χιλιάδες φορές και άλλες τόσες έχει γραφτεί. Σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι.
Διάλεξε λοιπόν ένα βουνό, οποιοδήποτε βουνό και ξεκίνα την εξερεύνηση του εαυτού σου.
Η χώρα μας είναι διάσπαρτη με εντυπωσιακά βουνά, άλλα διάσημα κι άλλα άγνωστα κι ασήμαντα, αλλά όλα όμορφα, το καθένα με τον δικό του τρόπο. Ακόμη κι αν είναι λαβωμένα από την πύρινη λαίλαπα.
Όπως ο Κλωκός. Ένας μικρός, απομονωμένος ορεινός όγκος του νομού Αχαΐας, που ορθώνει το ανάστημά του σε περιοχή ανάμεσα στο νότιο τμήμα του Δήμου Αιγιαλείας και το βόρειο τμήμα του Δήμου Καλαβρύτων οριζόμενη από τους ποταμούς Σελινούντα και Κερυνίτη.
Στα δυτικά του βρίσκεται ο ορεινός όγκος Μπαρμπάς -ανατολική απόληξη του Παναχαϊκού- με τον οποίο χωρίζεται από το φαράγγι που σχηματίζει ο Σελινούντας.
Παλαιότερα υπήρχε η άποψη ότι αποτελεί τμήμα του ευρύτερου ορεινού όγκου, που απαρτίζεται από τα βουνά Ρούσκιο, Σκεπαστό, Προφήτης Ηλίας κ.ά., ο οποίος αποκαλούνταν όρος Κερύνεια.
Το καλοκαίρι του 2007 ολόκληρο το βουνό καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από μεγάλες πυρκαγιές.
Σύμφωνα με στοιχεία της WWF, κάηκε το 50,4% (30.476 στρέμματα) της προστατευόμενης περιοχής των ορέων Μπαρμπάς, Κλωκός και του φαραγγιού του Σελινούντα.
Ολική ήταν η καταστροφή στο ελατοδάσος του χωριού Φτέρη, το οποίο είναι χτισμένο σε υψόμετρο 1.100 μέτρων στις ανατολικές πλαγιές του Κλωκού.
Από εκεί ξεκινάει κι η ανάβαση στην ψηλότερη κορυφή του βουνού, την Παναγία Κλωκιώτισσα, η οποία έχει υψόμετρο 1.778 μέτρα και φιλοξενεί το ομώνυμο εκκλησάκι.
Η Φτέρη Αιγιαλείας
Η Φτέρη (ή Πτέρη) είναι ορεινό χωριό της Επαρχίας Αιγιαλείας του Νομού Αχαΐας.
Διοικητικά περιλαμβάνει, εκτός από την Φτέρη (έδρα του διαμερίσματος), και τους οικισμούς Κάτω Φτέρη (που είναι το κεντρικό χωριό), Άγιο Ανδρέα, Άγιο Παντελεήμονα, Αχλαδιά και Μπουφούσκια.
Στην απογραφή του 2011 ο οικισμός βρέθηκε να έχει πληθυσμό 4 κατοίκους ενώ συνολικά η πρώην ομώνυμη κοινότητα 466 κατοίκους.
Η πρώτη καταγραφή του οικισμού εντοπίζεται στο Ενετικό κτηματολόγιο του 1700.
Ο Α. Αλεξανδρόπουλος (1919) υποστηρίζει ότι, λίγες ημέρες πριν τη συνέλευση της Βοστίτσας, ο Παπαφλέσσας είχε οργανώσει σύσκεψη με τους προκρίτους του Αιγίου στο ναό του Αγίου Γεωργίου Φτέρης όπου λήφθηκε η απόφαση για την έναρξη της ελληνικής επανάστασης.
Ο οικισμός καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρπόληση το έτος 1821 κατά την πορεία του Μουσταφάμπεη προς τα Καλάβρυτα.
Εκ νέου, καταστράφηκε το έτος 1862. Ως συνέπεια της αναρχίας που επακολούθησε την εκθρόνιση του Όθωνα, οι κάτοικοι της Φτέρης αποψίλωσαν μαζικά τα δάση της περιοχής για την απόκτηση αγρών, τις περισσότερες φορές ακατάλληλων.
Ως αποτέλεσμα, τα νερά της βροχής δημιούργησαν καταστροφικούς χείμαρρους που παρέσυραν μεγάλο μέρος του οικισμού.
Η αποκατάσταση του δάσους και η αναστήλωση του οικισμού κατέστη δυνατή μετά από το 1904 με όχημα τον τότε ιδρυθέντα Φιλοδασικό Σύλλογο Φτέρης.
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το χωριό καταστράφηκε και πάλι συνέπεια πυρπολήσεων από τα Γερμανικά και Ιταλικά στρατεύματα, (3-7 Σεπτεμβρίου 1942 και 17/12/1942).
Το 1950 κατασκευάζεται ο δρόμος που συνδέει το χωριό με το Αίγιο και αρχίζει η ανοικοδόμηση του.
Το 1960 ο οικισμός αποκτά σχέδιο πόλης. Ενώ γίνεται προσπάθεια να διατηρηθεί η υπάρχουσα διάταξη του οικισμού, το σχέδιο χαρακτηριζόταν από σημαντική φορμαλιστική επιρροή, και κατέστη ανεφάρμοστο – παρά την τροποποίηση του τρία χρόνια αργότερα – με συνέπεια εντέλει να καταργηθεί.
Μέρος του οικιστικού αποθέματος καταστράφηκε και πάλι σχετικά πρόσφατα, με τις πυρκαγιές του 2007.
Η γνωριμία μου με το πληγωμένο βουνό της Αχαΐας πραγματοποιήθηκε τον μακρινό χειμώνα του 2011, συμμετέχοντας στην ορειβατική εξόρμηση ενός αθηναϊκού ορειβατικού συλλόγου.
Το πρόγραμμα της εξόρμησης περιλάμβανε μια μεγάλη διάσχιση, με αφετηρία τον οικισμό της Φτέρης, ανάβαση στην κορυφή της Παναγιάς Κλωκιώτισσας και κατάβαση στη Μονή Ταξιαρχών, διασχίζοντας το φαράγγι του Σελινούντα ποταμού.
Η πορεία ξεκινάει από τα πρώτα σπίτια που συναντάμε καθώς μπαίνουμε στον οικισμό από την επαρχιακή οδό Αιγίου-Καλαβρύτων.
Αμέσως αρχίζουμε ν’ ανηφορίζουμε προς τα πάνω, ώσπου βγαίνουμε σε δασικό δρόμο στα 1.200 μέτρα υψόμετρο.
Θα περπατήσουμε για 500 περίπου μέτρα στον δασικό δρόμο, μέχρι μια αριστερή στροφή, λίγο πριν το παλιό ξενοδοχείο της Φτέρης.
Από εκεί θα πιάσουμε τη ράχη, ανηφορίζοντας με κατεύθυνση δυτική.
Περνάμε από την κεραία κινητής τηλεφωνίας και συνεχίζουμε την πορεία μας ανάμεσα στα απογυμνωμένα κουφάρια των δέντρων.
Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από την πυρκαγιά που κατέκαψε το βουνό, όμως οι πληγές είναι ακόμα ανοιχτές και πονάνε πολύ.
Η παρουσία του χιονιού και η εντυπωσιακή θέα προς τα βόρεια και τις χιονισμένες βουνοκορφές των γιγάντων της Ρούμελης, αμβλύνουν έστω και λίγο την θλίψη και τον πόνο που κατακαίει την ψυχή μου.
Σκέψεις πολλές βαραίνουν το μυαλό και τα πόδια. Σκέψεις που μεταφράζονται σε μία μόνο λέξη. Γιατί; (Ρητορικό το ερώτημα)
Λόγια παχιά, έργα ισχνά, καμένα δάση. Κάθε χρόνο στο ίδιο έργο θεατές. Ένα διαρκές έγκλημα κατά των επόμενων γενεών.
Καθώς πάλευα με το μαλακό χιόνι αγκομαχώντας στη γυμνή πλαγιά, ξάφνου φανερώνεται στο βάθος το εκκλησάκι της Παναγιάς.
Φτάσαμε στην κορυφή. Ευλογημένη στιγμή. Γιατί η θέα από εκεί, από αυτό το άγνωστο, ασήμαντο και πληγωμένο βουνό είναι καθηλωτική.
Ούτε τρεις ώρες δεν είχαν περάσει από τη στιγμή που αφήσαμε πίσω μας τα τελευταία σπίτια του χωριού.
Αποκόμισα, όμως, τόσες εμπειρίες και πήρα τόσα διδάγματα όσα δεν παίρνει ένας άνθρωπος σ’ ολάκερη ζωή.
Ναι, μετά από 20 χρόνια επαφής με τα βουνά, μπορώ πια να το φωνάξω.
Το βουνό δεν με βοηθά απλώς να ιεραρχώ τις πραγματικές αξίες της ζωής. Το βουνό είναι η ίδια μου η ζωή.
Και η ζωή είναι μία και δεν είναι ποτέ αρκετή. Γι’ αυτό μην αργοπορείς.
Αποφάσισε τι είδους ζωή θέλεις, οραματίσου την, πλάσε την και ζήσε την όσο πιο έντονα μπορείς.
Πηγή
el.wikipedia.org