Πανόραμα των ψηλών κορυφών του Ολύμπου (Μέρος Α)
Επί αιώνες η ανθρώπινη φαντασία αρέσκεται να περιπλανάται σε κόσμους που ο μύθος έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια του.
Ίσως είναι αυτή η παράδοξη γοητεία των θρύλων και τα θέλγητρα των μυστηρίων που τραβούν σαν μαγνήτης την ανθρώπινη περιέργεια.
Ίσως είναι άπλα μια έκφραση της πιο απόκρυφης ανάγκης του ανθρώπου: της φυγής από την πραγματικότητα.
Κι όταν η πραγματικότητα έχει την τάση να συνθλίβει τις ζωές των ανθρώπων, τότε η αναζήτηση του άγνωστου, του μύθου, της αλήθειας λάμπει σαν φάρος στο σκοτάδι.
Σαν μια φωνή, ένας ψίθυρος μέσα στο μυαλό μάς καλεί ν’ ανακαλύψουμε την αλήθεια των θρύλων και των παραδόσεων μιας περιοχής.
Ακολουθώντας αυτούς τους ψίθυρους, λοιπόν, θα περπατήσουμε στα μονοπάτια των θεών του Ολύμπου, εκεί που η ψυχή του ορειβάτη πλημμυρίζει με όλα εκείνα τα ευγενικά αισθήματα που πυροδοτεί η επαφή του ανθρώπου με ένα φυσικό τοπίο τόσο αυθεντικό κι απόκοσμο σα να ‘ναι βγαλμένο από παραμύθι.
Τι κι αν ζούμε στα χρόνια της απόλυτης απομυθοποίησης, με την τεχνολογία να καλπάζει και την κουλτούρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να εδραιώνεται, η έννοια του «μύθου» έχει πλέον χάσει την αίγλη του παρελθόντος.
Ο Όλυμπος στιγματισμένος από τη φημισμένη μυθολογική παράδοση και το πλούσιο ιστορικό παρελθόν του, συνεχίζει ακόμη να γοητεύει τους επισκέπτες του με τις σπάνιες μορφολογικές εναλλαγές και αντιθέσεις του.
Ακόμη κι αν το σκηνικό σού είναι γνώριμο από προηγούμενες επισκέψεις, παραμένει πάντα το ίδιο δυνατή και ιδιαίτερη η αίσθηση που έχεις όταν αντικρύσεις μπρος στα μάτια σου το βράχινο σύμπλεγμα των ψηλών κορυφών του Ολύμπου.
Εκεί πάνω, στο Οροπέδιο, εκεί που ζούσαν οι Μούσες, οι Θεές της μουσικής, αντηχεί ακόμη το αρμονικό τους τραγούδι που μάγευε το βασιλιά των θεών και των ανθρώπων, καθισμένος περίφανα στον Θρόνο του, ενώ η φύση ολόγυρα γοητευμένη στεκόταν ασάλευτη κάθε φορά που οι Μούσες ανέβαιναν στον Μύτικα κι η γλυκιά τους μελωδία μάγευε τον ουρανό, τα άστρα, τα ποτάμια και τη θάλασσα.
Μαγεμένοι από τους ήχους των Ολύμπιων ανέμων ξεχυθήκαμε ν’ απολαύσουμε το μεγαλείο των ψηλών κορυφών του μυθικού βουνού, ξορκίζοντας –κοινοί θνητοί γαρ – το φόβο του Λουκιού και της Κακόσκαλας.
Αφετηρία του ταξιδιού μας στα θεϊκά μονοπάτια του Ολύμπου το φιλόξενο καταφύγιο «Γιόσος Αποστολίδης», του ψηλότερου κτίσματος στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια σε υψόμετρο 2.700 μέτρων.
Μύτικας (2.918 μ.)
Προσπερνάμε βιαστικά τα «ζωνάρια» και τη βάση του λουκιού του Στεφανιού και σύντομα φτάνουμε στη βάση του περιβόητου Λουκιού του Μύτικα, του κάθετου αυτού περάσματος, με τα σαθρά και γλιστερά βράχια, που μόλις σηκώνεις το κεφάλι και το αντικρίζεις νιώθεις να σε διατρέχει ένα ρίγος, μια ανατριχίλα.
Ναι, είναι το πιο επικίνδυνο σημείο του Ολύμπου (μαζί με την Κακόσκαλα και το λούκι του Στεφανιού). Ναι, εκεί δυστυχώς έχουν χάσει τη ζωή τους αρκετοί ορειβάτες, έμπειροι και μη.
Αν θες, όμως, να γευτείς τη θέα από το ψηλότερο σημείο της Ελλάδας, πρέπει να ξορκήσεις τους φόβους σου και να κάνεις το πρώτο βήμα.
Αν νιώσεις την ανασφάλεια να σε κυριεύει, μη συνεχίσεις. Δεν χρειάζεται να θέσεις σε κίνδυνο τον εαυτό σου και τους συνορειβάτες σου. Ο Μύτικας θα είναι πάντα εκεί για να σε δεχθεί την επόμενη φορά.
Μια γεύση από την ανάβαση στον Μύτικα μπορείτε να πάρετε διαβάζοντας την σχετική ανάρτηση παρακάτω:
Από την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου η θέα προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα είναι εκπληκτική, αρκεί να το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες.
Γύρω σου αποκαλύπτεται ένα σκηνικό μεταφυσικό, και πως να μην είναι, μιας κι εκεί ψηλά, στη στέγη της Ελλάδας, μετά από την επίπονη ανάβαση, γεύεσαι μιαν απέραντη γαλήνη, που μόνο η μυσταγωγική δύναμη του μυθικού αυτού βουνού μπορεί να σου προσφέρει.
Τα δύσκολα, όμως, είναι κάτω από τα πόδια μας. Πρέπει να κατηφορίσουμε περπατώντας, ή μήπως χορεύοντας, ή μήπως ακροβατώντας, στα λειασμένα από τα στοιχεία της φύσης και την έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα σκαλοπάτια της Σκάλας, της Κακόσκαλας σωστότερα. Όνομα και πράμα.
Κάποιοι λένε ότι η ανάβαση-κατάβαση στον Μύτικα από την Κακόσκαλα είναι πιο εύκολη σε σχέση με το Λούκι. Θα διαφωνήσω. Είναι το ίδιο δύσκολη και επικίνδυνη.
Ακολουθώντας πιστά την πυκνή σήμανση (κόκκινα σημάδια στα βράχια), με την αδρεναλίνη στα ύψη, περνάμε προσεκτικά όλα τα «περίεργα» και εκτεθειμένα περάσματα (σε κάποιο σημείο υπάρχει «σοφά» τοποθετημένο συρματόσχοινο).
Το μέρος δεν προσφέρεται για εφησυχασμό, αλλά δεν μπορείς ν’ αντισταθείς και στον πειρασμό να αιχμαλωτήσεις στον φωτογραφικό σου φακό το μεγαλείο που απλώνεται γύρω σου.
Μετά από μια σύντομη ανάβαση βγαίνουμε στην έξοδο της Κακόσκαλας και στην κορυφή Σκάλα (2.866 μ.) με την καθηλωτική και εβληματική θέα προς τον Μύτικα.
Διαβάστε στον παρακάτω σύνδεσμο το β’ μέρος του αφιερώματός μας στις ψηλές κορυφές του Ολύμπου: