Αποστολή The North Face©: Mount Olympus – Μέρος 1o: Η Κόψη Σκολιού
Ανακαλύπτοντας τη βόρεια πλευρά του Ολύμπου και συγκεκριμένα μία από τις πιο χαρακτηριστικές κόψεις της, την Κόψη του Σκολιού.
Παρέα με τον Μιχάλη Στύλλα και με τη βοήθεια της The North Face© μας δίνεται η ευκαιρία να ανακαλύψουμε μία από τις πιο αραιά επισκεπτόμενες διαδρομές του βουνού.
Η έντονη δράση των παγετώνων του Ολύμπου, η εξαφάνιση των οποίων παραμένει ακόμα ένα μεγάλο ερωτηματικό, περιχαράκωσε για τα καλά το ανάγλυφο του βουνού, αφήνοντας πίσω μία πλούσια παρακαταθήκη σε ορειβάτες και αναρριχητές.
Οι βαθιές κοιλάδες σχήματος U που σχηματίστηκαν από την επίδραση του σκληρού πάγου στα μαλακά ασβεστολιθικά πετρώματα του Ολύμπου, χωρίστηκαν αρχικά από φαρδιές ράχες οι οποίες συν το χρόνο, σμιλεύτηκαν περισσότερο και σταδιακά μετατράπηκαν σε απότομες κόψεις.
Από αισθητικής άποψης οι αναβάσεις πάνω σε ράχες ή κόψεις δασωμένες ή μη έχουν έναν αέρινο χαρακτήρα.
Από πλευράς κινδύνων οι κόψεις είναι ασφαλείς από χιονοστιβάδες το χειμώνα, αλλά πιο επιδεκτικές από τις γειτονικές τους κοιλάδες στα στοιχεία της ατμόσφαιρας (κεραυνοί, αέρας, ομίχλη, χιόνι, βροχή).
Η εύρεση σωστής πορείας πάνω στις κόψεις θεωρείται εύκολη υπόθεση αρκεί να μην πέσει κανένας στο γκρεμό.
Γενικά το χειμώνα οι κόψεις χαρακτηρίζονται από σκληρό χιόνι μιας και η έκθεση τους στον άνεμο επιδρά θετικά στη συμπαγοποίηση του χιονιού, σχηματίζουν όμως μεγάλες κορνίζες οι οποίες χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή.
Μία από τις πιο χαρακτηριστικές κόψεις της βόρειας πλευράς του Ολύμπου και μία από τις πιο αραιά επισκεπτόμενες διαδρομές του βουνού γενικότερα είναι η Κόψη του Σκολιού.
Με τη βοήθεια της The North Face© και τον εξοπλισμό που μας παρείχε, είχαμε την ευκαιρία να την ανακαλύψουμε.
Γεωγραφικά η Κόψη Σκολιού οριοθετεί το νότιο τμήμα της μεγαλύτερης παγετώδους κοιλάδας της Ελλάδας, αυτής των Μεγάλων Καζανιών, με αποτέλεσμα η θέα προς το βορρά και τις ψηλές κορυφές να είναι ιδιαίτερη.
Οι λόγοι που προσδίδουν στην Κόψη του Σκολιού το status της “ξεχασμένης διαδρομής” είναι απλοί.
Πρώτο και βασικότερο είναι το γεγονός ότι η διαδρομή αποτελεί μια μεγάλη και δύσκολη ορειβατική ανάβαση.
Τα 1.600 και πλέον μέτρα υψομετρικής διαφοράς μεταξύ σημείου εκκίνησης (1.300 μ.) και της κορυφής Σκολιού (2.912 μ.) τα οποία ο ορειβάτης καλείται να καλύψει σε 4.8 χιλιόμετρα συνεπάγονται μία μέση κλίση της τάξεως του 30%.
Στο μέσο της διαδρομής υπάρχει ένα τεχνικό πέρασμα σε βράχο, για την αναρρίχηση του οποίου έχουν τοποθετηθεί μεταλλικά σκαλάκια αμφιβόλου πλέον ποιότητας.
Η διαδρομή χαρακτηρίζεται έντονα από την αίσθηση της απομόνωσης ενώ η σήμανση είναι από ανύπαρκτη έως πολύ αραιή.
Περιγραφές ορειβατών που έχουν πραγματοποιήσει τη διαδρομή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες αναφέρονται σε μια πανέμορφη διαδρομή, άκρως ανηφορική, με πολύ ωραία θέα προς Μεγάλα και Μικρά Καζάνια, αλλά με μια κακοτράχαλη σάρα στο ανώτερο τμήμα της που φέρει τα χαρακτηριστικά της κινούμενης άμμου.
Το χειμώνα τα πράγματα αλλάζουν μιας και το απότομο ανάγλυφο σε συνδυασμό με την ποσότητα και την ποιότητα του χιονιού, προσδίδουν το χαρακτήρα μιας σοβαρής ορειβατικής διαδρομής.
Η χειμερινή επανάληψη της διαδρομής έχει το πλεονέκτημα ότι το χιόνι στο ανώτερο σημείο της διαδρομής καλύπτει τη σάρα κάνοντας το όλο εγχείρημα σαφώς πιο ευχάριστο.
Από την άλλη το χιόνι στο δασωμένο τμήμα της διαδρομής μπορεί να κάνει τις συνθήκες ολισθηρές και η χρήση κραμπόν στο τμήμα αυτό κρίνεται επιτακτική.
Μέχρι πρότινος οι συνθήκες του φετινού χειμώνα χαρακτηρίζονται από φτωχή χιονόπτωση η οποία περιορίζεται σε υψόμετρα μεγαλύτερα των 1800 μέτρων, γεγονός ιδανικό για την επανάληψη της συγκεκριμένης διαδρομής με ιδανικές συνθήκες.
Για όλους τους παραπάνω λόγους η “ξεχασμένη” Κόψη του Σκολιού επιλέχθηκε ως το πρώτο μέρος της περεταίρω ανάδειξης της βόρειας πλευράς του Ολύμπου με τη The North Face©.
Επειδή τόσο ο Μπάμπης όσο και ο γραφών είμαστε πρωτάρηδες σε τέτοιου είδους εγχειρήματα (φωτογράφηση ορειβατικών διαδρομών on the go) σκεφτήκαμε αρχικά να δοκιμάσουμε την τεχνογνωσία μας στη γειτονική Kόψη Ναούμ, η οποία περιλαμβάνει αρκετά τεχνικά (αναρρίχηση, ραπέλ) τμήματα.
Η επιλογή αυτή έγινε θέτοντας τους εαυτούς μας σε μία ιδιαίτερη δοκιμασία καταπόνησης… ο ορειβάτης με τον ελαφρύ εξοπλισμό του έβλεπε το φωτογράφο να ζορίζεται συνέχεια με τις δύο ογκώδεις μηχανές και τους φακούς επ’ ώμου κάνοντας συστάσεις του τύπου “πάτα εδώ”, “πιάσε εκεί”, “πρόσεχε το φακό σου στα βράχια”, “πάμε γρήγορα αργήσαμε” κ.λπ. Βέβαια κρίνοντας εκ του αποτελέσματος ο φωτογράφος δε μάσησε στα καψόνια και για το λόγο αυτό ο ορειβάτης τον φιλοξένησε για ύπνο σε ένα όμορφο πατάρι, του μαγείρεψε σούπα για βραδινό και προσέφερε μία γουλιά καφέ για πρωινό, για να τον κατεβάσει την επομένη 700 μέτρα μέσα από μία ρεματιά που μόνο αγριόγιδα συχνάζουν.
Εάν και οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για την επανάληψη της εν λόγω διαδρομής το αποτέλεσμα ήταν ευχάριστο μιας και μας έβαλε σε περαιτέρω σκέψεις για την πιο αποτελεσματική υλικοτεχνική υποδομή που είναι απαραίτητη ώστε να καλυφθούν φωτογραφικά με επάρκεια τέτοιου είδους αναβάσεις.
Εκτός των γνώσεων και των εμπειριών που αποκτήθηκαν, απολαύσαμε μία φεγγαρόλουστη διανυκτέρευση (bivouac) σε ένα όμορφο σημείο, στο βουνό που λατρεύτηκε ιδιαίτερα στην Αρχαία Ελλάδα και αποτέλεσε την κατοικία των «Ολύμπιων» Θεών.
Η πραγματοποίηση του Project
Κείμενο: Μιχάλης Στύλλας
Photos: Explorers’ Society / Babis Giritziotis