Ο Andreas Heckmair και η βόρεια του Eiger

Ο Andreas “Anderl” Heckmair (12 Οκτωβρίου 1906 – 1 Φεβρουαρίου 2005) ήταν Γερμανός ορειβάτης και οδηγός βουνού που ηγήθηκε της πρώτης επιτυχημένης ανάβασης της βόρειας όψης του Eiger τον Ιούλιο του 1938.

Αυτό το δραματικό γεγονός, που εκτυλίχθηκε σε διάστημα τεσσάρων ημερών τον Ιούλιο του 1938 στο Ελβετικό βουνό, αποτέλεσε την κορύφωση της κούρσας για την ανάβαση των μεγάλων βόρειων ορθοπλαγιών των Άλπεων.

Ο Reinhold Messner χαρακτήρισε τη διαδρομή του Heckmair ως όχι μόνο μία από τις μεγαλύτερες αναβάσεις όλων των εποχών, αλλά και ως «ένα έργο τέχνης που βρίσκεται στον πυρήνα της ορειβασίας».

Η ιστορία, ωστόσο, είναι πιο αμφιλεγόμενη σχετικά με την ανάβαση της βόρειας του Eiger.

Ο Heckmair και ο Γερμανός σχοινοσύντροφός του, Ludwig Vorg, ενώθηκαν στη διαδρομή με τους Αυστριακούς Fritz Kasparek και Heinrich Harrer.

Ο συμβολισμός της ένωσης της Γερμανίας και της Αυστρίας σε έναν ηρωικό αγώνα, ήταν ένα δώρο για τη ναζιστική προπαγανδιστική μηχανή και οι ορειβάτες τιμήθηκαν από τον Αδόλφο Χίτλερ.

Μια φωτογραφία των τεσσάρων, που στέκονται ώμο με ώμο με τον Φύρερ, έχει γίνει μία από τις πιο αηδιαστικές εικόνες της ορειβασίας – μιας δραστηριότητας που είναι πολύ εύκολα εκμεταλλεύσιμη για εθνικιστικούς σκοπούς.

Ο Heckmair δήλωνε ότι δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για την πολιτική. Παρόλο που αυτός και οι σύντροφοί του ένιωθαν περίφανοι που βγήκαν από την ανωνυμία και τιμήθηκαν από τον «διασημότερο άντρα στη Γερμανία», έλεγε ότι το ίδιο πράγμα θα μπορούσε να είχε συμβεί σε μια αρκούδα που χορεύει. «Δεν μπορούσα να προβλέψω πού θα οδηγούσε ο δρόμος των Ναζί».

Ο δικός του, πάντως, δρόμος είχε πολλά εμπόδια, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά.

Γεννημένος το 1906 στο Μόναχο, ο πατέρας του, που ήταν κηπουρός, πέθανε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αφήνοντας την οικογένεια βουτηγμένη στη φτώχεια και την ανέχεια.

Ο Anderl και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Hans, στάλθηκαν σε ορφανοτροφείο του Μονάχου ως «ημι-ορφανοί».

Όταν τελείωσε το σχολείο το 1920, δούλεψε ως κηπουρός, αλλά καθώς η εξάρτησή του από τους ασβεστολιθικούς τοίχους του Wilder Kaiser γινόταν ολοένα και πιο έντονη, η αφοσίωσή του στην δουλειά ατονούσε.

Τις Δευτέρες και τις Τρίτες ήταν κουρασμένος από την έντονη αναρρίχηση της Κυριακής, την Τετάρτη έπρεπε να πάει σε κηδεία κάποιου αναρριχητή του οποίου το σώμα είχε βοηθήσει να κατεβάσουν – το ποσοστό θνησιμότητας ανάμεσα στους νεαρούς αναρριχητές του Μονάχου ήταν ανησυχητικό – και μετά, την Παρασκευή και το Σάββατο, φύλαγε τις δυνάμεις του για την αναρρίχηση της Κυριακής.

Όπως πολλοί από τους συνομήλικούς του, παράτησε τη σταθερή δουλειά και έγινε ένας περιπλανώμενος των βουνών, κάνοντας ποδηλατικές εκδρομές στις Δολομιτικές Άλπεις, τις κορυφές του Σαμονί, ακόμα και στην Ισπανία, καθ’ οδόν για την οροσειρά του Άτλαντα.

Ειλικρινής για τα περισσότερα πράγματα στην αυτοβιογραφία του του 1972, «Mein Leben als Bergsteiger»Η ζωή μου ως ορειβάτης», που εκδόθηκε στα Αγγλικά το 1975), ο Heckmair παραδέχεται ότι έχασε την αθωότητά του σε ένα στενό στο Μαρακές, αλλά επιμένει ότι «τα χρήματα δεν έπαιξαν ρόλο».

Εργαζόμενος περιστασιακά ως εκπαιδευτής σκι ή οδηγός βουνού, εξασφάλιζε τα προς το ζην μέχρι το 1937, όταν του παρουσιάστηκε μια ασυνήθιστη ευκαιρία – ένα αίτημα να συνοδεύσει σε αναβάσεις την ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Leni Riefenstahl, αγαπημένη του Χίτλερ, στα βουνά Brenta στις Δολομιτικές Άλπεις.

Η Riefenstahl συμπάθησε τον Heckmair, με τα με τα λαξευτά του χαρακτηριστικά και τη φήμη του τολμηρού ορειβάτη, και τον πήρε μαζί της στη Νυρεμβέργη, όπου το ζευγάρι έμεινε στην κατοικία του γκαουλάιτερ (του διαβόητου Riefenstahl), πήρε τσάι με τον Χίτλερ στο ξενοδοχείο Deutscher Hof και στη συνέχεια στάθηκε στο πλευρό του στη βεράντα κατά τη διάρκεια μιας παρέλασης με δάδες. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Heckmair σήκωσε το χέρι του στον ναζιστικό χαιρετισμό.

Οι επόμενοι 12 μήνες της ζωής του Heckmair έχουν μελετηθεί από ερευνητές που προσπαθούν να διαπιστώσουν σε ποιο βαθμό η ανάβαση στη βόρεια όψη του Eiger μπορεί να είχε κρατική υποστήριξη, αλλά η εικόνα παραμένει θολή.

Η Riefenstahl τον πήγε να μείνει μαζί της στο Βερολίνο, όπου, όπως λέει, απέρριψε την πολιτική και τη ζωή στην πόλη για να προπονηθεί για το Eiger. Επέστρεψε στη Βαυαρία τον χειμώνα και εργάστηκε ως εκπαιδευτής σκι.

Την άνοιξη, ανέλαβε θέση οδηγού στο Ordensburg (χώρος εκπαίδευσης της Ναζιστικής ελίτ) στο Sonthofen του Allgau, το οποίο, σύμφωνα με την καθυστερημένη εξήγηση του Heckmair, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα γυμνάσιο, αν και ο Χίτλερ φανταζόταν ότι αυτά τα «Κάστρα της Τάξης» θα δημιουργούσαν μια γενιά που «θα σηκωνόταν και θα προκαλούσε τον τρόμο στον κόσμο».

Η ορειβασία ήταν ένα μέσο για τη σκλήρυνση αυτής της μελλοντικής ελίτ. Ο Heckmair και ο Vorg, που ήδη δούλευε ως αθλητικός εκπαιδευτής στο Ordensburg, φέρεται να αρνήθηκαν άμεση χρηματοδότηση για το Eiger, αλλά έφυγαν με την ευλογία του σχολείου και ένα σωρό επιδοτούμενο αναρριχητικό εξοπλισμός.

Ο Heckmair ήταν ο ιδανικός άνδρας για τη βόρεια του Eiger. Είχε πραγματοποιήσει την πρώτη direct ανάβαση της βόρειας πλευράς του Charmoz, αναμετρήθηκε με τις Grandes Jorasses πάνω από το Σαμονί και πέρασε έξι εβδομάδες το 1937 περιπλανώμενος γύρω από τη βάση του Eiger σχεδιάζοντας τη διαδρομή.

Οι Ελβετοί είχαν απαγορεύσει την αναρρίχηση στη βόρεια πλευρά μετά από έξι θανάτους, ενώ ο συνταγματάρχης Edward Strutt, αρχισυντάκτης του Alpine Journal, την χαρακτήρισε ως «εμμονή για ψυχικά διαταραγμένους».

Η δυσκολία και επικινδυνότητα της βόρειας πλευράς του Eiger των 1.800 μέτρων αναπτύγματος αποτυπώνεται ιδανικά στις ευφάνταστες ονομασίες των χαρακτηριστικών της – Difficult Crack, Ice Hose, Death Bivouac, Brittle Ledge, Traverse of the Gods, the Spider and Exit Cracks – καθώς και στα τρία απότομα παγωμένα πεδία της.

Εκείνα τα χρόνια είχε μετατραπεί σε δημόσια αρένα, με τους ορειβάτες να παρέχουν ένα είδος θεάματος στους «Παρατηρητές του Eiger» που χρησιμοποιούσαν τηλεσκόπια από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου στο Kleine Scheidegg.

Ο Heckmair και ο Vorg έφτασαν τους Kasparek και Harrer στο Δεύτερο Παγωμένο Πεδίο.

Οι Αυστριακοί, έχοντας ξεκινήσει στις 21 Ιουλίου 1938, είχαν ήδη περάσει μια νύχτα στη διαδρομή και έμειναν έκπληκτοι βλέποντας τους Γερμανούς να «τρέχουν» πίσω τους.

Εδώ βρισκόταν το κλειδί της επιτυχίας. Ο Heckmair και ο Vorg είχαν αντιληφθεί ότι η βόρεια όψη ήταν κυρίως μια αναρρίχηση σε πάγο και είχαν εξοπλιστεί αναλόγως, σε αντίθεση με άλλους που θεωρούσαν ότι επρόκειτο για βραχώδη διαδρομή.

Οι δύο Γερμανοί χρησιμοποίησαν επίσης για πρώτη φορά κραμπόν 12 ακίδων, που έφεραν επανάσταση στην αναρρίχηση στον πάγο.

Αντί να κόβουν προσεκτικά κάθε βήμα με το πιολέ τους, μπορούσαν απλά να κλοτσούν τον πάγο, με τις δύο ακίδες μπροστά στα κραμπόν να δαγκώνουν την πλαγιά και να προσφέρουν άμεση σταθερότητα.

Τα κραμπόν 12 ακίδων ήταν μέρος του νέου εξοπλισμού που ο Heckmair και ο Vorg είχαν συλλέξει από το κατάστημα Sporthaus Schuster στο Μόναχο, με το Ordensburg να αναλαμβάνει τα έξοδα.

Οι Kasparek και Harrer ζήλευαν. Και, σε αντίθεση με τους δύο Γερμανούς, ήταν και οι δύο μέλη του Ναζιστικού Κόμματος.

Η συνάντηση βελτίωσε δραστικά τις πιθανότητες των Αυστριακών σε μια πλευρά διαβόητη για τις καταιγίδες και τις πτώσεις βράχων, όπου η ταχύτητα είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.

Ο Kasparek φορούσε λιγότερο αποτελεσματικά κραμπόν 10 ακίδων και ο Harrer είχε μόνο καρφωτές μπότες.

Ο Heckmair ηγήθηκε της ομάδας, ενώ ο Harrer, ως τελευταίος στην ομάδα, μάζευε τα μεταλλικά καρφιά, με το σακίδιό του να γίνεται όλο και βαρύτερο.

Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις του Heckmair, οι τέσσερις σχημάτισαν μια αποτελεσματική ομάδα και παρέμειναν ως επί το πλείστον σε καλή διάθεση, ακόμη και όταν μια καταιγίδα τους πρόλαβε ψηλά στη διαδρομή.

Ο Heckmair έπεσε αρκετές φορές, σε μία από τις οποίες μια ακίδα από το κραμπόν του τρύπησε τον αντίχειρα του Vorg, ενώ η τετράδα επέζησε από επανειλημμένες χιονοστιβάδες.

Στην κορυφή, στις 24 Ιουλίου, έδωσαν τα χέρια, έξυσαν τον πάγο από τα φρύδια τους και αγωνίστηκαν να κατέβουν μέσα από βαθύ χιόνι για να συναντήσουν μια εκπληκτική υποδοχή στο Kleine Scheidegg.

Ήταν το πρώτο «μιντιακό γεγονός» της ορειβασίας. Ο Heckmair θυμάται ότι στο δείπνο ένας αξιωματούχος της Γερμανικής πρεσβείας στη Βέρνη εκφώνησε μια ομιλία «γεμάτη δυσάρεστες εθνικιστικές φράσεις».

Φαίνεται λογικό να δεχθούμε την επιμονή του Heckmair ότι ήταν απολιτίκ και ενδιαφερόταν μόνο για την επιτυχία του ως ορειβάτης.

Με τον τρόπο που είναι κοινός στους κορυφαίους ορειβάτες του σήμερα, εκμεταλλεύτηκε την προσφορά δωρεάν εξοπλισμού και οποιαδήποτε άλλη βοήθεια που εξυπηρετούσε τις φιλοδοξίες του.

Δυστυχώς γι’ αυτόν, ο «χορηγός» του είχε πιο σκοτεινούς στόχους από την προώθηση προϊόντων.

Ο Heckmair παρέμεινε στο Ordensburg μέχρι το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν, όπως είπε, λόγω «πολιτικής αναξιοπιστίας», εστάλη στον στρατό.

Ο Vorg σκοτώθηκε την πρώτη ημέρα των μαχών στο Ανατολικό Μέτωπο και μια παρόμοια μοίρα θα μπορούσε να έχει βρει τον Heckmair αν δεν είχε σταλεί πίσω από τη Ρωσία σε μια μονάδα ορεινής εκπαίδευσης κοντά στο Ίνσμπρουκ.

Ένας αξιωματικός και ανταγωνιστής του στις Grandes Jorasses μεσολάβησε και ο Heckmair πέρασε το υπόλοιπο του πολέμου ανάμεσα σε φίλους ορειβάτες.

Έπειτα, εργάστηκε ως οδηγός και δάσκαλος σκι και έκανε μεγάλες αποστολές, κυρίως με τον πλούσιο προστάτη του, τον βιομήχανο Otto-Ernst Flick.

Τα ταξίδια τους περιλάμβαναν εύκολες αναβάσεις στο Ruwenzori, τα Rockies και τις Άνδεις.

Πηγή
independent.co.uk

Ίσως σας ενδιαφέρουν…