Το μονοπάτι του Καραγιάννη στη Γκιώνα
Γκιώνα. Το Ασέληνον Όρος των αρχαίων Ελλήνων. Το θρυλικό βουνό της Ρούμελης. Το πέμπτο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας.
Ένα βουνό , που εκτός των άλλων, διαθέτει τη μεγαλύτερη και ομορφότερη ορθοπλαγιά των Βαλκανίων με ανάπτυγμα 1.100 μέτρα -την περίφημη Πλάκα- κοντά στο χωριό Συκιά.
Σ’ αυτήν την ορθοπλαγιά, όπως και σε άλλες του βουνού, έχουν ανοιχθεί σημαντικές αναρριχητικές διαδρομές, διαφόρων βαθμών δυσκολίας και τεχνικών, με πρωτοπόρο (ποιον άλλο;) τον Γιώργο Μιχαηλίδη, όπου με σχοινοσύντροφο τον Λεοντιάδη άνοιξαν το 1959 την «Μιχαηλίδης-Λεοντιάδης», την πιο κλασική αναρριχητική διαδρομή των ελληνικών ορθοπλαγιών, σύμφωνα με το routes.gr.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο γνωστός ορειβάτης και εκπαιδευτής της εποχής, Δημήτρης Καραγιάννης, ψάχνοντας να βρει μια σύντομη διαδρομή που θα εξυπηρετούσε τους αναρριχητές στην κατάβασή τους στην αφετηρία, άνοιξε ένα εντυπωσιακό μονοπάτι που πήρε το όνομά του, το περιβόητο «Μονοπάτι του Καραγιάννη», μια από τις πιο απαιτητικές ορειβατικές διαδρομές των ελληνικών βουνών, ειδικά τον χειμώνα με τα χιόνια.
Και ποια είναι αυτή η αφετηρία;
Δεν είναι άλλη από το γραφικό ρουμελιώτικο χωριό της Συκιάς, που είναι χτισμένο στα ριζά της επιβλητικής ορθοπλαγιάς της Πλάκας σε υψόμετρο 720 μέτρα.
Το χωριό ονομάστηκε «Σκιά», αφού ο Ήλιος το καλοκαίρι έρχεται στο χωριό μετά τις 10 το πρωί και τον χειμώνα, μετά τις 12 το μεσημέρι, ενώ ένα τμήμα του χωριού δεν το βλέπει ο ήλιος καθόλου για 2-3 μήνες. Στο πέρασμα των χρόνων, η ονομασία του χωριού παραφράστηκε σε «Συκιά» ή «Συκέα».
Η ορειβατική πρόκληση της διάσχισης του «Καραγιάννη» ξεκινά από το γήπεδο μπάσκετ του χωριού, και συγκεκριμένα πίσω από μια πετρόχτιστη βρύση, και κινείται παράλληλα με τα τελειώματα του Λαζορέματος. Η πορεία μας έχει δυτική κατεύθυνση προς την Πλάκα της Συκιάς.
Μετά από 15’ πορείας, λίγο πριν τα 800 μέτρα υψόμετρο βγαίνουμε από το ρέμα κι αρχίζουμε να ανηφορίζουμε με καγκέλια σε γυμνή πλαγιά, στη θέση «Βαρκό Δεσπότη», μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στην «αγκαλιά» της ορθοπλαγιάς.
Το μονοπάτι είναι καλογραμμένο με καλή σήμανση (κίτρινα σημάδια σε άσπρο φόντο).
Μετά από 40’ και 1,1 χλμ. πορείας –λίγο πριν τα 900 μέτρα υψόμετρο- το μονοπάτι αλλάζει κατεύθυνση προς βορρά.
Ουσιαστικά κινούμαστε στην δεξιά πλευρά του Λαζορέματος, που ξεκινάει από τις νότιες πλαγιές του Πύργου (2.063 μ.), η κορυφή του οποίου αρχίζει να ξεπροβάλλει στο βάθος.
Μετά από 1 ώρα και 2 χλμ. πορείας –στα 1.100 μέτρα υψόμετρο- φτάνουμε σε χαρακτηριστικό ώμο, όπου ευθεία στο βάθος βλέπουμε την επιβλητική κορυφή του Πύργου και την κοίτη του Λαζορέματος.
Από το σημείο αυτό ξεκινάει και το μονοπάτι του Καραγιάννη (στα δεξιά μας υπάρχει βράχος με κόκκινο σημάδι), και αν θυμάμαι καλά και κούκος.
Ακολουθώντας τα κόκκινα σημάδια στα βράχια, αρχίζουμε να ανηφορίζουμε σε πλαγιά με μεγάλη κλίση.
Το μονοπάτι του Καραγιάννη μας δείχνει τα δόντια του από τα πρώτα μέτρα.
Σύντομα, φτάνουμε σε ένα βράχινο πέρασμα (κόκκινο βέλος στον βράχο) όχι μεγάλης δυσκολίας, αλλά ιδιαίτερα γλιστερό λόγω της υγρασίας.
Στο δεύτερο πέρασμα, μια εκτεθειμένη τραβέρσα λίγων μέτρων, που όμως από κάτω της έχει μια επιβλητική γκρεμίλα, έχει τοποθετηθεί συρματόσχοινο.
Βέβαια, ακριβώς από πάνω υπάρχει ένα δέντρο, όπου με ένα εύκολο σκαρφάλωμα από τα αριστερά του, περνάς απροβλημάτιστα από το σημείο αυτό. Έτσι έκανα και γω. Ίσως, όμως, τον χειμώνα τα πράγματα να ‘ναι διαφορετικά.
Κανά δυο ακόμη βράχινα περάσματα κρύβουν κάποιους κινδύνους μιας και είναι εκτεθειμένα.
Και ειδικά όταν η ομάδα είναι μεγάλη, η χρήση σχοινιού κρίνεται απαραίτητη.
Η πορεία στο μονοπάτι του Καραγιάννη είναι συνεχώς ανηφορική, με μεγάλη κλίση.
Στις 4 ώρες και 30’ μετά το ξεκίνημα από τη Συκιά, στα 4 χλμ. πορείας, βρισκόμαστε στα 1.900 μέτρα υψόμετρο , σε ένα βράχινο μπαλκόνι με εντυπωσιακή θέα προς τα γειτονικά Βαρδούσια.
Από εδώ κι ύστερα μπαίνουμε στο άγριο αμιγώς αλπικό κομμάτι της ανάβασης, έχοντας να αντιμετωπίσουμε διαδοχικές σάρες, λούκια και ράμπες.
Τα βήματά μας σ’ αυτό το σαθρό πεδίο με τις σάρες και τα λούκια πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά, αν δεν θέλουμε να προκαλέσουμε την πτώση πετρών πάνω στα κεφάλια των συνορειβατών που μας ακολουθούν.
Στα επόμενα 900 μέτρα πορείας θα κερδίσουμε 400 μέτρα υψόμετρο (!!!) και θα βγούμε σε ένα εντυπωσιακό μπαλκόνι, κάτω από την Πυραμίδα της Γκιώνας, με απεριόριστη θέα στα δυτικά και βόρεια.
Η έξοδος στην κορυφογραμμή της Γκιώνας προϋποθέτει την ανάβαση μιας ράμπας με μεγάλη κλίση, που μοιάζει ατέλειωτη με τόση κούραση μαζεμένη στα πόδια.
Πραγματικό βάλσαμο και παρηγοριά, η θέα της κορυφής στο βάθος στ’ αριστερά μας, καθώς βγαίνουμε πάνω στην κορυφογραμμή μετά από 6 ½ ώρες ασταμάτητης ανάβασης, σε υψόμετρο 2.430 μέτρων.
Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα θα καλύψουμε και τα τελευταία μέτρα μέχρι την ψηλότερη κορυφή της Ρούμελης, και την πέμπτη ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας.
Η ανάβαση του μονοπατιού του Καραγιάννη είναι μια από τις πιο απαιτητικές διαδρομές των ελληνικών βουνών, καθώς μέσα σε 6 χιλιόμετρα θα πρέπει να καλυφθούν τα 1.800 μέτρα υψομετρικής διαφοράς ανάμεσα στη Συκιά (720 μ.) και της Πυραμίδας (2.510 μ.), γεγονός που μεταφράζεται σε μέση κλίση εδάφους της τάξης του 30%-35%.
Νερό στην διαδρομή δεν υπάρχει, παρά μόνο στην κατάβαση μετά τη Βαθιά Λάκκα ή στη Λάκκα Καρβούνι, στο καταφύγιο του ΠΟΑ.
Ο χρόνος που χρειάζεται για να ολοκληρωθεί η ανάβαση, εξαρτάται από τις ικανότητες των ορειβατών και την σύνθεση της ομάδας.
Η δικιά μου ανάβαση διήρκησε γύρω στις 7 ώρες, αλλά έγινε με μεγάλη ομάδα και υπήρχαν μεγάλες καθυστερήσεις στα περάσματα.
Στα 3-4 δύσκολα κι εκτεθειμένα περάσματα που υπάρχουν στο μονοπάτι του Καραγιάννη (μιλάμε πάντα για στεγνό πεδίο), θεωρώ ότι η τοποθέτηση σχοινιού είναι απαραίτητη, ειδικά όταν στην ομάδα συμμετέχουν ορειβάτες χωρίς μεγάλη εμπειρία σε τέτοια πεδία.
Εξυπακούεται ότι αυτή η διαδρομή είναι απαγορευτική για αρχάριους ορειβάτες.
Επίσης, όσοι αποφασίσουν να την περπατήσουν, είτε παρεΐστικα, είτε με σύλλογο, θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει ότι στην ομάδα θα υπάρχει κάποιος ή κάποιοι ορειβάτες με εμπειρία στη χρήση σχοινιών και λοιπού εξοπλισμού ασφάλισης.
Σε περίπτωση μεγάλης ομάδας (που δεν το συνιστώ), ιδιαίτερη προσοχή στα λουκιά και τις σάρες, καθώς οι πέτρες φεύγουν ανεξέλεγκτα από τις απροσεξίες των προπορευόμενων. Σ’ αυτή την περίπτωση, η χρήση κράνους κρίνεται επιβεβλημένη.