Οδοιπορικό στο Γράμμο: Από το Πληκάτι στη Γράμμουστα (Μέρος Α)

Η νύχτα παγωμένη και θεοσκότεινη, έτρεχε προσπαθώντας να προλάβει τον ήλιο. Ήθελε κι αυτή ν’ απαλλαγεί από το βαθύ σκοτάδι της, ν’ αλαφρώσει από την απρόσμενα για καλοκαίρι παγωνιά της.

Κι εγώ, κουλουριασμένος στον λεπτό καλοκαιρινό υπνόσακο, παρακαλούσα για λίγα ψίχουλα θαλπωρής. Πολύπλοκες όμως οι διαδρομές της σκέψης τέτοιες στιγμές.

Χωρίς να το θέλω ζωντάνευαν σαν εφιάλτης, οι αναμνήσεις εκείνης της καλοκαιρινής βραδιάς πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια στο δάσος της Ελατιάς που εξελίχθηκε σε άσκηση χειμερινής επιβίωσης.

«Τι στο διάολο γυρεύω εδώ;», μουρμούριζα ξυλιασμένος μέσα στο νωτισμένο από την πρωινή υγρασία αντίσκηνο, καθώς το πρώτο φως έκανε δειλά την εμφάνισή του.

«Επιτέλους θα ζεσταθούμε λίγο» σκέφτηκα και παίρνοντας βαθιά ανάσα βγήκα απ’ το υπνόσακο κι άρχισα να ντύνομαι βιαστικά.

Το Πληκάτι Ιωαννίνων και η κοιλάδα του Γοργοποτάμου από την κορυφή Τσούκα Πέτσικ (2.521 μ.) του Γράμμου. Στα δεξιά, το ίχνος της πορείας μας.

Έπρεπε βλέπεις να ξεκινήσουμε νωρίς. Η πορεία ήταν μεγάλη και η πρόγνωση του καιρού δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική για τις μεταμεσημβρινές ώρες.

Ατυχής η επιλογή να στήσουμε τις σκηνές σ’ αυτή την απλωσιά έξω από το χωριό. Η χαρά της υγρασίας.

Αυτά πληρώνεις όταν φτάνεις καθυστερημένα στο χωριό κι όλες οι καβάτζες είναι καπαρωμένες.

Βάλσαμο εκείνος ο πρώτος ήλιος. Άρχισε να ζεσταίνει το σώμα και ν’ ανεβάζει την ψυχολογία. Όπως και η πρώτη γουλιά καφέ.

Τελικά «Όλα ξεπερνιούνται. Όλα κάποτε φτιάχνουν και γίνονται όμορφα», ψιθύριζα καθώς ζαλωμένος με το βαρυφορτωμένο σακίδιο έκανα τα πρώτα βήματα.

Αφήνουμε πίσω μας αυτό το μικρό κομμάτι γης που μας φιλοξένησε για ένα βράδυ, εκεί στις εσχατιές της πατρίδας μας και ξεκινάμε. Αλλά μια στιγμή.

Από που ήρθαμε, που είμαστε και που πάμε;

Δεν είναι φιλοσοφικά ερωτήματα, ούτε μεταφυσικές ανησυχίες. Αν και όποιος προσπαθήσει να περιγράψει μια διάσχιση στο Γράμμο με την κοινή λογική, σίγουρα θα σπάσει τα μούτρα του.

Όρος Γράμμος λοιπόν. Ένα βουνό που κουβαλάει στις πλάτες του ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας.

Ένα βουνό με ομαλό ανάγλυφο, πλούσια δασική βλάστηση και αλπικά λιβάδια, άφθονα νερά που τρέχουν σαν ασημένιες φλέβες στις πλαγιές του, αλπικές λίμνες που αγγίζουν τις ψηλές κορφές και απομονωμένα αλλά πανέμορφα χωριά, σαν αετοφωλιές χτισμένα στις πλαγιές του.

Νάρκες, οχυρωματικά έργα, οβίδες, ερείπια από στρατηγικά αρχηγεία, νοσοκομεία ανταρτών. Ένα αχανές πεδίο μαχών και στην κορυφή το Μνημείο του Εμφυλίου Πολέμου.

Χαρακτηριστικό τοπίο του Γράμμου

Στο ίδιο αλπικό τοπίο, πανύψηλα πεύκα και έλατα, καταπράσινες οξιές, γόνιμες κοιλάδες, σπάνια αγριολούλουδα και η αλπική λίμνη, η ψηλότερη λίμνη της Ελλάδας.

Κανένα άλλο βουνό της χώρας, το τέταρτο υψηλότερο, δεν παραμένει ακόμη και σήμερα, τόσο άγνωστο, όσο ο Γράμμος.

Κυνηγώντας λοιπόν αυτό το άγνωστο, η καλή μοίρα μας έφερε μια παρέα ωραίων τρελών στο Πληκάτι, το ξακουστό Μαστοροχώρι της Ηπείρου. Το πώς φτάσαμε εκεί, αφήνω τον ιστορικό του μέλλοντος να το αποτιμήσει.

Αντάρτικο ταμπούρι

Πληκάτι Ιωαννίνων

Το χωριό είναι χτισμένο σε μια δασωμένη πλαγιά στις νότιες υπώρειες του Γράμμου, σε υψόμετρο 1.250 μέτρων, στο εσωτερικό της κοιλάδας του Γοργοποτάμου.

Στην απογραφή του 2021, οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού ήταν 69, αλλά πολύ φοβάμαι ότι είναι λιγότεροι.

Σε όλη την έκταση του χωριού οργιάζει το πράσινο από άγρια πλατάνια, οξιές, πανύψηλα έλατα και πεύκα, σφεντάμια, γάβρους, κέδρα, κρανιές, αγριοκερασιές και όλα τα είδη των αγκαθιών από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο, από αγριολούλουδα ως αγράμπελη.

Η ετυμολογία της ονομασίας του οικισμού πιστεύεται ότι είναι από τη λέξη «Πελεκάτι» και εικάζεται ότι έχει σχέση με το πελέκημα της πέτρας.

Η ίδρυση και κατοίκηση της περιοχής χρονολογείται από πολύ παλιά. Το μαρτυρά και η εκκλησία του χωριού που είναι από τον 16ο αιώνα.

Το Πληκάτι Ιωάννινων

Το Πληκάτι υπήρξε κοιτίδα μαστόρων της πέτρας. Οι Πληκαδίτες μάστοροι διακρίθηκαν για την τεχνική τους κι ήταν άριστοι στο χτίσιμο και πελέκημα της πέτρας.

Τα μπουλούκια των Πληκαδιτών μαστόρων ταξίδεψαν σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Αθήνα και τα γύρω Αρβανιτοχώρια.

Πληκαδίτες ήταν οι μάστοροι που έχτισαν το σπίτι του Μακρυγιάννη στην Αθήνα και πολλά αρχοντικά της νέας πρωτεύουσας.

Διαβάστε ακόμη
Προσκύνημα στα ματωμένα χώματα του Γράμμου

Στα μέσα του 19ου αιώνα λόγω υπερπληθυσμού και στενότητας οικονομικών πόρων, σημαντικό μέρος του πληθυσμού της περιοχής αγόρασαν τον Οκτώβριο του 1842, από ένα Μπέη της Φλώρινας μια έκταση, με αποτέλεσμα το 1844 να μετακινηθούν εκεί και να δημιουργήσουν δυο χωριά: την Δροσοπηγή (Μπελκαμένη) και το Φλάμπουρο (Νεγκοβάνη).

Δυστυχώς σήμερα, ούτε το Πληκάτι δε θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα που θέλει τα χωριά της υπαίθρου να ερημώνονται.

Η πορεία μας προς την Τσούκα Πέτσικ όπως φαίνεται από την κορυφογραμμή Γκέσος-Περήφανο

Από το Πληκάτι στη Γράμμουστα

Με συνοδεία το πρωινό κελάηδημα των πουλιών, κινήσαμε για τη μεγάλη πορεία. Μια διάσχιση από αυτές που στιγματίζουν τη ζωή του ορειβάτη.

Αφήνουμε στα δεξιά μας τον όμορφο ξενώνα «Αγριολούλουδο του Γράμμου» και ακολουθώντας τη σήμανση ανηφορίζουμε στη δασωμένη ρεματιά του «Ξεροπόταμου».

Η αφετηρία της διαδρομής μας, στο δρόμο λίγο πριν τον ξένωνα. Διακρίνονται τα πετρόκτιστα σπίτια του Πληκατίου.

Το μονοπάτι φεύγει αριστερά από την περίφραξη του ξενώνα

Δεν έχει περάσει μια ώρα πορείας και ήδη κινούμαστε σε πλαγιά με χαμηλή βλάστηση. Αυτό μας επιτρέπει ν’ απολαύσουμε τη θέα στα νότια. Και τη θέα!

Αχ αυτή η Πίνδος και το ορεινό της μεγαλείο. Μια θάλασσα από δασωμένες πλαγιές, το Πληκάτι, η κοίτη του Γοργοπόταμου και στο βάθος ο γίγαντας Γεροσμόλικας και οι επιβλητικές βόρειες ορθοπλαγιές της Τύμφης. Πίνακας ζωγραφικής.

Θέα προς τα νότια. Στα χαμηλά διακρίνονται το Πληκάτι και η κοίτη του Γοργοποτάμου, παραπόταμος του Σαραντάπορου.

Όμως είναι νωρίς για συγκινήσεις. Είμαστε ακόμη στην αρχή κι έχουμε έναν Γολγοθά μπροστά μας.

Το μονοπάτι χώνεται μέσα σε μια πυκνή συστάδα οξιών. Οι παχιές σκιές των δέντρων που έπεφταν πάνω μας, μας ανακούφιζαν με την προσωρινή δροσιά που έστελναν, καθώς ο ήλιος, καυτός, ζέσταινε πιο πολύ απ’ όσο χρειαζόταν.

Αρχές καλοκαιριού γαρ και η κρυάδα της πρωινής υγρασίας στο Πληκάτι αποτελεί ήδη μια δυσάρεστη μακρινή ανάμνηση.

Με συνεχόμενα καγκέλια ανηφορίζουμε γλυκά στην απότομη πλαγιά και βγαίνουμε στο καθαρά αλπικό κομμάτι του βουνού.

Εγώ, βυθισμένος στις σκέψεις μου, σκουπίζω κάθε τόσο τον ιδρώτα από το συνοφρυωμένο μέτωπο.

Ένα εντυπωσιακό χαλί αγριολούλουδων ξεδιπλώνεται μπροστά μας, που δε χορταίνουν τα μάτια να θαυμάζουν. Και στο βάθος ένα εγκαταλείμμενο φυλάκιο (;).

Γνώριμο σκηνικό για τον Γράμμο, ιδανικό σημείο για την πρώτη στάση μετά από δυο ώρες, στα 1.950 μέτρα υψόμετρο.

Το φυλάκιο (;) στα 1.950 μέτρα υψόμετρο

Το γρήγορο κουδούνισμα της καρδιάς σταμάτησε και το χαμόγελο ζωγραφίστηκε ξανά στο πρόσωπο, καθώς επιτέλους έχουμε οπτική επαφή με τις μακρόσυρτες κορυφογραμμές – σήμα κατατεθέν του Γράμμου.

Στις κακές ειδήσεις της ημέρας, τα σύννεφα άρχισαν να κάνουν απειλητικά την εμφάνισή τους από τα δυτικά. Κρίμα!

Η θέα προς τα ανατολικά

Ο ήλιος χάθηκε πίσω από τον βαρύ πέπλο του σύννεφου που τυλίγει αγχωμένα τα ψηλώματα του βουνού.

Στις καλές ειδήσεις της ημέρας, μαζί με τον ήλιο μας αποχαιρέτισε και η ανυπόφορη ζέστη. Το περπάτημα τώρα γίνεται πιο ευχάριστο.

Θα μπερδευτούμε προσωρινά σ’ ένα πλάτωμα κοντά στην κορυφή Ροσντόλι (1.975 μ.), όμως γρήγορα θα πιάσουμε την χορταριασμένη ράχη και θ’ ανηφορίσουμε πατώντας πάνω στη οριογραμμή των Ελληνο-Αλβανικών συνόρων.

Ανηφορίζοντας για να πιάσουμε την δυτική κορυφογραμμή του βουνού

Μέσα στο σύννεφο, στο δεξί άκρο της φωτογραφίας, η κορυφή Μαύρη Πέτρα

Κοιτάμε πίσω μας και αντικρίζουμε το ανάπτυγμα της χορταριασμένης ράχης που ανεβαίνουμε

Η Μαύρη Πέτρα (2.431 μ.)

Η ζωή μου στο όριο

Όχι, δεν είναι παρουσίαση του ομότιτλου βιβλίου του θρυλικού Reinhold Messner. Είναι η φράση που συνοψίζει όλα τα συναισθήματα που βίωσα με όλα τα αισθητήρια όργανα καθώς περπατούσα εκεί πάνω.

Πορεία πάνω στην οριογραμμή των Ελληνο-Αλβανικών συνόρων

Εκεί πάνω που ο αέρας είναι κρύος και λεπτός. Εκεί πάνω που οι ώρες μοιάζουν να ταξιδεύουν γρηγορότερα από μια ανάσα, όπως και οι σκέψεις φορτισμένες από τις μνήμες του Εμφυλίου, καθώς βαδίζουμε δίπλα από ταμπούρια και χαρακώματα.

Αρτάρτικο ταμπούρι

Μια (ενστικτώδης) αναπνοή είναι η ζωή, αλλά προλαβαίνουμε, λέει ο Καζαντζάκης. Πόσο δίκιο έχει. Αναπνέω κι απελευθερώνω την αρχέγονη ψυχή μου.

Εκεί πάνω, καθώς διασχίζω την κορυφογραμμή της Μαύρης Πέτρας, ο αέρας, η ομίχλη, το βουνό, μπαίνουν στις φλέβες μου, διαχέονται. Και όλα γίνονται απλά. Όλα εκεί πάνω είναι απλά.

Η ζωή είναι απλή. Απλή, όπως λέμε, ζωή με νόημα, μια γεμάτη ζωή. Εμείς και οι ανάλγητες προσταγές του φαίνεσθαι την κάνουν πολύπλοκη, βιαστική και αγχώδη.

Οι απαρχές της κοιλάδας του Γοργοποτάμου

Η Μαύρη Πέτρα

Πλησιάζω στην κυρίως κορυφή της Μαύρης Πέτρας των 2.431 μέτρων. Είναι κρυμμένη μέσα στο σύννεφο. Τι όνομα κι αυτό αναρωτιέμαι. Με σκιάζει!

Το τοπίο αρχίζει ν’ αλλάζει. Γίνεται σεληνιακό. Μια ακατανόητη αρνητική σκέψη με κυριεύει. Δεν θέλω να συνεχίσω πάνω στην κορυφογραμμή.

Μπροστά μας ορθώνεται ο επιβλητικός όγκος της Μαύρης Πέτρας. Εμείς τραβερσάραμε από τα δεξιά τη σάρα που δικαιολογεί την ονομασία της κορυφής.

Η κοιλάδα του Γοργοποτάμου

Μπροστά μας ο όγκος της Τσούκα Πέτσικ

Ξαφνικά θέλω να παρακάμψω την κορυφή. Δεν αισθανόμουν κούραση. Άλλωστε ήμουν 80 μόλις υψομετρικά μέτρα χαμηλότερα. Δεν ξέρω. Το όλο σκηνικό ήταν πολύ υποβλητικό. Με επηρέασε.

Αποφασίζω να τραβερσάρω από τα δεξιά και να κινηθώ στο σαθρό πεδίο της ανατολικής όψης της κορυφής, φροντίζοντας βέβαια να μη χάσω υψόμετρο.

Δεν ήταν η καλύτερη ιδέα. Όχι ότι η τραβέρσα ήταν επικίνδυνη, αλλά ταλαιπώρησε αρκετά τα πόδια.

Η Τσούκα Πέτσικ

Ξαναβγαίνουμε στην κορυφογραμμή και πέφτουμε πάνω σ’ ένα ακόμα ταμπούρι. Σε λίγο το σύννεφο σπάει και αποκαλύπτεται στα μάτια μας η μεγαλοπρεπής Τσούκα Πέτσικ. Πλησιάζουμε.

Αντάρτικο ταμπούρι

Θέα προς Αλβανία

Μετά από 1 χιλιόμετρο βρισκόμαστε στη βάση ουσιαστικά της κορυφής, στα 2.400 μέτρα υψόμετρο, σε χαρακτηριστική διασταύρωση μονοπατιών.

Σ’ αυτό το σημείο θα επιστρέψουμε μετά την κορυφή για να συνεχίσουμε την πορεία μας.

Στο τελευταίο κομμάτι της ανάβασης

Το κολωνάκι της τέταρτης σε ύψος κορυφής της Ελλάδας

Χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, αλλά με περισσή συγκίνηση θα πατήσουμε στην κορυφή Τσούκα Πέτσικ στα 2.521 μέτρα.

Η ομίχλη δε θα μας επιτρέψει ν’ απολαύσουμε τη μεγαλειώδη θέα. Αλλά αυτό λίγο μ’ ενδιαφέρει.

Η Μαύρη Πέτρα από την Τσούκα Πέτσικ (Φωτογραφία από παλιότερη εξόρμηση)

Η θέα από την Τσούκα Πέτσικ από παλιότερη εξόρμηση

Η ικανοποίηση που αισθανόμουν μετά την πραγματοποίηση αυτής της πορείας στην άγνωστη για μένα δυτική κορυφογραμμή του βουνού, καθώς και η προσμονή κι η αγωνία για τη συνέχεια, δε άφηναν περιθώρια για μεμψιμοιρίες.

Η συνέχεια προσεχώς.

Powered by Wikiloc

Πηγές
greeknewsonline.com
pyrsogianni.gr
gokastoria.gr
kastoria.topodigos.gr
plikati.gr

Ίσως σας ενδιαφέρουν…