Πεζοπορία στις βόρειες πλαγιές του Χελμού: Από το Μέγα Σπήλαιο στη λίμνη Τσιβλού
Στη ζωή υπάρχουν πολλά ωραία πράγματα. Το ωραίο, βέβαια, είναι μια έννοια άκρως υποκειμενική.
Για μένα, ένα από τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι να ανακαλύπτεις και να γίνεσαι κομμάτι (έστω και για λίγο) ενός φυσικού τοπίου άγνωστου στους πολλούς, απομονωμένου, αυθεντικού και ιδιαιτέρου κάλλους.
Ακόμη περισσότερο, όταν ανακαλύπτεις τέτοια τοπία σε μέρη που δεν θα φανταζόσουν ότι υπήρχε πιθανότητα να υπάρχουν.
Είναι γεγονός ότι αυτή η γωνιά του βουνού είναι σχετικά άγνωστη στους πολλούς. Κατάρα ή ευλογία; Εξαρτάται από ποια σκοπιά το βλέπεις.
Από φυσιολατρικής και ορειβατικής απόψεως διαλέγω ευλογία. Δυστυχώς, στην εποχή της περιβαλλοντικής βαρβαρότητας που ζούμε, είναι πραγματική ευλογία να υπάρχουν ακόμα μέρη (απ’ ότι φαίνεται όμως όχι για πολύ) που δεν έχουν βιαστεί από την επέλαση της βιομηχανοποιημένης ανάπτυξης και έχουν καταφέρει να διατηρήσουν (ως ένα βαθμό βέβαια) κάτι από την αυθεντικότητα και την ατμόσφαιρα μιας παλιάς εποχής.
Ομιλώ για τον Χελμό, το “χιονισμένο βουνό”, τα Αροάνια Όρη της αρχαιότητας. Ομιλώ για την τρίτη σε ύψος οροσειρά της Πελοποννήσου, μετά από εκείνες του Ταΰγετου και της Κυλλήνης ή Ζήριας. Το ύψος του Χελμού φτάνει τα 2.355 μέτρα στην Ψηλή Κορφή.
Αν και σ’ αυτή την ανάρτηση δεν θ’ ασχοληθούμε με τις αλπικές ομορφιές του βουνού. Θα κινηθούμε σε “χαμηλές πτήσεις” και θα γνωρίσουμε την ομορφιά των δασικών συμπλεγμάτων της βόρειας πλευράς του βουνού, διασχίζοντας ένα υπέροχο μονοπάτι που ξεκινάει από τη Μονή Μέγα Σπηλαίου και καταλήγει στην εκθαμβωτική λίμνη Τσιβλού.
Λίγα χιλιόμετρα βορειότερα από τα τουριστικά “φώτα” του πολύβουου χιονοδρομικού κέντρου Καλαβρύτων, έχει αναπτυχθεί ένα υπέροχο οικοσύστημα που αποτελείται από εκτεταμένα δάση κεφαλληνιακής ελάτης, ενώ πιο χαμηλά αναπτύσσονται και άλλα δέντρα, όπως πλατάνια, μαύρη πεύκη, καστανιές, βελανιδιές, ιτιές, λεύκες κ.α.
Αυτές τις ομορφιές θα γνωρίσουμε σήμερα. Όλα αρχίζουν από το 10ο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Καλαβρύτων – Διακοφτού στο νομό Αχαΐας.
Στο σημείο αυτό, στο άνοιγμα ενός μεγάλου φυσικού σπηλαίου του Χελμού, επάνω από την απότομη χαράδρα του Βουραϊκού ποταμού, σε υψόμετρο 900 μέτρων, είναι χτισμένη η Μονή του Μέγα Σπηλαίου, ενός από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της Ορθοδοξίας στην Ελλάδα.
Απόλυτα εναρμονισμένο με το άγριο και εντυπωσιακό τοπίο της περιοχής το οκταώροφο συγκρότημα της Μονής καθηλώνει και τον πιο αδιάφορο επισκέπτη.
Κατά την παράδοση, ιδρυτές της Μονής είναι οι Θεσσαλονικείς αδελφοί μοναχοί Συμεών και Θεόδωρος, οι οποίοι, αφού μόνασαν στο Άγιο Όρος και προσκύνησαν στα Ιεροσόλυμα και στο Σινά, καθοδηγούμενοι από την Παναγία και με τη βοήθεια της βοσκοπούλας Ευφροσύνης, ανακάλυψαν στο απρόσιτο Σπήλαιο την Εικόνα της Παναγίας, που είχε φιλοτεχνήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς.
Τότε, το 362, το Μοναστήρι πήρε την πρώτη του μορφή με τη συνοδεία πλήθους θρύλων.
Η Μονή καταστράφηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές από πυρκαγιές, το 840, το 1400, το 1640 και το 1934.
Ανοικοδομήθηκε το 1937, έχοντας τεθεί υπό την αιγίδα του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ που θεμελίωσε και τη νέα πτέρυγά της.
Το Δεκέμβριο του 1943 τα Ναζιστικά στρατεύματα λεηλάτησαν το μοναστήρι και εκτέλεσαν 16 άτομα, επισκέπτες, υποτακτικούς αλλά και μοναχούς.
Ακόμη εννέα μοναχοί εκτελέστηκαν στη θέση «Ψηλός Σταυρός». Τα εναπομείναντα κελιά από την πυρκαγιά του 1934, πυρπολήθηκαν. Μετά τον πόλεμο ανεγέρθηκαν νέα κτίρια.
Το Μουσείο της Μονής εκτός από τα σημαντικά κειμήλια της Ελληνικής Επανάστασης, διαθέτει ένα σπάνιο λάβαρο με τις μορφές τριών βυζαντινών αυτοκρατόρων, σιγγίλια, χειρόγραφα με εξαίρετες μικρογραφίες, πολύτιμους χρυσούς σταυρούς με Τίμιο Ξύλο, χαλκογραφίες, προσωπογραφίες, Ευαγγέλια σε περγαμηνές, το ωμοφόριο του Χρύσανθου Νοταρά, χρυσοκέντητους Επιτάφιους, αντιμήνσια, βυζαντινές εικόνες μεγάλης αξίας κ.α.
Μεγάλης αξίας είναι και η βιβλιοθήκη της με περισσότερους από 3.000 τόμους βιβλίων και πλήθος παλαιοτύπων. Σε ειδικό παρεκκλήσιο φυλάσσονται, λειψανοθήκες με οστά πολλών Αγίων και οι κάρες των ιδρυτών της Μονής.
Εξέχουσα θέση μεταξύ των ιερών κειμηλίων της Μονής κατέχει η Εικόνα της «Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας», που είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά (μία εκ των τριών που δημιούργησε και σώζονται μέχρι σήμερα).
Στο ύψος του “Grand Chalet”, ακολουθούμε στ’ αριστερά ασφαλτόδρομο, ο οποίος ανηφορίζει στη Μονή. Περνάμε από μπροστά της και μετά την εκκλησία των Αγίων Πάντων γίνεται χωματόδρομος.
Λίγο πιο κάτω φτάνουμε στη θέση «Ψηλός Σταυρός», απ’ όπου οι Γερμανοί έριξαν στον γκρεμό τους εννέα καλόγερους.
Στη συνέχεια, ο χωματόδρομος γίνεται πια μονοπάτι σηματοδοτημένο. Κατηφορίζουμε ελαφρώς σε ρεματιά, και αρχίζουμε ν’ ανηφορίζουμε μέσα σε πυκνό ελατοδάσος, με κατεύθυνση προς το διάσελο που φαίνεται απέναντί μας.
Βγαίνουμε στο διάσελο και στη συνέχεια περπατάμε πάνω σε ράχη, κινούμενοι κατά μήκος ενός σωλήνα νερού, έχοντας στ’ αριστερά μας (δυτικά) την χαράδρα του Βουραϊκού ποταμού και στα δεξιά μας (ανατολικά) το ρέμα του Καλογεραύλακου.
Σταδιακά μπαίνουμε μέσα στη ρεματιά του Καλογεραύλακου και ανηφορίζουμε με κατεύθυνση νοτιοανατολική, μέχρι που συναντάμε τον δασικό δρόμο που οδηγεί στον Ξερόκαμπο και το χιονοδρομικό κέντρο.
Στο σημείο αυτό, το μονοπάτι φεύγει αριστερά με κατεύθυνση βορειοανατολική αρχικά και στη συνέχεια ανατολική και πέφτει πάνω στον δασικό δρόμο που κατηφορίζει προς τη λίμνη Τσιβλού.
Το σημείο εκείνο είναι περίπου στο μέσο και (συμπτωματικά) στο ψηλότερο της διαδρομής μας, στα 1.490 μέτρα υψόμετρο.
Από εκεί κι ύστερα, ακολουθούμε τον δασικό δρόμο, ο οποίος μετά από 7 χιλιόμετρα θα μας οδηγήσει με ασφάλεια στην παραμυθένια λίμνη Τσιβλού.
Η λίμνη Τσιβλού βρίσκεται σε υψόμετρο 700 μέτρων, στις βόρειες πλαγιές του Χελμού, και αποτελεί έναν σημαντικό υγροβιότοπο που φιλοξενεί πολλά είδη χλωρίδας και πανίδας.
Δημιουργήθηκε στις 24 Μαρτίου του 1913, όταν από μια μεγάλη κατολίσθηση που προκλήθηκε στην περιοχή φράχτηκε η κοίτη του ποταμού Κράθη. Η λίμνη έχει επιφάνεια περίπου 83 στρέμματα και βάθος περίπου 80 μέτρα.
Το όνομα της λίμνης προέρχεται από το χωριό Τσιβλός το οποίο καταπόντισε μερικώς μετά την κατολίσθηση. Η τοπική παράδοση την ονομάζει και Μαυρολίμνη για το κακό που προξένησε.
Η γέννηση της λίμνης, λοιπόν, είναι συνδεδεμένη με εντυπωσιακά και εξαιρετικά βίαια γεωλογικά φαινόμενα που συνέβησαν το 1913 και 1914. Περισσότερα στην παρακάτω ανάρτηση:
Το μήκος της διαδρομής ξεπέρασε τα 14 χιλιόμετρα και χρειάστηκαν κάτι λιγότερο από 6 ώρες. Άξιζε τον κόπο.
Γιατί τα τοπία που αντίκρισα σ΄ αυτήν την άγρια και ανέγγιχτη πλευρά του Χελμού ζέσταναν την ορειβατική ψυχή μου και ενίσχυσαν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο την άποψή μου ότι, τελικά, είναι ευλογία για έναν τόπο να μην έχει μπει στο στόχαστρο της βιομηχανοποιημένης ανάπτυξης.