Η μοναχική ανάβαση του Messner στο Everest
Πέρα από την εγγενή αξία της ίδιας της δραστηριότητας, ο Ιμαλαϊσμός ήταν ανέκαθεν ένα παιχνίδι «πρωτιάς».
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η ορειβασία μεγάλου υψομέτρου είχε απομακρυνθεί κάπως από την λογική της «πρώτης ανάβασης» για να επικεντρωθεί στο στυλ αναρρίχησης και στην επιλογή νέων δύσκολων διαδρομών.
Οι ορειβατικές αποστολές στρατιωτικού τύπου έδωσαν τη θέση τους σε μικρότερες, πιο ευκίνητες ομάδες, που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν πιο απαιτητικές τεχνικά διαδρομές.
Το κυρίαρχο πνεύμα του Ιμαλαϊσμού εκείνη την εποχή ήταν η λαχτάρα για ταχύτερες και ελαφρύτερες αναβάσεις.
Παρόλο που τόσο η ορειβατική όσο και η επιστημονική κοινότητα θεωρούσαν ότι είναι αδύνατο, το επόμενο βήμα ήταν να φτάσει ο άνθρωπος στην κορυφή του Everest χωρίς τη χρήση συμπληρωματικού οξυγόνου.
Από τότε που ο Edward Norton έφτασε 300 μέτρα κάτω από την κορυφή χωρίς οξυγόνο το 1924, η χαραμάδα της πιθανότητας επιτυχούς έκβασης του εγχειρήματος, κρατιόταν ανοιχτή.
Αυτή η χαραμάδα ήταν αρκετή για να δελεάσει το «καυτό» Ευρωπαϊκό ορειβατικό δίδυμο των Reinhold Messner και Peter Habeler για να το τολμήσει.
Άλλωστε, είχαν ήδη ανέβει σε αρκετές κορυφές άνω των 8.000 μέτρων και το 1975 είχαν ανέβει στο Gasherbrum I (8.080 μ.) χωρίς οξυγόνο.
Ωστόσο, το Everest ήταν ψηλότερο (8.848 μ.), ο αέρας «πολύ λεπτός», ενώ η ιατρική κοινότητα ήταν εξαιρετικά επιφυλακτική, αν όχι κατηγορηματικά αντίθετη.
Παρά τον εκτεταμένο σκεπτικισμό, οι δύο θρυλικοί ορειβάτες πραγματοποίησαν μια απίστευτα γρήγορη ανάβαση στην κορυφή του Everest χωρίς τη χρήση οξυγόνου την άνοιξη του 1978.
Οι «πύλες του εφικτού» είχαν πλέον ανοίξει και για άλλους σπουδαίους ορειβάτες. Τα όρια της ανθρώπινης φυσιολογίας και του ανθρώπινου πνεύματος είχαν τεντωθεί.
Αυτό, όμως, δεν σήμαινε ότι η επανάληψη ενός τέτοιου κατορθώματος θα ήταν εύκολη υπόθεση για τους άλλους.
Άλλωστε, μετά την επιστροφή τους στην κατασκήνωση βάσης παραδέχθηκαν ότι αυτή η ανάβαση χωρίς τη χρήση οξυγόνου «ρούφηξε» όλο τους το είναι.
Ο Messner περιέγραψε την εμπειρία αυτή με τον παρακάτω τρόπο:
«Η διαδικασία της αναπνοής είναι τόσο επίπονη που μόλις και μετά βίας μπορούμε να περπατήσουμε. Κάθε δέκα ή δεκαπέντε βήματα πέφτουμε στο χιόνι για να ξεκουραστούμε. Το μυαλό μου φαίνεται να έχει πάψει να λειτουργεί. Απλώς, συνεχίζω μηχανικά να περπατώ. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε στο Everest, το ψηλότερο βουνό στον κόσμο, έχει ξεχαστεί – ούτε θυμόμαστε ότι ανεβαίνουμε χωρίς συσκευή οξυγόνου».
Διαβάστε ακόμη:
Η πρώτη ανάβαση στο Everest χωρίς τη χρήση οξυγόνου
Από τη μεριά του ο Habeler έγραψε αργότερα ότι:
«Το πρόσωπο του Messner είχε παραμορφωθεί, το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο, καθώς προσπαθούσε να ρουφήξει και το τελευταίο γραμμάριο διαθέσιμου οξυγόνου στον αέρα… Το πρόσωπό του ήταν σχεδόν χωρίς ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Τα φυσικά μας αποθέματα είχαν εξαντληθεί. Ήμασταν τόσο εξουθενωμένοι, ώστε μετά βίας μπορούσαμε να κάνουμε δέκα συνεχόμενα βήματα πριν σταματήσουμε για ξεκούραση».
Ιδιαίτερα γλαφυρός ήταν ο Messner όταν περιέγραφε τις στιγμές πάνω στην κορυφή. «Ήταν μια κατάσταση πνευματικής αφαίρεσης» έγραψε χαρακτηριστικά, και συνέχισε:
«Δεν βρίσκομαι πλέον μέσα στο σώμα μου. Δεν είμαι τίποτα περισσότερο από έναν στενό λαχανιασμένο πνεύμονα, που αιωρείται πάνω από τα σύννεφα και τις κορυφές».
Ανικανοποίητος, δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες της ιστορικής επιτυχίας, ο Messner ξαναβρέθηκε στο Everest to 1980, την περίοδο των μουσώνων.
Ξανά χωρίς συμπληρωματικό οξυγόνο, αλλά αυτή τη φορά μόνος του και από τη Βόρεια Όψη. Αυτός θα ήταν ο μοναδικός μάρτυρας των προσπαθειών του. Μόνο αυτός, το βουνό και η έγκυος κοπέλα του στην κατασκήνωση βάσης.
Αφού πέρασε έναν περίπου μήνα στο οροπέδιο του Θιβέτ, προετοιμάζοντας τον εαυτό του για μια ακόμη ανάβαση χωρίς οξυγόνο στη Ζώνη Θανάτου, βρέθηκε στους βόρειους πρόποδες του βουνού νωρίτερα από τον σχεδιαζόμενο χρόνο.
Οι «κακές γλώσσες» λένε ότι ήθελε να προλάβει τον Ιάπωνα ορειβάτη Naomi Uemura, ο οποίος ετοιμαζόταν κι αυτός για μια σόλο ανάβαση στο Everest.
Μετά από μερικά rotations στο βουνό για τον απαραίτητο εγκλιματισμό και την μεταφορά προμηθειών στο North Col, ο Messner ξεκίνησε για την κορυφή στις 18 Αυγούστου 1980.
Λίγες ώρες μετά την αναχώρησή του από την προωθημένη κατασκήνωση βάσης, περπατώντας στο σκοτάδι, έπεσε σε μια κρεβάς, σε υψόμετρο άνω των 7.000 μέτρων.
Σώθηκε εκ θαύματος. Κατάφερε να ανασυρθεί στην επιφάνεια και σα να μην έχει συμβεί τίποτα, συνέχισε την ανάβασή του κατά μήκος της North Ridge.
Την επόμενη μέρα διέσχισε την επιρρεπή σε χιονοστιβάδες Βόρεια Όψη για να φτάσει στο Great Couloir (επίσης γνωστού ως Norton Couloir).
Εκεί, πραγματοποίησε ένα μπιβουάκ, στα 8.200 μέτρα. Μια μικροσκοπική κουκίδα πάνω στον τεράστιο ορεινό όγκο, μόνος και απομονωμένος. Σαν τον πρώτο άνθρωπο που πατούσε στο φεγγάρι.
Μέχρι τις 13:00 την επόμενη μέρα, ο Messner είχε σπρώξει το εξαντλημένο κορμί του μέχρι την στέγη του κόσμου, την τρίτη ημέρα μετά την αναχώρησή του από την κατασκήνωση βάσης.
Ο πρώτο άνθρωπος που στεκόταν πραγματικά μόνος του στο ψηλότερο σημείο του κόσμου, στις 20 Αυγούστου 1980.
Αργότερα, ο Messner περιέγραψε πως αισθανόταν εκείνα τα λεπτά που βρέθηκε πάνω στην κορυφή. Είπε:
«Ήμουν σε συνεχή αγωνία. Ποτέ στη ζωή μου δεν αισθανόμουν τόσο κουρασμένος όσο στην κορυφή του Everest εκείνη την ημέρα. Απλώς κάθισα εκεί εντελώς αποσβολωμένος. Το μόνο που καταλάβαινα ήταν ότι είχα φτάσει στα όριά μου».
Μετά από μια ακόμη διανυκτέρευση στη βάση του Great Couloir, πραγματοποίησε μια ταχύτατη κατάβαση μέχρι την προωθημένη κατασκήνωση βάσης.
Μετά την ασφαλή επιστροφή του στην κατασκήνωση βάσης, η κοπέλα του Nena Holguin, έγραψε στο ημερολόγιό της:
«Φαίνεται ότι ένας μεθυσμένος κατέβηκε από το βουνό και όχι ο ίδιος άνδρας που έφυγε πριν από τέσσερις ημέρες. Με κοιτάζει με δάκρυα στα μάτια. Το πρόσωπό του είναι κίτρινο, τα χείλη του σκασμένα και ξεφτισμένα».
Μόνος, χωρίς οξυγόνο, σε επικίνδυνο πεδίο, χωρίς ελπίδα διάσωσης και στα όρια της γνωστής μέχρι τότε ανθρώπινης αντοχής.
Ο Messner ριψοκινδύνευσε τα πάντα για ένα όνειρο, μια φευγαλέα στιγμή στη στέγη του κόσμου. Για να αποδείξει ότι ήταν εφικτό.
Ακόμη και οι πιο ένθερμοι επικριτές του Messner υποκλίθηκαν στο μεγαλειώδες επίτευγμά του. Ένα επίτευγμα σωματικό και πνευματικό, που ο συγγραφέας και ορειβάτης John Krakauer το χαρακτήρισε ως το «μεγαλύτερο ορειβατικό κατόρθωμα όλων των εποχών».
Ο πρωτοπόρος Αμερικανός ορειβάτης Tom Hornbein, περιέγραψε γλαφυρά τον αντίκτυπο που είχε το κατόρθωμα του Messner στην ορειβατική κοινότητα. Είπε:
«Όπως ο Κοπέρνικος, έτσι κι ο Messner είχε συλλάβει έναν εντελώς νέο τρόπο να βλέπει και ν’ αντιλαμβάνεται τον κόσμο του. Μεταμόρφωσε την ορειβασία όπως την γνωρίζουμε σήμερα».
Το επίτευγμα αυτό, έδρασε καταλυτικά στο επόμενο στάδιο της καριέρας του Messner. Του έδωσε την απαραίτητη αυτοπεποίθηση και γνώση ότι θα μπορούσε να συνεχίσει ν’ ανεβαίνει πρώτος σ’ όλες τις κορυφές άνω των 8.000 μέτρων χωρίς τη χρήση συμπληρωματικού οξυγόνου.
Ένας άλλος θρύλος της ορειβασίας, ο Doug Scott, έδωσε μια πολύ γλαφυρή περιγραφή του επιτεύγματος του Messner. Είπε:
«Ο Reinhold, δυνατός, έμπειρος και με μεγάλο κίνητρο, κατάφερε να πραγματοποιήσει το αδύνατο, μια σόλο ανάβαση στο Everest, από τον βορρά, εν μέρει από μια νέα διαδρομή, με μόνη υποστήριξη την έγκυο φίλη του».
«Οι περισσότεροι από εμάς που προσπαθούμε να κάνουμε νέα πράγματα στα βουνά, λίγο πολύ πατάμε στα βήματα εκείνων που πήγαν πριν από μας. Ο Reinhold, όμως, έκανε ένα πραγματικά μεγάλο βήμα. Ένα τεράστιο άλμα», συνέχισε ο Scott.
Η ανάβαση του Messner θεωρήθηκε ως ορόσημο στην ιστορία της ορειβασίας πριν από τέσσερις δεκαετίες και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να θεωρείται ως ένα σημαντικό επίτευγμα. Λίγοι ορειβάτες σκαρφαλώνουν χωρίς οξυγόνο και ακόμη πιο λίγοι μόνοι, χωρίς υποστήριξη.
Στο πέρασμα του χρόνου, υπήρξαν άνθρωποι που με τα κατορθώματά τους άνοιξαν νέους ορίζοντες και ενέπνευσαν γενιές ανθρώπων.
Η πρώτη μοναχική ανάβαση στην κορυφή του κόσμου χωρίς καμία υποστήριξη και χωρίς τη χρήση συμπληρωματικού οξυγόνου, κατατάσσει αδιαμφισβήτητα τον Reinhold Messner σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων.