Ανάβαση στη δρακόλιμνη του Σμόλικα
Όρος Σμόλικας. Ο Γέρος. Ο γίγαντας της Πίνδου. Το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. Απ’ όποια γωνιά κι αν αντικρίσεις αυτό το βουνό, σ’ οποίο μονοπάτι του κι αν περπατήσεις, το πρώτο συναίσθημα που θα πλημμυρίσει την ψυχή σου είναι το δέος.
Δέος για την απεραντοσύνη αυτού του βουνού. Δέος για τα υπέροχα έργα που έχει πλάσει εκεί η φύση. Δέος για το τεράστιο μέγεθος του φυσικού κόσμου που σε περιβάλλει.
Έντονο το ορεινό ανάγλυφο, πλούσια η βλάστηση και άφθονα τα νερά. Ένας τόπος απερίγραπτης άγριας φυσικής ομορφιάς που εκπέμπει μια ισχυρή και σταθερή αίσθηση στιβαρότητας αλλά ταυτόχρονα φαντάζει τόσο οικεία και προσιτή.
«Μας φτάνουν τα δύο μάτια μας,
τα δύο χέρια μας και η καρδία μας
για να γευτούμε αυτόν τον τόπο…».
Κωστής Παλαμάς
Ο Σμόλικας καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων και το δυτικό του νομού Γρεβενών. Εκτείνεται προς τα δυτικά και τα βορειοδυτικά σε δύο ανεξάρτητους κλάδους.
Ανατολικά χωρίζεται από το Βόιο με το Ζουζουλιώτικο ρέμα και από την Βασιλίτσα με το ρέμα Ρωμιός και τις συνέχειές του, τα ρέματα Γιότσας και Κουκουμανέρι.
Βόρεια χωρίζεται από τον Γράμμο με τον Σαραντάπορο, νότια χωρίζεται από την Τύμφη με τον Αώο ποταμό και δυτικά φτάνει μέχρι την Κόνιτσα.
Ο Βουρκοπόταμος (Κερασοβίτικο ρέμα), παραπόταμος του Σαραντάπορου, διαχωρίζει τον Σμόλικα σε δύο κλάδους, τον βόρειο και το νότιο.
Ο βόρειος κλάδος έχει τις κορυφές Ταμπούρι (1.876 μ.), Γύφτισσα (1.750 μ.), Προφήτης Ηλίας (1.716 μ.), Χελώνα (1.700 μ.), κ.α.
Ο νότιος κλάδος φιλοξενεί την ψηλότερη κορυφή του συγκροτήματος, τον Γέρο (2.631 μ.), καθώς και τις κορυφές Μόσια (2.600 μ. & 2.554 μ.), Μπογδάνι (2.236 μ.), Μισοράχη (2.217 μ.), Καπετάν Τσεκούρας (2.216 μ.), Τσούμα Κάλιορο ή Αλογότοπος (2.213 μ.), Αυχένας (2.106 μ.), Σμίλιανα (2.014 μ.), Πέτρα Γκαγκαράντζα (2.009 μ.), Τσούμα (1.876 μ.), Κλέφτης ή Σπαρτσάνα (1.847 μ.), Τζιμτούρα ή Τριγωνικό (1.829 μ.) και άλλες χαμηλότερες.
Ο κύριος όγκος του Σμόλικα -όπως και της Βασιλίτσας- σχηματίζεται από οφιόλιθους που είναι αδιάβροχα πετρώματα και σε συνδυασμό με τις άφθονες βροχοπτώσεις τον έχουν προικίσει με μια ασυνήθιστη αφθονία επιφανειακών νερών.
Αλπικές λίμνες με πιο ξακουστή τη Δρακόλιμνη, δυτικά στη ράχη της ψηλότερης κορυφής και άλλες μικρότερες και παροδικές, όπως αυτή της Μόσιας, ανατολικά και κάτω από την ομώνυμη κορυφή και του Βαθύλακκου στο ξεκίνημα της χαράδρας, τρεμίζουν τα παγωμένα νερά τους σε υψόμετρο που ξεπερνάει τα 2.000 μέτρα.
Άφθονες ρεματιές αυλακώνουν τον άμορφο όγκο και ενισχύουν με τα νερά τους τον Αώο και τον Σαραντάπορο.
Οι ψηλότερες κορυφές του Σμόλικα σχηματίζουν ένα πέταλο γύρω από τον απόκρημνο Βαθύλακκο που οδηγεί τα νερά του αφού τα σμίξει και με τα νερά μερικών ακόμα ρεμάτων, προς το ολόδροσο χωριό της Αγίας Παρασκευής (Κεράσοβο) στα βόρεια.
Στην ανατολική όψη του βουνού, ένα παρακλάδι του πέταλου των κορυφών αγκαλιάζει την κακοτράχαλη χαράδρα «Βάλια Κίρνα» (στα βλάχικα σημαίνει καταραμένη κοιλάδα) που κρύβει στο βάθος της έναν εντυπωσιακό καταρράκτη.
Στα ανατολικά του κυρίως όγκου ξεκόβεται μια χαμηλότερου υψόμετρου ράχη που κορυφώνεται στην Κίρκουρη και δημιουργεί την ομαλή κοιλάδα της Σαμαρίνας.
Στην περιφέρεια του οικισμού της Σαμαρίνας αλλά και μέσα στο ίδιο το χωριό, ένας εντυπωσιακός αριθμός πηγών καθιστούν χαρισματική την τοποθεσία του.
Από τον Σμόλικα πηγάζουν οι παραπόταμοι του Αλιάκμονα, Βενέτικος και Γρεβενιώτικος.
Ο Σμόλικας καλύπτεται από πλούσια βλάστηση που περιλαμβάνει διάφορα είδη φυλλοβόλων, κυρίως βελανιδιές (στα χαμηλότερα υψόμετρα), εκτεταμένα δάση από μαυρόπευκα (κυρίως), οξιές και μακεδονικές ελάτες (στα μεσαία υψόμετρα).
Στα μεγάλα υψόμετρα συναντάμε τα επιβλητικά ρόμπολα, ενώ στην αλπική ζώνη θα συναντήσουμε εκτεταμένες χορτολιβαδικές εκτάσεις, στις οποίες φιλοξενούνται σπάνια είδη χλωρίδας.
Ο Σμόλικας φιλοξενεί έναν από τους τελευταίους αξιόλογους πληθυσμούς αγριόγιδων της χώρας, ενώ στις πλαγιές του ζουν αρκούδες, λύκοι, αγριογούρουνα και ζαρκάδια.
Σημαντική είναι και η ποικιλία των πουλιών, με αρκετούς εκπροσώπους στα είδη του δάσους, όπως δρυοκολάπτες, παπαδίτσες, δασόβια αρπακτικά.
Στα δροσερά και καθάρια νερά των ορεινών ρεμάτων κολυμπάνε ακόμα οι πέστροφες και κυνηγάνε οι βρίδες, ενώ στις αλπικές λίμνες του θα βρούμε τους εξωτικούς τρίτωνες.
Στις πλαγιές του Σμόλικα είναι χτισμένα μερικά από τα ορεινότερα και ομορφότερα χωριά της Ελλάδας.
Τα χωριά που βρίσκονται στις ανατολικές πλαγιές του βουνού έχουν πρόσβαση από τα Γρεβενά.
Ορισμένα από αυτά (από ανατολικά προς δυτικά) είναι: Αλατόπετρα, Αετιά, Πρόσβορο, Δοτσικό, Φιλιππαίοι και η χιλιοτραγουδισμένη Σαμαρίνα.
Τα χωριά που βρίσκονται στις βόρειες πλαγιές έχουν κυρίως πρόσβαση μέσω της Ε.Ο. Κοζάνης-Ιωαννίνων στο ύψος του Επταχωρίου.
Ορισμένα από αυτά (από βορρά προς νότο) είναι: Ζούζουλη, Φούρκα, Καστανιά, Αγ. Παρασκευή (Κεράσοβο), Πουρνιά, Μόλιστα.
Τα χωριά που βρίσκονται στις δυτικές και νότιες πλαγιές του, κυρίως έχουν πρόσβαση μέσω Κόνιτσας.
Ορισμένα από αυτά (από δυτική προς ανατολική κατεύθυνση) είναι: Πεκλάρι, Ελεύθερο, Παλιοσέλι, Πάδες, Άρματα, Δίστρατο.
Οι δημοφιλέστερες αναβάσεις στην κορυφή του Σμόλικα γίνονται από το Παλιοσέλι και τους Πάδες στα νότια, από την Σαμαρίνα στα ανατολικά και από την Αγία Παρασκευή στα βόρεια.
Από πολύ νωρίς ο Σμόλικας είχε στοιχειώσει τα ορειβατικά μου όνειρα. Πόσες φορές δεν ονειρεύτηκα να περπατώ στα μονοπάτια του με οδηγό την φαντασία μου. Να παρατηρώ, ν’ ακούω, να μυρίζω, ν’ αγγίζω.
«Όταν θέλεις πάρα πολύ κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το καταφέρεις», γράφει ο Paulo Coelho στον Αλχημιστή του.
Η πρώτη συμπαντική συνωμοσία έγινε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στις βόρειες πλαγιές του βουνού και συγκεκριμένα στο γραφικό μαστοροχώρι της Αγίας Παρασκευής.
Ήταν αρχές της Άνοιξης, αλλά ο χειμώνας εκεί καλά κρατούσε ακόμη. Η ανάβαση στη δεύτερη ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας στέφτηκε με επιτυχία, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας, με αποκορύφωμα τη σφοδρή χιονοθύελλα και τις συνθήκες white-out που επικρατούσαν μετά τα 2.000 μέτρα υψόμετρο.
Παρά την ικανοποίηση για την επίτευξη του στόχου της κορυφής, η πρώτη επαφή με τον γίγαντα της Πίνδου δεν ήταν όπως ακριβώς την ονειρευόμουνα.
Κι αυτό γιατί, το βουνό έκρυψε επιμελώς την μεγαλειώδη αλπική ομορφιά του από τα αδηφάγα μάτια μου.
Οι συγκυρίες τα έφεραν έτσι ώστε χρειάστηκε να περάσουν 10 και πλέον χρόνια για να ξαναβρεθώ στις πλαγιές του. Αυτή τη φορά, μάλιστα, με πολύ άγριες διαθέσεις.
Ήταν αρχές καλοκαιριού, αλλά ο καιρός στη Δυτική Ελλάδα (ως συνήθως) δεν έλεγε να στρώσει.
Παρά τις δυσμενείς προγνώσεις, ταξιδέψαμε μέχρι το ιστορικό βλαχοχώρι της Σαμαρίνας, ευελπιστώντας ότι ο «θεός της ορειβασίας» θα μας λυπηθεί.
Στόχος μας, η πραγματοποίηση μιας μεγαλειώδους διάσχισης, από τις ωραιότερες στα ελληνικά βουνά, με αφετηρία τη Σαμαρίνα και τερματισμό την Αγία Παρασκευή, που θα περιλάμβανε ανάβαση στον Γέρο και πέρασμα από την ξακουστή δρακόλιμνη.
Τρομάρα μας. Το ξημέρωμα μάς βρήκε κουκουλωμένους μέσα στους υπνόσακους, κάτω από το υπόστεγο της εκκλησίας της Παναγίας της Μικρής, να μετράμε τις αστραπές και τις βροντές που αντηχούσαν ολόγυρά μας.
Κάποια στιγμή η βροχή σταμάτησε, όμως ο καιρός ήταν ακόμη βαρύς, ενώ και το βουνό εξακολουθούσε να είναι κλειστό.
Δυστυχώς, το όνειρο της διάσχισης έμεινε απραγματοποίητο. Με την ουρά στα σκέλια, φύγαμε οδικώς για την Αγία Παρασκευή, προκειμένου να πάρουμε το δεύτερο όχημα που είχαμε αφήσει εκεί την προηγούμενη μέρα και να κινήσουμε για τον μακρύ δρόμο της επιστροφής.
Μέχρι να φτάσουμε ο καιρός έχει βελτιωθεί δραματικά. Το σύννεφο έσπασε και ένας δειλός ήλιος άρχισε να ζεσταίνει τις ορειβατικές μας ελπίδες.
Πώς συνωμότησε πάλι το σύμπαν, ε; Βρισκόμαστε απέναντι από το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής στα τελευταία σπίτια του χωριού, σε υψόμετρο 1.000 μέτρων.
Μια μεγάλη πινακίδα σηματοδοτεί την αφετηρία του μονοπατιού για την δρακόλιμνη και την κορυφή του Σμόλικα.
Η Αγία Παρασκευή ή Κεράσοβο είναι ορεινό κεφαλοχώρι του Δήμου Κόνιτσας, του Νομού Ιωαννίνων.
Είναι χτισμένο στη χαράδρα του Βουρκοπόταμου, παραπόταμου του Σαρανταπόρου, στις βορειοδυτικές πλαγιές τουΣμόλικα, σε υψόμετρο 970 μέτρων.
Απέχει από την Κόνιτσα 27 χιλιόμετρα και είναι το πιο ζωντανό χωριό στην περιοχή. Είναι ένα αυθεντικό μαστοροχώρι, με πλούσια πολιτιστική παράδοση την οποία οι Σύλλογοι του χωριού αναβιώνουν με τις εκδηλώσεις που διοργανώνουν όλο το χρόνο και κυρίως το καλοκαίρι με τον τίτλο «ΚΕΡΑΣΟΒΙΤΙΚΑ».
Η κεντρική εκκλησία του οικισμού είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι κτίσμα των αρχών του 19ου αιώνα.
Παρά τη βελτίωση των καιρικών συνθηκών, δεν έτρεφα αυταπάτες. Καθώς έκανα τα πρώτα βήματα στο μονοπάτι, ήμουν πεπεισμένος ότι για μια ακόμη φορά ο Σμόλικας δεν θα ήταν ιδιαίτερα φιλόξενος.
Στα πρώτα μέτρα της διαδρομής περπατάμε σε πλακόστρωτο καλντερίμι και πολύ γρήγορα μπαίνουμε σε καλογραμμένο χωμάτινο μονοπάτι με εξαιρετική σήμανση (κόκκινος ρόμβος σε λευκό φόντο). Πρόκειται για τη σήμανση του εθνικού μονοπατιού Ο3.
Το μονοπάτι Ο3 συνδέει τα Ιωάννινα με τον Γράμμο. Ξεκινάει από τη βόρεια πλευρά της λίμνης των Ιωαννίνων και αφού διασχίσει το βουνό Μιτσικέλι, περνάει από τα Ζαγοροχώρια Κήποι, Βίτσα, Μονοδέντρι, διασχίζει το φαράγγι του Βίκου, ανεβαίνει στο Πάπιγκο, διασχίζει το βουνό Τύμφη, περνάει από τα χωριά Βρυσοχώρι και Πάδες, διασχίζει το Σμόλικα και από το χωριό Αγία Παρασκευή περνάει το Σαραντάπορο και καταλήγει στον Γράμμο όπου ανταμώνει το Ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε6.
Ανηφορίζουμε με κατεύθυνση νότια, διασχίζοντας μεγαλοπρεπή δάση μαύρης πεύκης. Μετά από μισή ώρα, στα 1.200 μέτρα υψόμετρο, βγαίνουμε σε ένα υπέροχο ξέφωτο (1,6 χλμ. πορείας).
Ο καιρός κρατάει ακόμη, αλλά η χαμηλή νέφωση που διακρίνεται στο βάθος δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας.
Περπατάμε έχοντας στ’ αριστερά μας την κοίτη του ρέματος Κούτσουρα. Στα 1.470 μέτρα υψόμετρο και μετά από 1:15 ώρες πορείας (3,4 χλμ. πορείας) συναντάμε όμορφη πετρόχτιστη πηγή, στη θέση Μικρό Λιθάρι.
Ένα χαρακτηριστικό σημείο της διαδρομής μας είναι το τραβερσάρισμα μήκους 1 χιλιομέτρου, από τα 1.750 έως τα 1.850 μέτρα υψόμετρο, οπότε και το μονοπάτι στρίβει αριστερά ανηφορίζοντας σε μικρή ράχη στη θέση Κούτσουρο.
Σταδιακά βγαίνουμε στο αλπικό τμήμα του βουνού. Ο καιρός έχει κλείσει για τα καλά. Η βροχή αρχίζει να δυναμώνει και η ορατότητα περιορίζεται.
Περνάμε ένα μικρό ρέμα και λίγο παραπέρα συναντάμε τη δεύτερη πηγή (στα 2.020 μέτρα υψόμετρο), δίπλα σε πετρόχτιστο κονάκι των τσοπάνηδων της περιοχής, το οποίο θα αποδειχθεί σωτήριο στην επιστροφή. Η δρακόλιμνη είναι κρυμμένη πίσω από τον αυχένα που διακρίνεται στο βάθος.
Μετά από 20 λεπτά πορείας στο εμφανές μονοπάτι, αποκαλύπτεται ξαφνικά μπροστά μας η ξακουστή δρακόλιμνη του Σμόλικα, στα 2.160 μέτρα υψόμετρο, μετά από 8,5 χιλιόμετρα και 3:30 ώρες πορείας.
Ήταν η πρώτη φορά που την αντίκρισα (όσο μπόρεσα τουλάχιστον) και η συγκίνηση ήταν μεγάλη.
Την προηγούμενη φορά που βρέθηκα εκεί, τα πάντα ήταν καλυμμένα με χιόνι και η λίμνη παγωμένη.
Οι δρακόλιμνες της Βόρειας Πίνδου είναι ορεινές υποαλπικές λίμνες. Το όνομά τους θυμίζει παραμύθι και η ύπαρξή τους ένα πολύτιμο διαμάντι της φύσης.
Για τον τρόπο δημιουργίας τους υπάρχουν πολλές θεωρίες. Άλλοι λένε ότι είναι κρατήρες ηφαιστείων, άλλοι καρστικά βυθίσματα, το πιθανότερο όμως είναι ότι αποτελούν κατάλοιπα των παγετώνων και σχηματίστηκαν πριν 15 χιλιάδες χρόνια.
Η Δρακόλιμνη του Σμόλικα ή Λύγκα ή Ντιβιρλίγκα στα βλάχικα, βρίσκεται σε υψόμετρο 2.160 μέτρων, κάτω από τον κώνο που σχηματίζει η κορυφή του Σμόλικα. Έχει έκταση 3-4 στρέμματα, περίμετρο γύρω στα 380 ανθρώπινα βήματα, αλλά και μεγάλο βάθος.
Αυτό που την χαρακτηρίζει και την καθιστά ξεχωριστή είναι το μοναδικό της σχήμα, αυτό της καρδιάς και το έντονο γαλάζιο χρώμα. Ο πυθμένας στις παρυφές της είναι ερυθρωπός. Στα νερά της κολυμπούν αλπικοί τρίτωνες, μικρές αμφίβιες σαύρες.
Πανέμορφη με βιόλες, ορχιδέες, αγριομενεξέδες, σαξιφραγκιές και κρίνους στις παραλίμνιες περιοχές, αποτελεί ένα ειδυλλιακό μέρος για κατασκήνωση.
Ωραία και ρομαντικά όλα αυτά, αλλά η δική μου πραγματικότητα εκείνη την ώρα παρέπεμπε σε κόλαση.
Η ισχυρή βροχόπτωση, συνοδεία θυελλωδών ανέμων, δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες. Έπρεπε να κατέβουμε σε χαμηλότερα υψόμετρα όσο το δυνατόν συντομότερα.
Το μόνο που πρόλαβα ήταν να τραβήξω δυο βιαστικές, αναμνηστικές φωτογραφίες της λίμνης (κι αυτές με δυσκολία) πριν πάρω τον μακρύ δρόμο του γυρισμού.
Για μια ακόμη φορά, η γεύση που πήρα από το αλπικό μεγαλείο του Σμόλικα ήταν απειροελάχιστη.
Βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο, λουφάξαμε στο κονάκι των τσοπάνηδων μέχρι να περάσει το κακό και στη συνέχεια κατηφορίσαμε από τα ίδια μέχρι το σημείο της αφετηρίας μας.
Τελικά, δε μας τα λέει καλά ο Coelho.