Χειμερινή ανάβαση στο Σπανακάκι του Ταΰγετου
Κι εκεί που λες ότι τα έχεις δει όλα, έρχεται εκείνη η χειμερινή ανάβαση στο Σπανακάκι να σε ισοπεδώσει.
Έχω πραγματοποιήσει εκατοντάδες αναβάσεις στα βουνά της πατρίδας μας, πολλές από αυτές χειμερινές.
Τα μάτια μου είχαν (και έχουν ακόμη) την τύχη να αντικρίσουν εικόνες συγκλονιστικές που έμειναν βαθιά κλειδωμένες στο χρονοντούλαπο της μνήμης μου.
Πολλές από αυτές τις εικόνες προσπάθησα να τις φυλακίσω σ’ ένα φιλμ ή στην κάρτα μνήμης της φωτογραφικής μου μηχανής.
Και λέω προσπάθησα γιατί υπήρξαν φορές που κάτι τέτοιο στάθηκε αδύνατο. Πώς είναι δυνατό να φυλακίσεις την στιγμή, να κρατήσεις για πάντα ένα χρώμα, μια ανάμνηση, ένα άρωμα και να τα διατηρήσεις ακέραια, όπως την πρώτη φορά που το αντίκρισες;
Την πρώτη εκείνη φορά που ένιωσες ότι σταμάτησαν τα δευτερόλεπτα και έμεινες ακίνητος να παρατηρείς, να περπατάς, να απορείς και να θαυμάζεις;
Ναι, κάποιες φορές η εικόνα έχει τη δύναμη να καταγράφει στιγμές, να αναδεικνύει τις λεπτομέρειες, να αποτυπώνει συναισθήματα.
Κάποιες φορές οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους και μας λένε πάνω από χίλιες λέξεις. Για την ακρίβεια, δεν μιλούν απλά, φωνάζουν.
Κάποιες φορές τα συναισθήματα ξεπηδούν σα λάβα μέσα από αυτές. Κι ας είναι η φωτιά τους να σε κάψει.
Μια τέτοια φορά ήταν εκείνη η αλησμόνητη χειμερινή ανάβαση στο Σπανακάκι, την πρώτη από τις πέντε κορυφές του Πενταδάκτυλου.
Κι όταν λέμε Πενταδάκτυλο, μιλάμε φυσικά για την εμβληματική κορυφογραμμή του Ταΰγετου, η διάσχιση της οποίας αποτελεί το ιερό δισκοπότηρο της ελληνικής ορειβασίας.
Έχω πολλάκις γράψει στο παρελθόν ότι είμαι θιασώτης των χειμερινών αναβάσεων και βαριέμαι να εξηγήσω γιατί.
Άλλωστε, αν δεν μπορείς να το καταλάβεις, καλύτερα μη συνεχίσεις να διαβάσεις παρακάτω. Μένεις μεταξεταστέος.
Το χιονισμένο βουνό είναι ένας άλλος κόσμος, μυστικιστικός, μέσα στον ζοφερό κόσμο μας, μια άλλη πιθανότητα, μια άλλη εκδοχή ενός κόσμου και μιας ζωής που δεν τολμάμε ούτε να ονειρευτούμε.
Αυτός ο κόσμος του χιονισμένου βουνού είναι φτιαγμένος με υλικά απρόβλεπτα και άφθαρτα, αλλά ταυτόχρονα τόσο οικεία.
Ίσως γιατί το χιονισμένο βουνό αποτελεί στοιχείο της ύπαρξής μας και η επανασύνδεσή μας μ’ αυτό μας κάνει να νιώθουμε ένα με την καλύτερη εκδοχή της φύση μας.
Όμως τίποτα δεν μπορείς να το καταλάβεις, να το νιώσεις όπως πραγματικά είναι, αν δεν το βιώσεις, αν δεν γίνεις εσύ το υποκείμενο.
Εξ αποστάσεως, εξ ωσμώσεως, με βιβλία και φαντασίες, δεν ζεις κάτι, παριστάνεις ότι το ζεις, υποθέτεις πώς θα είναι αν το ζούσες.
Κι αν η μοίρα το φέρει και βρεθείς σ’ ένα χιονισμένο βουνό μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα… ε, τότε δεν έχεις καμία δικαιολογία να μην αρπάξεις την ευκαιρία.
Η Αναβρυτή Λακωνίας
Η ενσάρκωση των απόλυτων ορειβατικών μου ονείρων ξεκίνησε από τις ανατολικές πλαγιές του Ταΰγετου και συγκεκριμένα από τον γραφικό οικισμό της Αναβρυτής.
Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο 800 μέτρων και απέχει 14 χιλιόμετρα από τη Σπάρτη, την πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας.
Το όνομα του χωριού προέρχεται από την λέξη «αναβρύω» που σημαίνει αναβλύζω. Κατά την αρχαιότητα, κοντά στην Αναβρυτή υπήρχε ιερό της θεάς Δήμητρας.
Στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, το χωριό γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη λόγω της βυρσοδεψίας, υφαντουργίας, οικοτεχνίας και κηροπλαστικής.
Τα παλιά πέτρινα σπίτια, τα οποία σήμερα ανακατασκευάζονται, είχαν ενσωματωμένες μικρές βιοτεχνίες.
Οι γυναίκες του χωριού έφτιαχναν υφαντά στους αργαλειούς, πάνινες παντόφλες, μάλλινα χαλιά κ.α.
Στο χωριό, αναπτύχθηκε αρκετά και η κατασκευή «τσαντίλων», δηλαδή η επεξεργασία των νημάτων και η κατασκευή πανιών για τα λιοτριβία.
Η επεξεργασία λάμβανε χώρα σε μία μεγάλη σπηλιά, όπου κρεμούσαν το μαλλί που έπαιρναν από τα ζώα για να το προστατέψουν από τις καιρικές συνθήκες.
Δίπλα από την σπηλιά σώζεται το μικρό εκκλησάκι της Υπαπαντής, το οποίο είχαν φτιάξει οι ντόπιοι για να τους προστατεύει.
Η Αναβρυτή είχε έντονη πνευματική και εμπορική ζωή έως το 1940 όπου και ξέσπασε ο πόλεμος. Τότε, σταδιακά, οι βιοτέχνες άρχισαν να μεταφέρονται στην Σπάρτη.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως το 1830, ενώ η Σπάρτη είχε 1500 κατοίκους, η Αναβρυτή είχε 3500 κατοίκους.
Ο οικισμός χρόνο με το χρόνο έχει όλο και λιγότερους κατοίκους, οι πιο πολλοί από τους οποίους μένουν στο χωριό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες στις εξοχικές κατοικίες τους.
Από το χωριό υπήρξε μεταναστευτικό ρεύμα προς τις χώρες του εξωτερικού. Μάλιστα, Ο Σύλλογος Βρυσεών Αναβρυτής Νέας Υόρκης, ο οποίος υφίσταται μέχρι σήμερα, ιδρύθηκε το 1901 και αποτέλεσε τον πρώτο ελληνικό σύλλογο στην αμερικανική ήπειρο.
Στην Αναβρυτή ο επισκέπτης μπορεί να συναντήσει τον Ναό του Αγίου Νικολάου – την ενοριακή εκκλησία του χωριού με το ψηλό καμπαναριό. Στο εσωτερικό ξεχωρίζει το τέμπλο και οι παλιές τοιχογραφίες.
Γύρω από το χωριό υπάρχουν, επίσης, πολλές Βυζαντινές και Μεταβυζαντινές εκκλησίες, ενώ το σχολείο στεγάζει το Βοτανικό και Γεωλογικό Μουσείο με πλήθος φυτών και πετρωμάτων του Ταϋγέτου.
Το Αρσενικό Βουνό
Βαθιά δωρικός και αισθαντικός, ο Ταΰγετος δεν είναι ένα βουνό σαν όλα τ’ άλλα. Είναι ιδιαίτερος γιατί είναι αλλιώτικος κάθε στιγμή της μέρας, κάθε εποχή του χρόνου και ιδιαίτερα τον χειμώνα.
Είναι ιδιαίτερος και μοναδικός γιατί μάθαμε να τον θωρούμε με τα μάτια της ψυχής και να καθρεφτίζονται πάνω στις ορθοπλαγιές του όλα μας τα συναισθήματα, οι σκέψεις κι οι προσδοκίες.
Ο Ταΰγετος είναι ένα γλυπτό της Φύσης. Και όπως όλα τα γλυπτά για να τα εκτιμήσεις δεν αρκεί να τα παρατηρείς από μακριά. Είναι απαραίτητη και η αίσθηση της αφής.
Έτσι και για τον Ταΰγετο, για να νιώσεις την ιδιαιτερότητά του πρέπει να τον ακουμπήσεις σώμα με σώμα, πρέπει να τον περπατήσεις, πρέπει να ποτίσεις με τον ιδρώτα σου τις κακοτράχαλες πλαγιές του.
Είμαι απόλυτα σίγουρος ότι όποιες λέξεις κι αν χρησιμοποιήσω, όσο περίτεχνες ή πομπώδεις κι αν είναι, σε καμία περίπτωση δεν θα καταφέρω να σας μεταφέρω την ανυπέρβλητη ομορφιά και την ενέργεια που εκπέμπει αυτός ο τόπος. Γι’ αυτό λοιπόν τέρμα τα λόγια. Σειρά έχουν οι εικόνες.
Η ανάβαση
Η πορεία μας ξεκινάει από τον προαύλιο χώρο του σχολείου της Αναβρυτής, που για μια βραδιά μεταμορφώθηκε στη μικρή μας κατασκήνωση βάσης.
Ακολουθώντας τα σημάδια του ευρωπαϊκού μονοπατιού «Ε4», περνάμε από την πηγή «Πλατανίτσα», το μικρό ξύλινο γεφυράκι και αφού τραβερσάρουμε από δεξιά το λόφο του Αγ. Ελισσαίου, βγαίνουμε σε δευτερεύοντα δασικό δρόμο.
Στο σημείο όπου συναντιέται με κύριο χωματόδρομο (που οδηγεί στην Αναβρυτή), εγκαταλείπουμε το «Ε4» και ακολουθούμε τη σήμανση που οδηγεί στη θέση «Λιβάδι», τον «Τσάρκο» και την κορυφή Σπανακάκι.
Μετά από 2 ώρες (και κάτι) πορείας βρισκόμαστε στη θέση «Λιβάδι» στα 1.370 μέτρα υψόμετρο, που όπως μαρτυρά και η ονομασία της, πρόκειται για ένα μικρό οροπέδιο που περιτριγυρίζεται από πυκνή βλάστηση.
Από εκεί το μονοπάτι ανηφορίζει με κατεύθυνση Ν και μετά από 10’ φτάνουμε σε διασταύρωση με ξύλινη ταμπέλα.
Στ’ αριστερά ανηφορίζει το μονοπάτι που πηγαίνει στο Σπανακάκι, αλλά βγαίνει στην κορυφογραμμή του Πενταδάκτυλου στη θέση «Πόρτες» μετά το Σπανακάκι.
Η ταμπέλα μάς ενημερώνει ότι το μονοπάτι που φεύγει δεξιά οδηγεί μετά από 50’ στη θέση «Τσάρκος», που είναι και ο προορισμός μας. Μια μικρή στάση για ανασυγκρότηση και ξεκινάμε την ανάβαση για εκεί.
Μετά από 1 ώρα βγαίνουμε στον «Τσάρκο» στα 1.730 μ. υψόμετρο. Η ετυμολογία της λέξης μαρτυρά έναν περιφραγμένο τόπο ή μια καλύβα που οι βοσκοί βάζουν τα νεογέννητα αμνοερίφια, όταν οι μανάδες τους πάνε για βοσκή.
Εμείς συναντήσαμε ένα μισογκρεμισμένο (από το βάρος του χιονιού) πέτρινο κτίσμα, απομεινάρι ενός παλιού βοτανικού σταθμού, το οποίο είναι θαμμένο κυριολεκτικά στο χιόνι.
Περνάμε το κτίσμα και συνεχίζουμε για λίγο την ανηφόρα, ώσπου βγαίνουμε στην κορυφογραμμή, στα 1.760 μέτρα υψόμετρο.
Μια γρήγορη ματιά στην επιβλητική νότια όψη της Νεραϊδοβούνας και στο υπόλοιπο σύμπλεγμα των κορυφών του Κεντρικού και Βόρειου Ταΰγετου και πιάνουμε την παγωμένη ράχη, η οποία μετά από 2 ώρες μας βγάζει στο Σπανακάκι.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι, όπως σε όλες τις χειμερινές αναβάσεις, έτσι και σ’ αυτήν, ο εξοπλισμός μας είναι αμιγώς χειμερινός και ειδικά η κατοχή και γνώση χειρισμού των κραμπόν και του πιολέ κρίνονται υποχρεωτικά.
Το Σπανακάκι έχει υψόμετρο 2.024 μέτρα και είναι η πρώτη από τις 5 κύριες κορυφές του Πενταδάκτυλου.
Από εδώ έχουμε την ευκαιρία ν’ ατενίσουμε το πλήρες ανάπτυγμα της κορυφογραμμής, ενώ δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η απομονωμένη κορυφή του Χαλασμένου (2.204 μ.) λίγο πιο δυτικά.
Οι εικόνες μαρτυρούν, νομίζω, το μεγαλείο του βουνού και δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι άλλο.
Θεωρώ ότι είναι αδύνατο να βγεις αλώβητος από μια τέτοια ορειβατική εμπειρία. Η ζωή σου είναι πλέον διαφορετική. Τη βλέπεις αλλιώς.
Τη βλέπεις όπως δεν μπόρεσες να τη δεις ούτε στα πιο παράτολμα όνειρά σου. Και μ’ αρέσει.