Η πρώτη χειμερινή ανάβαση της βόρειας ορθοπλαγιάς του Eiger τον Μάρτιο του 1961

Το χρονικό ενός αναρριχητικού άθλου, με την ευκαιρία της επισκέψεως ως προσκεκλημένου του Ε.Ο.Σ. του αρχηγού της ομάδας κ. Toni Hiebeler και των διαλέξεών του με προβολές, τον Δεκέμβριο του 1961.

Από το αρχείο του Γιώργου Πρίντεζη

Η αυτοβιογραφία του Toni Hiebeler

Γεννήθηκα το 1930, στο μικρό χωριό Σβάρτσαχ, της περιοχής Φόραλμπεργκ της Αυστρίας και πέρασα τα παιδικά μου χρόνια και έως το 1953, στο Μπλουντέντς, στη μέση των βουνών Ραίτικον, πάνω στα οποία έζησα τις πρώτες ορειβατικές μου περιπέτειες.

Στο οκτατάξιο δημοτικό σχολείο δεν κατάφερα και μεγάλα πράγματα, γιατί οι σκέψεις μου ήταν σχεδόν αποκλειστικώς συνδεδεμένες με τον κόσμο των βουνών και τα μυστικά του.

Στα εννιά μου χρόνια προσπάθησα να τον εξερευνήσω για πρώτη φορά και σε ηλικία 12 χρονών στάθηκα ολομόναχος στην κορυφή Zimba, αυτήν που ονομάζουν το «Matterhorn του Φόραλμπεργκ».

Έως τα 17 μου χρόνια πραγματοποίησα τις περισσότερες αναρριχητικές διαδρομές μέχρι και 4ου βαθμού, μόνος.

Σε ηλικία 18 ετών, έμαθα και τον 6ο βαθμό και έκανα δύο δύσκολες «πρώτες» αναρριχήσεις (βόρεια ορθοπλαγιά του Grosser Drusentum, 6ος βαθμός και την «κατ’ ευθείαν» της νότιας ορθοπλαγιάς της Rote Wand, 5ος βαθμός).

Από το 19ο έτος μου είχα αρχίσει να γνωρίζω συστηματικά τις Άλπεις, αρχίζοντας από το Gesause, στην αυστριακή περιοχή της Στυρίας, έως κάτω στις Μεσογειακές Άλπεις.

Στις περισσότερες μάλιστα ομαδικές αναρριχήσεις κατάφερα τις πιο δύσκολες διαδρομές (Dachl-Rosskuppen-Verschneidung, την βόρεια ορθοπλαγιά των Τριών Κορυφών, την βόρεια ορθοπλαγιά της Piz Badile και των Grandes Jorasses κ.α.).

Επαγγελματικώς εργάσθηκα ως υφαντουργός έως το 1953, οπότε παντρεύτηκα και μετώκησα στη Στουτγκάρδη και μπήκα στο εκδοτικό επάγγελμα, για πάντα με τραβούσε η φιλολογία.

Το 1957 δημοσιεύτηκε το πρώτο μου βιβλίο: «Το Βουνό των περιπετειών», όταν ανέλαβα και αρχισυντάκτης των δύο περιοδικών «Der Winter» και «Der Bergsteiger». Έτσι μπόρεσα να εκδώσω κάμποσους οδηγούς και διδακτικά βιβλία κατά τα επόμενα έτη.

Από το 1960 εργάζομαι ως ελεύθερος δημοσιογράφος, συνάμα όμως καταβάλλω κάθε προσπάθεια να μην παραμελώ την Ορειβασία. Στο ορειβατικό μου μητρώο μού καταλογίζονται είκοσι περίπου «πρώτες» αναρριχήσεις.

O Anton (“Toni”) Wolfgang Hiebeler (5 Μαρτίου 1930 – 2 Νοεμβρίου 1984)
Περίληψη Ομιλίας

Στην πρώτη φωτογραφία βλέπουμε την πλαγιά του Eiger, που βρίσκεται στην περιοχή Oberland της Βέρνης, στην Κεντρική Ελβετία.

Η υψηλή απότομη ορθοπλαγιά, υψομετρικής διαφοράς 1.800 μ., είναι πραγματικά δύσκολη και έως σήμερα 18 άνθρωποι έχασαν επάνω σ’ αυτήν την ζωή τους.

Δεν είναι μόνο καθαρώς ορειβατικές οι δυσκολίες: ο κλιματικός προσανατολισμός και οι υποκειμενικοί κίνδυνοι της ορθοπλαγιάς δυσχεραίνουν και αυτοί την ανάβασή της.

Στις επόμενες φωτογραφίες ο ομιλητής υπενθυμίζει πώς κατεκτήθη αυτή η πλαγιά, για πρώτη φορά το 1938, από την Γερμανοαυστριακή συντροφιά των Heckmair-Vorg-Kasparek-Harrer.

Στη συνέχια εξιστορεί πώς, μετά τον θάνατο επάνω σ’ αυτήν του φίλου και σχοινοσυντρόφου του Uli Wyss, απέκτησε ο ίδιος ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την βόρεια ορθοπλαγιά του Eiger.

Το καλοκαίρι του 1959, μαζί με τον Lothar Brandler, γνώρισε τις δυσκολίες της ορθοπλαγιάς του Eiger, σε μία αποτυχούσα προσπάθειά του να επιτύχη την ανάβασή της.

Αρχή του πάντα είναι, πως «δεν είναι δύσκολο να γίνεις γνωστός ορειβάτης, δύσκολο όμως είναι να γεράσεις ως ορειβάτης», γι’ αυτό, όταν ο καιρός χάλασε, σύστησε στον σχοινοσύντροφό του να επιστρέψουν.

Τότε του γεννήθηκε η επιθυμία να ανέβει την ορθοπλαγιά αυτήν χειμώνα. Έτσι τον επόμενο χειμώνα, δηλ. το 1960, έκανε παρατηρήσεις της ορθοπλαγιάς από το χωριό Scheidegg, όπως βλέπουμε στις επόμενες εν συνεχεία φωτογραφίες.

Η εμβληματική βόρεια ορθοπλαγιά του Eiger

Έναν ολόκληρο χρόνο τον απασχολούσε ο τρόπος των διανυκτερεύσεων επάνω στην ορθοπλαγιά, καθώς και το είδος της τροφής που θα χρειαζόντουσαν.

Εν συνεχεία προβάλλει φωτογραφίες από τις διάφορες διαδρομές που πραγματοποίησε μαζί με τον Werner Cross, για προετοιμασία και προπόνηση. Μεταξύ αυτών πολλές ήταν «πρώτες».

Στην διαδρομή της βόρειας ορθοπλαγιάς του Ortler, την πιο δύσκολη διαδρομή πάγου, των Αν. Άλπεων γνώρισε και τους Toni Kinshofer και Anderl Mannhardt.

Ο σχοινοσύντροφός του Werner Cross παθαίνει το μεγαλύτερο για έναν ορειβάτη κακό. Παντρεύεται και φεύγει με την γυναίκα του για τον μακρυνό τόπο της καταγωγής της –την Κολομβία.

Την θέση του Cross παίρνει τώρα στην ανάβαση του Eiger ο Walter Almberger.

Τα Χριστούγεννα του 1960, οι Toni Kinshofer, Anderl Mannhardt και ο ίδιος ο Toni Hiebeler, πραγματοποιούν διαδρομή στο Karwendel, για να ελέγξουν και μελετήσουν την εξάρτησή τους και την διατροφή, για μια χειμερινή ανάβαση.

Στα τέλη Φεβρουαρίου 1961 τέλος, οι ανωτέρω, μαζί με τον Walter Almberger, φθάνουν στο χωριό Scheidegg, για να επιχειρήσουν την ανάβαση του Eiger.

Ο ομιλητής, ιστορεί κατόπιν τα διάφορα μέτρα που έλαβαν ώστε να μην αντιληφθούν τον σκοπό τους οι πολυάριθμοι τουρίστες και χιονοδρόμοι της περιοχής.

Αυτό το έκαναν όχι για λόγους μετριοφροσύνης, αλλά γιατί το να παραμείνουν άγνωστοι ήταν ένας πρόσθετος συντελεστής ασφαλείας.

Ίσως, λέει, αν ο σκοπός μας εγνωστοποιείτο σε ευρύτερο κύκλο, να είμαστε αναγκασμένοι να επιχειρήσουμε τότε την ανάβαση επηρεαζόμενοι από τον κόσμο και με συνθήκες όχι τελείως ευνοϊκές, όπως το επιδιώκαμε.

Από αριστερά προς τα δεξιά: Toni Hiebeler, Anton Kinshofer, Anderl Mannhardt και Walter Almberger

Στις 27 Φεβρουαρίου 1961 έγινε η πρώτη προσπάθεια αναβάσεως και εγκλιματισμού. Ανεβήκαμε έως μια οπή εξαερισμού της σήραγγας του οδοντωτού της Jungfrau και 80 μέτρα δεξιώτερά της διανυκτερεύσαμε, σε μια σπηλιά χιονιού, που την διανοίξαμε με ένα παιδικό φτιάρι.

Η ανάβαση αυτή ήταν εύκολη και ευχάριστη, γιατί η πλαγιά δεν είναι πολύ απότομη. Τρεις ώρες διήρκεσε η ανάβαση.

Την άλλη ημέρα η χιονοθύελλα μάς ανάγκασε να κατεβούμε και να διακόψουμε την ανάβασή μας, αλλ’ αφήσαμε εκεί στη σπηλιά το υλικό μας, για να το παραλάβουμε από εκεί στην κανονική μας ανάβαση.

Όταν βρισκόμαστε στην ορθοπλαγιά, ήλθε κοντά μας και ένα τουριστικό αεροπλάνο. Επειδή φοβηθήκαμε μην αναγνωρισθούμε, πήραμε την απόφαση στην κανονική ανάβασή μας να μην ανεβούμε το τμήμα που ήδη είχαμε ανεβεί και που δεν ανήκει στην καθαυτό ορθοπλαγιά, αλλά να συνεχίσουμε από την οπή της σήραγγας, που βρίσκεται στα 440 μ. της ορθοπλαγιάς.

Κι αυτό, γιατί μπροστά από την βάση περνάει η γνωστή χιονοδρομική κατάβαση Whither, που την διατρέχουν 500-1000 χιονοδρόμοι την ημέρα και δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε εύκολα απαρατήρητοι, αλλά και γιατί στο τμήμα αυτό της ορθοπλαγιάς είχε πέσει πολύ φρέσκο χιόνι και ήταν κίνδυνος για χιονοστιβάδες.

Θέλαμε, επίσης, ν’ ανοίξουμε την οπή της σήραγγας, που είχε κλείσει από το πολύ χιόνι και δεν εφαίνετο απ’ έξω, ώστε σε περίπτωση επιστροφής λόγω δυσχερειών, να επιστρέψουμε μέσα από την σήραγγα και ν’ αποφύγουμε έτσι το τελευταίο κομμάτι, που είναι εκτεθειμένο σε χιονοστιβάδες.

Ανεβήκαμε έως την οπή μέσα από την σήραγγα, στις 6 Μαρτίου. Μάλιστα, μέσα στο σκοτάδι της σήραγγας, δεν καταφέραμε να βρούμε εύκολα το σημείο εξόδου της οπής, καθυστερήσαμε και τελικά χρειάστηκε να διανοίξουμε τοίχωμα χιονιού και πάγου πάχους 2 μ., για να βγούμε στην ορθοπλαγιά.

Από την οπή χρειάστηκε να τραβερσάρουμε 80 μ. προς τα δεξιά, για να φθάσουμε στην σπηλιά όπου είχαμε αφήσει το υλικό μας.

Έτσι, τελικά, χασομερήσαμε ίσως περισσότερο, παρά αν ανεβαίναμε απ’ ευθείας την ορθοπλαγιά προς την σπηλιά του χιονιού.

Γυρίσαμε πίσω στην οπή και αρχίσαμε την αναρρίχηση. Από εδώ άλλωστε αρχίζουν οι πραγματικές δυσκολίες της ορθοπλαγιάς.

Ο ομιλητής εν συνεχεία περιγράφει την διαδρομή και τις τεχνικές λεπτομέρειες της ανάβασης.

Αναγκάσθηκαν να διανυκτερεύσουν πέντες νύχτες στην ορθοπλαγιά. Ιδιαιτέρως αναφέρει το πώς διανυκτέρευαν και πώς μαγείρευαν το φαγητό τους.

Η περιγραφή της ανάβασης δημοσιεύεται στο εν συνεχεία άρθρο του παρόντος τευχιδίου, που προέρχεται από σχετικό δημοσίευμα του περιοδικού του Ελληνικού Ορειβατικού Συνδέσμου «Το Βουνό» (τεύχος 3/1961, σελ. 80 κ.ε.).

Η πρώτη χειμερινή ανάβαση της Βόρειας ορθοπλαγιάς του Eiger και η απήχησή της

Στις αρχές Μαρτίου 1961 πραγματοποιήθηκε ένα υπέροχο ορειβατικό κατόρθωμα. Η πρώτη χειμερινή ανάβαση της βόρειας ορθοπλαγιάς του Eiger.

Το κατόρθωμα αυτό πήρε τη θέση του ανάμεσα στα μεγαλύτερα της ορειβατικής ιστορίας και είναι ασφαλώς το πλέον αξιοσημείωτο της εφετινής χειμερινής περιόδου.

Ήρωες της αξιόλογης αυτής αναρριχήσεως είναι τρεις Γερμανοί και ένας Αυστριακός: οι Toni Hiebeler, 31 ετών, αρχηγός της αποστολής, δημοσιογράφος, Anderl Mannhardt, 22 ετών, εργάτης σε ξυλουργείο, Anton Kinshofer, 27 ετών, επιπλοποιός και Walter Almberger, 28 ετών, ανθρακωρύχος.

Η κάθετη βόρεια ορθοπλαγιά του Eiger (υψομετρική διαφορά 1600 μ.), θεωρείται η δυσκολότερη και η πιο επικίνδυνη σ’ ολόκληρο το συγκρότημα των Άλπεων.

Από το 1938, όταν πραγματοποιήθηκε η πρώτη ανάβαση, μόνον δεκαπέντε σχοινοσυντροφιές κατόρθωσαν ν’ αναρριχηθούν τους θερινούς μήνες, ενώ δέκα οκτώ αναρριχητές, από τους καλύτερους της διεθνούς ορειβατικής οικογένειας, βρήκαν τραγικό θάνατο σε άτυχες προσπάθειές τους ν’ αναρριχηθούν απ’ αυτήν στο Eiger.

Η πρώτη ανάβαση του Eiger αποτελεί το αποκορύφωμα του «σκληρού ανταγωνισμού», που χαρακτηρίζει την ιστορία της ορειβασίας τα τελευταία προπολεμικά χρόνια.

Η εμφάνιση της ναζιστικής ιδεολογίας στη Γερμανία, είχε άμεση επίδραση στη νοοτροπία των αναρριχητών, που προσπαθούν να επιτύχουν ό,τι εθεωρήτο ακατόρθωτο και να γίνουν τα είδωλα της νεολαίας τους.

Σ’ αυτόν τον «αλόγιστο» συναγωνισμό, ο Γερμανικός Ορειβατικός Σύνδεσμός, που αριθμεί 500.000 μέλη –ο  Γαλλικός Ορειβατικός έχει 30.000- έχει 300 με 400 θύματα κάθε εποχή. Το αντάλλαγμα είναι η επιτυχία αξιοθαύμαστων και περίφημων διαδρομών.

Οι Τόνυ και Φραντς Σμίτ επιτυγχάνουν την πρώτη αναρρίχηση της βορεινής ορθοπλαγιάς του Μάτερχορν, ο Εμίλ Ζόλλεντερ ανοίγει περίφημες διαδρομές στους Δολομίτες και ο Χέκμαιρ κατακτά την απόρθητη ορθοπλαγιά του Άιγκερ.

Στο «επικίνδυνο» αυτό παιχνίδι οι Ιταλοί, όπου ο φανατισμός είχε ανάλογη επίδραση, απαντούν με ένα αξιόλογο τρόπο: τη νίκη του Κασσίν στην κόψη Ουάλκερ, στις Grandes Jorasses.

Οι Γάλλοι, στην προσπάθειά τους ν’ ακολουθήσουν τους Γερμανούς, Αυστριακούς και Ιταλούς, επιτυγχάνουν αξιόλογες επαναλήψεις των δυσκολοτέρων διαδρομών στο Άιγκερ, Ζοράς και τους Δολομίτες και τελικά κατορθώνουν την «πρώτη» της δυτικής ορθοπλαγιάς των Ντρύ.

Η ορθοπλαγιά του Άιγκερ, στην περιοχή των Άλπεων της Βέρνης, είναι ένα τείχος ύψους 1600 μ., προσανατολισμένο προς το βορρά, κοίλο, με απειράριθμες και αφάνταστες δυσκολίες, γλυστερά βράχια και παγωμένα τμήματα, κάθετα σκαλοπάτια και αρνητικά περάσματα, με επικίνδυνες τέλος πτώσεις από πέτρες, ιδιαίτερα όταν ζεσταίνει ο ήλιος.

Τα προπολεμικά χρόνια, πολλοί υποψήφιοι νικητές συγκεντρώνονταν στους πρόποδές του και δοκιμάζουν να κατακτήσουν το «Τείχος του Δράκου», όπως το αποκαλούν.

Μαζί με τους Γερμανοαυστριακούς, υπάρχουν γαλλικές και ιταλικές σχοινοσυντροφιές. Για τους Γερμανοαυστριακούς είναι πλέον ζήτημα τιμής: ο καιρός και οι συνθήκες δεν έχουν και τόση σημασία.

Οι Ζελντζμάγιερ και Μέριγκερ ανοίγουν τη σειρά των καταστροφών. Τέσσερις ημέρες αγωνίζονται πάνω στην ορθοπλαγιά, μέσα σε καταιγίδα, και τελικά πεθαίνουν από παγωνιά και εξάντληση.

Το 1936 τέσσερις Γερμανοί βρίσκονται πάλι στην ορθοπλαγιά, χρησιμοποιούν καινούργια περάσματα και προχωρούν αρκετά.

Αναγκασμένοι να γυρίσουν πίσω, ανακαλύπτουν πως είναι αδύνατο να περάσουν από τα ίδια περάσματα προς τα κάτω, γιατί μία από τις τρομερότερες δυσκολίες του Άιγκερ είναι πως η οπισθοχώρηση είναι σχεδόν αδύνατη.

Πρώτος ο Χιντερστόιζερ πέφτει και σκοτώνεται σ’ ένα από τα δυσκολότερα περάσματα, που φέρνει ως σήμερα το όνομά του. Ο Άνγκερερ πεθαίνει παγωμένος και ο Ράινερ πνίγεται με το σχοινί. Ο Κούρτς, τελευταίος της σχοινοσυντροφιάς, κάνει μια ύστατη προσπάθεια να κατέβει με ραπέλ. Αλλά τα παγωμένα δάκτυλά του δεν τον βοηθούν πια και χρησιμοποιεί τα δόντια του. Ξαφνικά κρεμιέται από το σχοινί και αιωρείται πεθαμένος.

Όλη αυτή η τραγωδία επηρεάζει τόσο πολύ τους ορειβατικούς κύκλους και τις τοπικές αρχές, ώστε για μια περίοδο η βόρεια ορθοπλαγιά του Άιγκερ γίνεται «απαγορευμένη ζώνη», όπου δεν επιτρέπονται οι αναρριχήσεις.

Το 1937 όμως καινούργιες σχοινοσυντροφιές εμφανίζονται και οι Γερμανοί Ρέμπιτς, Βόργκ και Χέκμαιρ προοδεύουν στις αναγνωρίσεις τους, σταματούν όμως λόγω κακοκαιρίας.

Τέλος το 1938, από τις 21 έως τις 24 Ιουλίου, δύο Γερμανοί οι Χέκμαιρ και Βόργκ και δύο Αυστριακοί, οι Χάρρερ και Κάσπαρεκ, έπειτα από ηρωική προσπάθεια επί τέσσερις ημέρες και νύχτες και μέσα σε καταιγίδα και χιονοστιβάδες, κατορθώνουν να φθάσουν στην κορυφή και να νικήσουν το «Τείχος του Δράκου».

Από αριστερά προς τα δεξιά: Harrer, Vörg, Heckmair and Kasparek

Ανάμεσα στην πρώτη αυτή αναρρίχηση και την πρώτη χειμερινή, που πραγματοποιήθηκε εφέτος, λίγες σχοινοσυντροφιές, με τους πραγματικά «άριστους» της σύγχρονης ορειβασίας, κατόρθωσαν να επαναλάβουν τη δυσκολότατη αυτή διαδρομή, που θεωρείται το επιστέγασμα της αναρριχητικής «καριέρας» ενός ορειβάτη.

Παράλληλα επίσης, πολλά είναι τα θύματα που έχει θρηνήσει η ορειβατική οικογένεια στις αφιλόξενες ορθοπλαγιές του Άιγκερ.

Οι τέσσερις αναρριχητές, που πραγματοποίησαν από τις 6 έως τις 12 Μαρτίου την πρώτη χειμερινή ανάβαση του Άιγκερ, είχαν ειδικά προπονηθεί γι’ αυτό το επίτευγμα.

Θεωρούνται μεταξύ των καλυτέρων σημερινών αναρριχητών, ειδικευμένοι στην αναρρίχηση του πάγου, και ήταν στενά ψυχικά συνδεδεμένοι από προηγούμενες αξιόλογες αναρριχήσεις που είχαν πραγματοποιήσει, ενώ τους διέκρινε ένα αξιοθαύμαστο θάρρος και μια αισιοδοξία.

Η συνοχή μιας σχοινοσυντροφιάς, που αναλαμβάνει ένα τέτοιο εγχείρημα, πρέπει να είναι πολύ μεγάλη.

Είναι αναμφισβήτητο πως οι αναρριχητές που προορίζονται για μια τέτοια προσπάθεια έχουν ήδη επιτελέσει τόσα κατορθώματα, ώστε είναι αναπόφευκτο να έχουν μια ισχυρή προσωπικότητα.

Έτσι, ο παράγων «συναδελφική ατμόσφαιρα» είναι απαραίτητος, για να υπερνικηθούν δυσκολότατα τεχνικά εμπόδια.

Αυτή τη συνοχή κατόρθωσε να έχει η σχοινοσυντροφιά που αναρριχήθηκε στο Άιγκερ και αυτή στάθηκε αποφασιστικός παράγοντας στην επιτυχία της.

Αντιμετώπισαν το βουνό σαν ένας άνθρωπος και συνδέθηκαν μαζί του, ώστε παρ’ όλες τις τρομακτικές δυσκολίες που συνάντησαν δεν τους έλλειψε η ηρεμία και το αίσθημα της ασφαλείας.

Το υλικό που χρησιμοποίησαν μοιράστηκε σε 25 κιλά για τον καθένα. Όταν άρχισε η αναρρίχηση κάθε σακίδιο ζύγιζε 15 κιλά.

Προβλέποντας μια συνεχή προσπάθεια 7 έως 8 ημερών, κρεμασμένοι στην ορθοπλαγιά του Άιγκερ, πήραν μαζί τους συνολικά τα εξής εφόδια: 24 κουτιά των 50 γραμ. συμπεπυκνωμένων φρούτων, 2 κιλά μπισκότα, 100 φακελάκια οβομαλτίνη, ένα κουτί 50 γραμ. συμπεπυκνωμένου ζωμού κρέατος, 2 σωληνάρια γάλακτος, 2 σωληνάρια μαρμελάδας, 500 γραμ. ντεξτροσπόρ, 500 γραμ. λίπος, 300 γραμ. αποξηραμένου κρέατος, 200 γραμ. λουκάνικα, 1 λίτρο βενζίνης, 2 καμινέτα, είδη μαγειρείου, 4 λάμπες μετώπου –με 4 ανταλλακτικές στήλες- ένα φορητό ραδιόφωνο, 4 κεριά, 4 αιώρες από περλόν, 2 μαξιλάρια που φουσκώνουν, 4 σακκάκια με πούπουλο, ένα πουπουλένιο κουβερτάκι, 3 ζευγάρια πουπουλένιες κάλτσες, 4 ειδικούς υπνόσακκους, 4 ζευγάρια κάλτσες, καθώς επίσης 4 ζευγάρια γάντια ανταλλακτικά, ένα φαρμακείο τσέπης με σύριγγα και αμπούλες, 4 κουκούλες, μία κόκκινη φωτοβολίδα, μία φωτογραφική μηχανή Ρετίνα με 10 έγχρωμα φίλμ, μία Ρόλλεϊφλεξ με 10 ασπρόμαυρα φίλμ, μία κινηματογραφική μηχανή των 16 χιλ. με 15 μπομπίνες, ένα υψόμετρο, 4 ζευγάρια γυαλιά.

Το αναρριχητικό υλικό αποτελείτο από 4 σχοινιά περλόν των 100 μ./7 χιλ., 90 μ./8 χιλ., 40 μ./7 χιλ. και 40 μ./11 χιλ., 30 ειδικά καρφιά, 40 καρφιά βράχου, 15 καρφιά πάγου, 30 καραμπίνερ, 2 σφυριά, 4 πιολέ, 4 ζευγάρια κραμπόν, 4 κάσκες από πλαστική ύλη και ένα φτυαράκι. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθούν και τα ατομικά εφόδιά τους. Η δαπάνη για τα υλικά για τον καθένα τους ανήλθε σε 1.100 μάρκα (περίπου 8.500 δραχμές).

Από αριστερά προς τα δεξιά: Toni Hiebeler, Anton Kinshofer, Andreas Mannhardt και Walter Almberger μετά την ολοκλήρωση της πρώτης χειμερινής ανάβασης της βόρειας ορθοπλαγιάς του Eiger στις 12 Μαρτίου 1961

Η πρώτη τους προσπάθεια, που δεν έμελλε να ολοκληρωθεί, άρχισε τα χαράματα της 27ης Φεβρουαρίου.

Ξεκίνησαν στις 3 το πρωί από το χωριό Μ. Σάιντεκ, στους πρόποδες του Άιγκερ, όπου είχαν παραμείνει τις τελευταίες ημέρες με πλήρη μυστικότητα για τα σχέδιά τους.

Αυτή την ημέρα κατορθώνουν να υπερνικήσουν τα 450 πρώτα μέτρα της ορθοπλαγιάς και να διανυκτερεύσουν σκάβοντας στο χιόνι την κατασκήνωσή τους.

Οι πρώτες δυσκολίες του χαμηλότερου αυτού τμήματος της διαδρομής ξεπεράστηκαν μάλλον μ’ ευκολία και οι τέσσερις αναρριχητές βρήκαν έναν καλό ρυθμό στην ανάβασή τους. Αλλά τη νύχτα έκλεισε ο καιρός και άρχισε να χιονίζει.

Ο ίδιος καιρός, με συνεχή χιονόπτωση, εξακολούθησε και την επομένη το πρωί και η σχοινοσυντροφιά, αφήνοντας όλο σχεδόν το υλικό τους στην πρόχειρη κατασκήνωσή της, κατέβηκε πίσω στο χωριό με την ίδια μυστικότητα, αποφεύγοντας να γνωστοποιήσει τα σχέδιά της, από φόβο μήπως η δημοσιότητα που θα προκαλούσε μια τέτοια προσπάθεια δυσκόλευε την εκτέλεση του εγχειρήματός τους.

Και είναι αναμφισβήτητο πως η παρουσία δημοσιογράφων, περίεργων, κυνηγών εντυπωσιακών γεγονότων, είναι σ’ αυτές τις περιπτώσεις ανεπιθύμητη.

Επειδή η κακοκαιρία συνεχίστηκε, με διαρκή χιονόπτωση, οι τέσσερις αναρριχητές παρέμειναν εντελώς «ινκόγκνιτο» στο χωριό, προσποιούμενοι τους τουρίστες-χιονοδρόμους και με την πρώτη βελτίωση του καιρού, στις 2.30’ το πρωί της 6ης Μαρτίου, ξεκίνησαν, με την ίδια πάντα μυστικότητα, για να φθάσουν στο σημείο που είχαν αφήσει ήδη, κατά τη διάρκεια της πρώτης προσπάθειάς τους, το υλικό τους, ακολουθώντας αυτή την φορά το τούνελ του οδοντωτού σιδηροδρόμου.

Από μία τρύπα εξαερισμού, στο ύψος περίπου της πρώτης τους κατασκηνώσεως, μ’ ένα πλάγιο πέρασμα σε φρέσκο χιόνι στην απότομη ορθοπλαγιά, έφτασαν στο σημείο όπου είχαν εγκαταλείψει το υλικό τους, ύστερα από δύο ώρες.

Το αρχικό τους σχέδιο ήταν να προχωρήσουν σε δύο σχοινοσυντροφιές, από δύο αναρριχητές η καθεμιά, για να επιτύχουν μεγαλύτερη ευκινησία και για να επιτύχει η δεύτερη σχοινοσυντροφιά καλύτερες φωτογραφίες.

Γρήγορα όμως αλλάζουν σχέδιο και για ζήτημα ασφαλείας σχηματίζουν και οι τέσσερις μια σχοινοσυντροφιά.

Ενώ ο πρώτος προχωρεί, οι τρεις άλλοι ασφαλίζουν γερά, με καρφιά και πιολέ. Είναι υποχρεωμένοι να φορούν κραμπόν, γιατί η επιφάνεια του βράχου είναι σκεπασμένη με πάγο.

Η πρώτη ημέρα χρησιμοποιήθηκε για την υπερνίκηση μιας δύσκολης σχισμής 40 μέτρων και το βράδυ εγκαταστάθηκαν σε ένα τμήμα της ορθοπλαγιάς με κλίση 60ο, αφού δημιούργησαν ένα μικρό μέρος 3μ. Χ 1μ.

Την άλλη μέρα το πρωί, με συνεχιζόμενη καλοκαιρία και με θερμοκρασία 15 υπό το μηδέν, ξεκινούν για το πέρασμα Χιντερστόιζερ, όπου βρίσκονται ύστερα από δύο ώρες.

Το πέρασμα αυτό, που αποτελείται από πλάκες με κλίση 75ο, περνιέται το καλοκαίρι με ένα εξαιρετικά δύσκολο ραπέλ. Τώρα όμως πάνω στις πλάκες υπήρχε χιόνι πάχους 4 εκατ. και από κάτω ένα στρώμα πάγου 10-15 εκατ., που ξεκολούσε συχνά από το βράχο.

Τα πρώτα 25 μέτρα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα και σε μια στιγμή ο πρώτος της σχοινοσυντροφιάς Κινσχόφερ πέφτει, μ’ ένα κομμάτι πάγου που ξεκόλησε.

Ευτυχώς οι υπόλοιποι τρεις κατορθώνουν να τον συγκρατήσουν και η ελεύθερη πτώση του περιορίζεται στα 5 μέτρα.

Με πολύ προσοχή προχωρούν και το ίδιο βράδυ έχουν νικήσει το δύσκολο κι επικίνδυνο αυτό πέρασμα.

Χρειάστηκε μια ολόκληρη ημέρα για να κερδίσουν μια υψομετρική διαφορά 80 μέτρων, κάνοντας ένα πέρασμα μήκους 280 μέτρων.

Την τρίτη ημέρα η αναρρίχηση συνεχίστηκε με τις ίδιες δυσκολίες, προς το σημείο που αποκαλείται «σίδερο σιδερώματος» και προς την «κατασκήνωση του θανάτου». Εδώ σκοτώθηκαν το 1935 οι Σεντλμάγιερ και Μέριγκερ.

Μια καπνοδόχος, που το καλοκαίρι περνιέται ευκολότερα, γιατί το επιτρέπει η ποιότητα του πάγου, τώρα ήταν αδύνατο να υπερνικηθεί. Ο πάγος ήταν πολύ σκληρός και έσπαγε πολύ εύκολα.

Έτσι αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν τη διαδρομή τους, πράγμα που τους καθυστερεί και μεταβάλλει το προκαθορισμένο σημείο που επρόκειτο να διανυκτερεύσουν κατά 80 μ. χαμηλότερα.

Μπορούσαν ίσως να προχωρήσουν με τα ηλεκτροφάναρά τους, αλλά εγκατέλειψαν από σύνεση την πρόθεσή τους αυτή.

Toni Kinshofer και Walter Almberger στη βόρεια ορθοπλαγιά του Eiger στις 7 Μαρτίου 1961

Την τρίτη αυτή ημέρα, στις 5 το απόγευμα, η σχοινοσυντροφιά βρήκε για πρώτη φορά στη βορεινή ορθοπλαγιά του Άιγκερ, ήλιο. Από εκείνη την ημέρα αυτό τους έδωσε ιδιαίτερο κουράγιο.

Την τέταρτη ημέρα οι δυσκολίες που συνάντησαν ήταν μικρότερες από ό,τι υπολόγιζαν κι έτσι η σχοινοσυντροφιά κατόρθωσε να κερδίσει και την καθυστέρηση της προηγούμενης ημέρας και να διανυκτερεύσει σ’ ένα σχετικά πιο άνετο σημείο.

Το πρωί της πέμπτης ημέρας, 10 Μαρτίου, το βαρόμετρο έπεσε λίγο, ο καιρός όμως εξακολουθούσε να είναι καλός, παρά το σφοδρό άνεμο που σηκώθηκε.

Παρουσιάστηκαν πάλι μεγάλες δυσκολίες και η ποιότητα του σκληρού πάγου, παρ’ όλο που κάλυπτε εξαιρετικά επικίνδυνα σαθρά περάσματα, δυσκόλεψε πολύ τη σχοινοσυντροφιά, που χρησιμοποίησε όλη την τεχνική και την πείρα της για να υπερνικήσει τις απότομες πλάκες.

Ευτυχώς το πρωί της έκτης ημέρας ο καιρός βελτιώθηκε πάλι και η αναρρίχηση έγινε ευκολότερη, ώστε το βράδυ είχε ξεπεραστεί το σημείο «αράχνη», αφού η σχοινοσυντροφιά χρησιμοποίησε ολόκληρο το πρωινό για να διασχίσει το εξαιρετικά δύσκολο «πέρασμα των θεών».

Σ’ αυτό το πέρασμα, ο εμπνευστής και πρωτεργάτης της πρώτης αυτής, χειμερινής ανάβασης στο Άιγκερ, Toni Hiebeler γλύστρησε κι έπεσε, αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκε από τους συντρόφους του, ύστερα από ελεύθερη πτώση 6 μέτρων.

Ο Toni Hiebeler με την σύζυγό του

Στο μεταξύ η προσπάθειά τους έγινε γνωστή κάτω στην πεδιάδα και τους παρακολουθούν. Οι πιο περιέργοι: δημοσιογράφοι και άλλοι κυνηγοί εντυπωσιακών φωτογραφιών, που στόλισαν σε λίγο τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, χρησιμοποίησαν αεροπλάνα, που οι πτήσεις τους επλήθυναν συνεχώς.

Πετούσαν δε τόσο κοντά, που ο θόρυβός τους εμπόδιζε τη συνεννόηση μεταξύ των αναρριχητών και υπήρχε επί πλέον ο κίνδυνος χιονοστιβάδων.

Την έβδομη και τελευταία ημέρα, 12 Μαρτίου, η ανάβαση γίνεται ευκολότερη και η σχοινοσυντροφιά, νικήτρια πια της τρομακτικής ορθοπλαγιάς του Άιγκερ, φθάνει στην κορυφή στις 10 και 45’.

Σφίγγουν τα χέρια μεταξύ τους και χωρίς περιττά λόγια κοιτάζονται για να εξωτερικεύσουν τη μεγάλη τους χαρά, για τη μεγάλη τους νίκη.

Η επιτυχία της πρώτης αυτής χειμερινής αναβάσεως στο Άιγκερ, είχε αμέσως μεγάλη απήχηση στους διεθνείς ορειβατικούς κύκλους.

Μεταξύ των πρώτων, ο γνωστός μας μεγάλος Γάλλος αναρριχητής Gaston Rebuffat έγραψε τα εξής:

«Η πρώτη ανάβαση της βορεινής ορθοπλαγιάς του Άιγκερ είναι ένα επίτευγμα πρώτου μεγέθους, που δεν με κατέπληξε όμως. Μερικοί από μας περίμεναν πως θα συνέβαινε αυτό μια μέρα.

Στην καρδιά του ορειβάτη αρχίζουν από τον Οκτώβριο να γεννιούνται και να ωριμάζουν όνειρα: η χειμερινή αναρρίχηση στο Άιγκερ ήταν ένα από τα ωραιότερα όνειρα.

Καλοκαίρι, όλες οι κορυφές των Άλπεων έχουν γίνει, από όλες τις δυνατές διαδρομές. Το 1950, στα Ιμαλάια, η πρώτη κορυφή πάνω από 8.000 μ., η Ανναπούρνα πατήθηκε και το 1953 ήρθε η σειρά της ψηλότερης κορυφής του Έβερεστ.

Στα Ιμαλάια βέβαια υπάρχουν ακόμα χιλιάδες παρθένες κορυφές, αλλά τα Ιμαλάια είναι πολύ μακριά…

Γι’ αυτό το λόγο –και είναι λογικό, παριστάμεθα κατά την διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών στην «επανακατάκτηση» των Άλπεων τον χειμώνα.

Είχα την τύχη να πραγματοποιήσω πολλές «χειμερινές» και σαν άνθρωπος που θαυμάζει τη φύση και την ησυχία, μπορώ να βεβαιώσω πως έχουν μια ακατανίκητη γοητεία.

Εγκαταλείπει κανείς τη φασαρία των χιονοδρομικών κέντρων και έχει την εντύπωση πως βρίσκεται αιώνες πίσω, μέσα σε μαγικούς κήπους.

Τότε ακριβώς υπεισέρχεται ένα πρωταρχικό στοιχείο: η διαύγεια του πνεύματος. Και ίσως, περισσότερο από την εξαιρετική επιτυχία των Γερμανοαυστριακών, πρέπει κανείς να θαυμάσει την διαύγειά τους. Ο Χίμπελερ –που τον γνωρίζω καλά- και οι σύντροφοί του ήταν πραγματικά έτοιμοι.

Έφθασαν στους πρόποδες της ορθοπλαγιάς, είδαν, σκέφτηκαν και μετά ξεκίνησαν. Όταν ξεκινάει κανείς για μια ανάβαση δεν αρκεί να αισθάνεται αντικειμενικά ικανός να την επιτύχει με καλοκαιρία.

Στους κανόνες του παιχνιδιού μας υπάρχει επίσης η κακοκαιρία και πρέπει να το πρόβλεψαν, αφού μάλιστα το Άιγκερ είναι συνώνυμο με την καταιγίδα…

Έτσι, δεν επρόκειτο για ένα παράλογο εγχείρημα, όπως ήδη έχει συμβεί σ’ αυτή την ολέθρια και όμορφη ορθοπλαγιά.Το καλοκαίρι σαρώνεται συχνά από πτώσεις λίθων και χιονοστιβάδες.

Γνωρίζω τι σημαίνει αυτό: παγιδευμένοι από την κακοκαιρία, στο τρίτο τελευταίο τμήμα της ορθοπλαγιάς, μετά τη διανυκτέρευση, οι σύντροφοί μου και εγώ συναντήσαμε αφάνταστους κινδύνους το 1952 –μια ολόκληρη ημέρα και μια νύχτα- για να φθάσουμε επί τέλους το βράδυ της τρίτης ημέρας στην κορυφή.

Τον χειμώνα οι κίνδυνοι αυτοί δεν υπάρχουν. Το χιόνι δεν λιώνει και επί πλέον συγκρατεί τις πέτρες.

Αλλά υφίστανται άλλα απίστευτα εμπόδια: το κρύο, οι μικρές ημέρες και η σκεπασμένη από χιόνι ορθοπλαγιά.

Είναι αλήθεια, πως είναι τόσο απότομη, που το χιόνι δεν κολλάει καλά-καλά σ’ αυτήν, ιδιαίτερα στα κάθετα περάσματα, που είναι τότε ευκολότερο να υπερνικηθούν από τα λιγότερο απότομα περάσματα.

Ο Χίμπελερ και οι σύντροφοί του ήταν έτοιμοι. Ήταν ζήτημα καλοκαιρίας. Και τον είχαν το καλό καιρό, που στάθηκαν άξιοί του».

Η πρώτη χειμερινή ανάβαση της βόρειας όψης του Eiger (Video)

Ένας μεγάλος αριθμός εκπροσώπων του Τύπου και θεατών παρακολουθεί την πρώτη ανάβαση της βόρειας όψης Eiger το χειμώνα από το Kleine Scheidegg. Το αν το εγχείρημα θα καταλήξει σε θρίαμβο ή τραγωδία, θα κριθεί μόνο στο τέλος.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...